Μεταναστευτικό και κοινωνική αποσάρθρωση – Τι πρέπει να αλλάξει..

Αναλύσεις
Μοιραστείτε το:

Με βάση  τις νόρμες της επικρατούσας στρεβλής αντίληψης οι μετανάστες γίνονται αποδεκτοί, ως όντα μοναχικά, που έχουν τα ίδια κυριαρχικά δικαιώματα όπως οι γηγενείς και οι αφομοιωμένοι. Πράγμα που δεν εμποδίζει τους ενδιαφερόμενους, μόλις εγκατασταθούν, να ανασυγκροτήσουν τις «ετερόνομες κοινότητες», ακόμη και τα «προβληματικά έθνη», στα οποία ανήκαν προηγουμένως και τα οποία δεν άρκεσε η διέλευση ενός πλασματικού συνόρου για να τους κάνει να τα ξεχάσουν. Γιατί άραγε…

Για μια πραγματική μεταναστευτική πολιτική

Σε μια μεγάλη συνέντευξη στην εφημερίδα Le Figaro, στις 21 Φεβρουαρίου 2020, ο Pierre Brochand αναλύει τα προβλήματα που θέτει η μετανάστευση πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα των κρατών. Εξηγεί το γιατί, μέσα από μια εκτενή ιστορική αναδρομή και μια ανάλυση του μετα-αποικιακού πλαισίου της παγκοσμιοποίησης. Η συνέντευξή του αναπαράγει τα βασικά σημεία της εισήγησής του σε ημερίδα του Ιδρύματος Res Publica, του Jean-Pierre Chevènement, με θέμα: «Για μια πραγματική μεταναστευτική πολιτική».

————————-

Συνέντευξη του Pierre Brochand στην Εζενί Μπαστιέ.

*Πιστεύετε πως από όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας, η μετανάστευση είναι η πιο επικίνδυνη. Άλλοι θα προτιμούσαν να αναφερθούν στο κοινωνικό ή το περιβαλλοντικό ζήτημα. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η μετανάστευση αποτελεί προτεραιότητα;

Η μετανάστευση, έτσι όπως την αφήσαμε να εξελιχθεί για μισό αιώνα, προφανώς δεν είναι η μοναδική πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Αλλά, την θεωρώ ως την πιο επικίνδυνη για δύο τουλάχιστον λόγους. Ο πιο βασικός είναι ότι επαναφέρει τις «μη διαπραγματεύσιμες» συγκρούσεις –θρησκευτικές, φυλετικές, αποικιακές– που η Γαλλία θεωρούσε ότι έχει ξεπεράσει εδώ και πολύ καιρό: 1905, 1945, 1962, ανάλογα με την περίπτωση. Με τον όρο «μη διαπραγματεύσιμες» εννοώ χάσματα «ποιοτικού χαρακτήρα», τα οποία πρέπει να διαφοροποιηθούν από το κοινωνικό ζήτημα το οποίο έχει γίνει «ποσοτικό» χάρη στο κράτος πρόνοιας και την «αγοραστική δύναμη».

Έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε σε διαπιστώσεις που εθεωρείτο ότι είχαν ξεπεραστεί. Δηλαδή, ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν διαφορές τις οποίες δεν μπορούν να εξομαλύνουν ούτε η σύμβαση, ούτε το νόμισμα ούτε ο διάλογος, και ακόμα λιγότερο ο «συνταγματικός πατριωτισμός» και ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να θέσουν και πάλι σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία η οποία, πιστεύοντας ότι έχει ανοσοποιηθεί, παραμένει τυφλή απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο.

Εξ ου και η δεύτερη ανησυχία μου: Το γεγονός δηλαδή ότι η ιδεολογία της κοινωνίας των ατόμων, μέσα στην οποία ζούμε, παραγνωρίζει, εκ κατασκευής, την πραγματικότητα ενός τέτοιου κινδύνου και, κατά μείζονα λόγο, την ανάγκη να τον αποτρέψει. Πράγματι, το υπερ-μοντέρνο και μετα-πολιτικό δόγμα της μας επιβάλλει να βλέπουμε παντού μόνο άτομα, όμοια μεταξύ τους, εκεί όπου αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια για να διαπιστώσουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ομάδες μη υποκαταστάσιμες: «έθνη» σύγχρονα, ιστορικά και πολιτικά, «κοινότητες» φυσικές, προ-μοντέρνες και προ-πολιτικές, «πολιτισμοί» ευρύτερης εμβέλειας.

Και στο όνομα ακριβώς μιας τέτοιας στρεβλής αντίληψης οι μετανάστες γίνονται αποδεκτοί, ως όντα μοναχικά, που έχουν τα ίδια κυριαρχικά δικαιώματα όπως οι γηγενείς και οι αφομοιωμένοι. Πράγμα που δεν εμποδίζει τους ενδιαφερόμενους, μόλις εγκατασταθούν, να ανασυγκροτήσουν τις «ετερόνομες κοινότητες», ακόμη και τα «προβληματικά έθνη», στα οποία ανήκαν προηγουμένως και τα οποία δεν άρκεσε η διέλευση ενός πλασματικού συνόρου για να τους κάνει να τα ξεχάσουν.

