Stratfor: Το Ισραήλ και οι επιλογές του για την Γάζα την επόμενη ημέρα, μετά τον πόλεμο με την Χαμάς

Διεθνείς Σχέσεις
Μοιραστείτε το:

Οι επιλογές του Ισραήλ μετά τον πόλεμο στη Γάζα

Τα περιθώρια κινήσεων του Τελ Αβίβ εφόσον ολοκληρώσει «επιτυχώς» τη στρατιωτική επιχείρηση στον θύλακα. Ο ρόλος του Αμπάς και της Παλαιστινιακής Αρχής, οι φατρίες και οι ακροδεξιοί. Η οικονομική στενότητα και το ενδεχόμενο νέας κατοχής διαρκείας.

—————

Καθώς το Ισραήλ προχωρά τη χερσαία εισβολή, το πιο πιθανό μεταπολεμικό σχέδιό του για τη Λωρίδα της Γάζας θα μοιάζει με την αντίστοιχη κατοχή του στη Δυτική Όχθη, κάτι που θα δεσμεύσει τον στρατό του Ισραήλ, θα δυσαρεστήσει τους συμμάχους του στο εξωτερικό και θα αποσταθεροποιήσει την τωρινή κυβέρνησή του.

Ισραηλινοί πολιτικοί δίνουν κάποιες ενδείξεις για το ποια μπορεί να είναι η μεταπολεμική πολιτική κατάσταση και το καθεστώς ασφαλείας στη Λωρίδα της Γάζας. Στις 20 Οκτωβρίου, ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ δήλωσε ότι η εκστρατεία του Ισραήλ θα δημιουργήσει ένα νέο «καθεστώς ασφαλείας» στη Γάζα και είπε ότι ο πόλεμος θα προχωρήσει σε τρεις φάσεις. Η πρώτη, είπε, θα ήταν μια αεροπορική και χερσαία εκστρατεία για να σπάσει ο επίσημος έλεγχος της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Η δεύτερη φάση ακολούθως θα επικεντρωθεί στην εξάλειψη θυλάκων των δυνάμεων της Χαμάς, ενώ η τρίτη και τελευταία φάση θα εφαρμόσει ένα «νέο καθεστώς ασφαλείας» που θα επιτρέψει στον ισραηλινό στρατό να αποσυρθεί από τον επίσημο έλεγχο της Γάζας.

Τα σχόλια ήρθαν μια μέρα αφού ο ηγέτης της ισραηλινής αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργός Γιαΐρ Λαπίντ είπε ότι η καλύτερη επιλογή καθεστώτος για τη μετά Χαμάς εποχή στη Γάζα παραμένει η Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ), η οποία κυβερνά τη Δυτική Όχθη. Την ίδια μέρα, το CNN ανέφερε ότι το Ισραήλ σχεδιάζει να οικοδομήσει μια βαθύτερη αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη ασφαλείας γύρω από ολόκληρη τη Λωρίδα της Γάζας. Όλα αυτά ειπώθηκαν αφού το πολεμικό υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ έδωσε το πράσινο φως για την εισβολή, με αβέβαιο χρονοδιάγραμμα, καθώς οι ισραηλινές δυνάμεις αναμένουν εντολή για να προχωρήσουν σε χερσαία επέμβαση.

Οι δηλωμένοι πολεμικοί στόχοι του Ισραήλ είναι να «καταστρέψει» τη Χαμάς και να τερματίσει τη διακυβέρνησή της στη Λωρίδα της Γάζας, σε αντίθεση με τους τελευταίους πολέμους στον παλαιστινιακό θύλακα το 2021 και το 2014, όπου στόχος του Τελ Αβίβ ήταν να μειωθεί η ικανότητα της Χαμάς να επιτεθεί στο Ισραήλ και να αποτραπεί η παρενόχληση των νότιων συνόρων.

Μετά την ολοκλήρωση της κύριας χερσαίας εισβολής, το Ισραήλ πιθανότατα θα αναζητήσει στην Παλαιστινιακή Αρχή την πρώτη επιλογή του για τη διακυβέρνηση της Λωρίδας, ωστόσο η έλλειψη νομιμότητας και η απροθυμία της Παλαιστινιακής Αρχής να συνεργαστεί με το Ισραήλ, πιθανώς θα αποτελέσουν σημαντικά εμπόδια για την αποκατάσταση της εξουσίας.