Όπως όλες οι ιδεολογίες που διαψεύδονται από την πραγματικότητα, έτσι και το δόγμα μας προσπαθεί να την συσκοτίσει. Τη μια μέρα αρνείται οποιαδήποτε ετερότητα στο όνομα των «αξιών της Δημοκρατίας», έκφραση με μεταβλητή γεωμετρία, την οποία αποφεύγει να διευκρινίσει. Την επομένη, πλέκει το εγκώμιο της «διαφορετικότητας» ως εμπλουτισμό αλλά και ως αναπόφευκτο φαινόμενο. Δύο μέρες μετά, καλεί σε «αγώνα» ενάντια στην «κοινοτιστική περιχαράκωση» ή τον «διαχωρισμό» χωρίς να οπλίζεται και με τα κατάλληλα μέσα για να το πράξει.

Διότι, για να αποκτήσει αυτά τα μέσα, θα πρέπει να παραχωρήσει και πάλι στο εθνικό κράτος τη δυνατότητα της πολιτικής δράσης, από την οποία η κοινωνία των ατόμων το έχει στερήσει, μια και το έχει φυλακίσει στα δίχτυα του «κράτους δικαίου». Όμως μια τέτοια επαναφορά έχει αποκλειστεί από την «προοδευτική» εκδοχή της Ιστορίας, στην οποία η κοινωνία μας θεωρεί ότι πρωτοπορεί.

Ως εκ τούτου, το εθνικό κράτος εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά από τη διπλή διάστασή του, πολιτική και γραφειοκρατική, διατηρεί μόνο τη δεύτερη: τη διάσταση ενός τεράστιου ανθρωπιστικού οργανισμού, μητρικού διανομέα δικαιωμάτων και παροχών, ανίκανου να αρνηθεί την απεριόριστη διεύρυνσή τους. Αφού του απαγορεύθηκε να παρεμβαίνει ανάντη, όπου έχει αντικατασταθεί από το δίκαιο, ο άλλοτε Λεβιάθαν περιορίζεται στο να επιδένει τραύματα κατάντη, ρίχνοντας δισεκατομμύρια στο άπατο πηγάδι των «θετικών διακρίσεων».

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω, κατ’ αρχάς, ότι μια πραγματική μεταναστευτική πολιτική απαιτεί μια οδυνηρή αναθεώρηση, δηλαδή να μην αφηνόμαστε πλέον στην «εκ των υστέρων» αντιμετώπιση μιας υποτιθέμενης αναπόφευκτης μοίρας, αλλά να ξαναπάρουμε αποφασιστικά τον «εκ των προτέρων» έλεγχο των ροών, οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν, αρκεί να το θέλουμε.

Και, δεύτερον, πιστεύω, ότι αυτή η πολιτική πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα: τι νόημα έχει να ξεκινάνε τεράστια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προγράμματα εάν ένα σημαντικό μέρος αυτών των δαπανών θα αναιρείται από μια αδιάκοπη εισροή δικαιούχων χωρίς άμεση ανταπόδοση («φαινόμενο του λαθρεπιβάτη») και, κυρίως, αν η συγκρουσιακή αποσύνθεση της χώρας καταστρέφει τα όποια αναμενόμενα οφέλη.

*Το πρώτο μέρος της ομιλίας σας στο Ίδρυμα Res Publica παρουσιάζεται ως μια σκιαγράφηση μιας ερμηνείας της Ιστορίας, εκ πρώτης όψεως απομακρυσμένη από το ζήτημα της μετανάστευσης. Πού οφείλεται αυτή η πολύ έμμεση προσέγγιση του προβλήματος;

Πράγματι, κάθε συζήτηση σχετικά με τη μετανάστευση αρχίζει, και συνήθως τελειώνει, με αριθμούς. Από την πλευρά μου, επειδή θεώρησα ότι στο πεδίο αυτό υπάρχει συμφωνία (400.000 εισροές ετησίως, εκτός των παράνομων μεταναστών) προτίμησα να μοντελοποιήσω το πρόβλημα, εκκινώντας από τις έννοιες που χρησιμοποιεί. Εξ ου και η ανάγκη για ένα πλαίσιο ανάγνωσης που χρησιμεύει ως θεμέλιο αυτών των εννοιών. Το πλαίσιο που προτείνω είναι εξαιρετικά απλουστευτικό, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει μια βάση για συζήτηση: χωρίς να μιλάμε απ’ ευθείας για τη μετανάστευση, μας παραπέμπει διαρκώς σε αυτήν.

Κρίνετε και μόνοι σας. Πολύ χονδρικά, ο καμβάς της Ιστορίας έχει ένα διπλό υφάδι. Από τη μία πλευρά, πρόκειται για μια «Ιστορία του είδους», γραμμική, ιδεαλιστική, που ωθεί την ανθρωπότητα προς τη σύγκλιση: την αποκαλώ Ιστορία-Εξέλιξη (πρόκειται για το «προοδευτικό» αφήγημα στο οποίο αναφέρθηκα μόλις πριν).

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι «ιστορίες εντός του είδους», κυκλικές, ρεαλιστικές, που σκιαγραφούν τις εναλλαγές ισχύος μεταξύ αποκλινουσών ομάδων: την ονομάζω Ιστορία-Γεγονός. Η σημερινή μετανάστευση βρίσκεται στο σταυροδρόμι αυτών των δύο προσεγγίσεων: είναι ένα προϊόν της Ιστορίας-Εξέλιξη, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της Ιστορίας-Γεγονός.

Πράγματι, η Ιστορία-Εξέλιξη προτείνει μια «αισιόδοξη» εκδοχή του