Η χερσαία εισβολή του Ισραήλ ενδέχεται να διαρκέσει εβδομάδες μέχρι να εκτυλιχθεί πλήρως, φέρνοντας πολλά περισσότερα θύματα, συμπεριλαμβανομένων Ισραηλινών στρατιωτών, Παλαιστίνιων πολιτών, μαχητών της Χαμάς και μαχητών άλλων ομάδων, όπως η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ). Όταν ολοκληρωθεί, οι πολιτικοί του Ισραήλ θα θελήσουν να αποστρατεύσουν τους 300.000 εφέδρους για να βοηθήσουν την ισραηλινή οικονομία να επιστρέψει στην κανονικότητα, αλλά και για να αποφύγουν την επάνοδο μιας απευθείας ισραηλινής διακυβέρνησης στη Λωρίδα της Γάζας, που θα συνεπαγόταν δυνητικά ατελείωτη ανάπτυξη Ισραηλινών στρατιωτών που θα βρίσκονται υπό συνεχή απειλή.

Ωστόσο, δεδομένου ότι οι περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν στη Γάζα θα εξακολουθούν να χρειάζονται ασφάλεια τόσο για τις δικές τους ανθρωπιστικές ανάγκες, όσο και για την αποτροπή επιστροφής της Χαμάς, το Ισραήλ πιθανότατα θα προσπαθήσει να φέρει την Παλαιστινιακή Αρχή ώστε να κυβερνήσει την περιοχή.

Η Παλαιστινιακή Αρχή, όμως, καλά καλά δεν μπορεί να κυβερνήσει τη Δυτική Όχθη, εν μέρει επειδή δεν διαθέτει λαϊκή νομιμότητα, λόγω ιστορικού διαφθοράς και συνεργασίας με το Ισραήλ. Εξάλλου, τα οικονομικά της Παλαιστινιακής Αρχής είναι πολύ στριμωγμένα, καθώς η διεθνής βοήθεια έχει στερέψει, σ’ έναν βαθμό διότι ο σημερινός πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς είναι ασθενής και δεν έχει ξεκάθαρο διάδοχο.

Αυτό θα δυσκολέψει την αποτελεσματική λειτουργία της Παλαιστινιακής Αρχής στη Λωρίδα της Γάζας, όπου επίσης είναι εξαιρετικά μη δημοφιλής. Επιπλέον, ο πρόεδρος Αμπάς έχει καταστήσει σαφές ότι αντιτίθεται στην ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, ενώ στις 18 Οκτωβρίου αποσύρθηκε από τη σύνοδο κορυφής στην Ιορδανία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για να διαμαρτυρηθεί τόσο για τον πόλεμο όσο και για την επίθεση της 17ης Οκτωβρίου στο νοσοκομείο στη Γάζα, κατηγορώντας το Ισραήλ. Επομένως, ο Αμπάς είναι απίθανο να αποδεχτεί αμέσως μια ισραηλινή πρόταση να κυβερνήσει τη Λωρίδα της Γάζας με τρόπο που θα έκανε την Παλαιστινιακή Αρχή να μοιάζει με συνεργαζόμενη κατοχική δύναμη.

Η Παλαιστινιακή Αρχή επρόκειτο να διεξαγάγει εκλογές στη Δυτική Όχθη τον Μάιο του 2021, αλλά τις ακύρωσε από φόβο ότι η Χαμάς ενδεχομένως θα πλειοψηφούσε στο νομοθετικό σώμα. Παρόμοια εκλογική νίκη της Χαμάς το 2006 οδήγησε στην απομάκρυνση της Παλαιστινιακής Αρχής από τον έλεγχο στη Λωρίδα της Γάζας, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με το εάν δυτικές δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσαν να βοηθούν οικονομικά την Παλαιστινιακή Αρχή σε περίπτωση που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Χαμάς, οργάνωσης που έχει χαρακτηριστεί επισήμως ως τρομοκρατική και από τους δύο.

Ο Αμπάς χαρακτήρισε «σφαγή» την πρόσφατη έκρηξη στο νοσοκομείο Αλ Αχλί Αλ Αράμπι της Γάζας και κατηγόρησε το Ισραήλ. Ωστόσο, οι δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής συγκρούστηκαν με διαδηλωτές στη Δυτική Όχθη, καθώς πολλοί Παλαιστίνιοι κατηγόρησαν την Παλαιστινιακή Αρχή ότι ανέχεται την εκστρατεία του Ισραήλ στη Γάζα.

Εάν πάρει τελικά τον έλεγχο της Γάζας η Παλαιστινιακή Αρχή, θα εξαρτηθεί από την ισραηλινή στρατιωτική υποστήριξη. Παρά την αντίσταση από τους ντόπιους, εάν προσφερθεί η επιλογή από το Ισραήλ, η Παλαιστινιακή Αρχή θα λάβει κίνητρα ώστε να ανακαταλάβει τη Γάζα, εν μέρει επειδή θα ήταν τρόπος να αποκατασταθεί η διεθνής βοήθεια που διαφορετικά θα εξαλειφόταν.

Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου έχει ήδη ανακοινώσει ότι δεσμεύει 100 εκατ. δολάρια για έκτακτη βοήθεια προς τη Λωρίδα της Γάζας. Θα ήταν επίσης τρόπος για τη Φατάχ, το κυβερνών κόμμα της ΠΑ, να βοηθήσει στην αποδυνάμωση και καταστολή της αντιπάλου Χαμάς, καθώς η Παλαιστινιακή Αρχή προετοιμάζεται για την ενδεχόμενη διαδοχή του Αμπάς. Έτσι, πιθανώς η Παλαιστινιακή Αρχή θα αναλάβει τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας μόλις εξασθενήσει σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο η άμεση δημόσια οργή για την εισβολή του Ισραήλ.

Ωστόσο, θα παρέμενε αντιδημοφιλής, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως θα είχε αρκετή διεθνή βοήθεια για να αναπτύξει επαρκή αριθμό δυνάμεων ασφαλείας, πόσο μάλλον να ανοικοδομήσει τη Γάζα και να ανταποκριθεί στις οικονομικές προσδοκίες των κατοίκων της, κάτι που πιθανότατα θα πυροδοτούσε διαμαρτυρίες και ταραχές κατά της ΠΑ.

Οι IDF, με τη σειρά τους, πιθανότατα θα πρέπει να παίξουν τον ίδιο ρόλο όπως στη Δυτική Όχθη, όπου παρεμβαίνουν συχνά για να ενισχύσουν την Παλαιστινιακή Αρχή και να αποτρέψουν τη διείσδυση μαχητών. Οι IDF πιθανότατα θα πρέπει επίσης να υλοποιήσουν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική επιδρομών και συλλήψεων ακόμη και σε εδάφη που ελέγχονται από την ΠΑ, προκειμένου να αποτρέψουν την αναζωπύρωση της Χαμάς ή την εμφάνιση νέων ομάδων μαχητών. Το προφανές σχέδιο του Ισραήλ να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη ζώνη ασφαλείας γύρω από τη Γάζα θα βοηθούσε, σε κάποιο βαθμό, να μετριάσει την αδυναμία της Παλαιστινιακής Αρχής στην αστυνόμευση του εδάφους, προσφέροντας ένα επιπλέον επίπεδο ασφάλειας.

Σύμφωνα με τις Συμφωνίες του Όσλο, η Δυτική Όχθη χωρίζεται σε περιοχές ελέγχου της Παλαιστινιακής Αρχής, κοινού ελέγχου Παλαιστινιακής Αρχής και Ισραήλ και αποκλειστικού ισραηλινού ελέγχου. Η Λωρίδα της Γάζας προορίζεται να βρίσκεται αποκλειστικά υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής. Όμως, δεδομένης της ετοιμοθάνατης κατάστασης των Συμφωνιών του Όσλο και της οργής που προκλήθηκε από τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, το Ισραήλ φαίνεται πιθανό να τροποποιήσει αυτόν τον όρο, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα του ισραηλινού στρατού να επιχειρεί και να διατηρήσει μακροπρόθεσμη παρουσία στη Λωρίδα. Στη Δυτική Όχθη, ο Ισραηλινός Στρατός τείνει να αφήνει τις μεγάλες πόλεις υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, προτιμώντας να ελέγχει τα δίκτυα μεταφορών και την ύπαιθρο.

Ο προϋπολογισμός της Παλαιστινιακής Αρχής εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη διεθνή βοήθεια και τους φόρους που εισπράττει το Ισραήλ από τους Παλαιστίνιους, που στη συνέχεια παραδίδονται στην Παλαιστινιακή Αρχή. Ωστόσο, η διεθνής βοήθεια έχει στερέψει – ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα κράτη του Αραβικού Κόλπου – καθώς η επαναλαμβανόμενη ισραηλινο-παλαιστινιακή βία μείωσε την ελπίδα για λύση δύο κρατών και καθώς η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα παγκόσμια οικονομικά προβλήματα ενίσχυσαν μια γενική επιφυλακτικότητα για βοήθεια.

Εάν η Παλαιστινιακή Αρχή δεν καταλάβει τη Λωρίδα της Γάζας, το έδαφος θα καταλήξει και πάλι υπό την κατοχή των IDF, αναγκάζοντας το Ισραήλ να εμπλακεί σε μακροχρόνια κατοχή για να μετριάσει τις απειλές μαχητών και να μειώσει τον κίνδυνο επιθέσεων με ρουκέτες και πυραύλους από τη Γάζα. Για το Ισραήλ, μια εκτεταμένη κατοχή της Γάζας προμηνύει επίσης περισσότερα θύματα, οικονομικό κόστος και πολιτικές ρωγμές.

Εάν η Παλαιστινιακή Αρχή αρνηθεί να κυβερνήσει τη Γάζα, θα αναλάβει αντ’ αυτού ο Συντονισμός των Κυβερνητικών Δραστηριοτήτων στα Εδάφη του Ισραήλ (COGAT), μονάδα του υπουργείου Άμυνας, ενώ η κυβέρνηση του Ισραήλ θα αναζητήσει εναλλακτικούς εταίρους από παλαιστινιακής πλευράς για να κυβερνηθεί μακροπρόθεσμα η Λωρίδα. Κάτι τέτοιο θα εξέθετε τον ισραηλινό στρατό σε συνεχείς συγκρούσεις με Παλαιστίνιους και σε μια μακροχρόνια εξέγερση, αλλά θα εμπόδιζε την αναβίωση της Χαμάς ως κυβερνητικής αρχής και θα περιόριζε τις πυραυλικές απειλές που προέκυψε από τότε που η οργάνωση πήρε την εξουσία στη Γάζα, το 2007.

Οι μαχητές θα εξακολουθούσαν να πραγματοποιούν επιθέσεις και να εκτοξεύουν μεμονωμένες ρουκέτες προς το Ισραήλ, η συνολική απειλή όμως θα μειωνόταν δραματικά και επιχειρήσεις στην κλίμακα των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου δεν θα ήταν πλέον δυνατές. Ωστόσο, σε μια μακροχρόνια κατοχή, ο ισραηλινός στρατός θα είχε απώλειες ενώ θα ενεργοποιούσε πιθανούς ευρύτερους κινδύνους τρομοκρατίας από διάφορες περιφερειακές ένοπλες ομάδες που είναι οργισμένες για τον ισραηλινό έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας.

Ταυτόχρονα, ο στρατός θα έπρεπε να μεγαλώσει τον προϋπολογισμό του για να καλύψει το κόστος κατοχής. Επιπλέον, η κυβέρνηση του Ισραήλ θα έπρεπε να αναλάβει τον υψηλό λογαριασμό της ανοικοδόμησης μιας κατεστραμμένης από τον πόλεμο περιοχής, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό της χώρας και προκαλώντας τριβές στην ισραηλινή κυβέρνηση, όπου τα ακροδεξιά κόμματα θα αντιστέκονταν στη χορήγηση χρηματοδότησης στη Λωρίδα. Εν τω μεταξύ, ορισμένα ακροδεξιά κόμματα στο Ισραήλ θα πιέσουν επίσης για την ίδρυση εποικισμών στη Γάζα και τελικά για την προσάρτησή της, κάτι που θα πλήξει τη συνοχή της κυβέρνησης, καθώς τα κεντροδεξιά κόμματα δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη.

Μια μακροχρόνια ισραηλινή στρατιωτική παρουσία στη Γάζα, είτε με την Παλαιστινιακή Αρχή είτε ειδικά χωρίς αυτήν, θα αποξενώσει βασικά κράτη στον αραβικό κόσμο, κυρίως τη Σαουδική Αραβία. Οι δυτικοί σύμμαχοι του Ισραήλ, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα πιέσουν επίσης την ισραηλινή κυβέρνηση να βρει μια μόνιμη λύση στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση που θα απέτρεπε την επανάληψη των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου. Μια τέτοια λύση, ωστόσο, θα συνεπαγόταν εξαιρετικά αντιδημοφιλείς πολιτικές παραχωρήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποστασίες στη μεταπολεμική κυβέρνηση του Ισραήλ και σε πρόωρες εκλογές.

Η Σαουδική Αραβία πίεζε ήδη για παραχωρήσεις προς τους Παλαιστίνιους πριν από την εξομάλυνση Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας, αλλά ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς αύξησε σε εσωτερικό επίπεδο την επείγουσα ανάγκη για τέτοιες παραχωρήσεις πριν από οποιαδήποτε συμφωνία. Επιπλέον, ο πόλεμος αποτελεί μια υπενθύμιση της εύθραυστης κατάστασης στην περιοχή, όπου οι μάχες μεταξύ Ισραήλ και παλαιστινιακών φατριών θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν εκτεταμένο πόλεμο που θα κροτάλιζε τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, με το Ισραήλ και τους συμμάχους του από τη μια πλευρά και το Ιράν και τους αντιπροσώπους του από την άλλη. Μια τέτοια σύγκρουση θα απειλούσε να παρασύρει όχι μόνο τη Σαουδική Αραβία αλλά και άλλα αραβικά κράτη, όπως η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, τα οποία ως εκ τούτου θέλουν το Ισραήλ να λάβει μέτρα εκτόνωσης των εντάσεων με τους Παλαιστίνιους.

Η Ουάσιγκτον θα κινηθεί επίσης σ’ αυτή την κατεύθυνση, προσπαθώντας να αναθερμάνει τη λύση των δύο κρατών ως μέσο για να μειωθεί ο κίνδυνος ακόμη ενός ισραηλοπαλαιστινιακού πολέμου που θα τραβούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες πίσω στην περιοχή, την ώρα που προσπαθούν να εστιάσουν την προσοχή σε Ρωσία και Κίνα. Ωστόσο, αυτή η πίεση θα προσκρούσει στις ακροδεξιές προτεραιότητες μεγάλου μέρους της υφιστάμενης ισραηλινής κυβέρνησης, η οποία συνεχίζει να ευνοεί την επέκταση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, προσαρτώντας εδάφη και καλοβλέποντας ακόμη και μια μόνιμη εκ νέου κατοχή και επανεγκατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας.

Όταν μετά το τέλος των μαχών διαλυθεί η ειδική κυβέρνηση πολέμου, οι προσπάθειες της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις ξένες απαιτήσεις για παραχωρήσεις προς τους Παλαιστίνιους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποχώρηση ακροδεξιών και σε διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, ενδεχομένως παρέχοντας κίνητρο στην κυβέρνηση να αντισταθεί σε τέτοιες ξένες πιέσεις με την ελπίδα ότι θα ξεθωριάσουν με τον καιρό. Ωστόσο, η αντίσταση σ’ αυτή την πίεση θα μπορούσε, από την άλλη, να αποξενώσει τα πιο μετριοπαθή μέλη της κυβέρνησης, που επιθυμούν να διατηρήσουν καλούς δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να εξομαλυνθούν οι σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, με πιθανές αποστασίες από αυτά τα κόμματα, άρα και πάλι προσφυγή σε πρόωρες εκλογές.

Πηγή: euro2day.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged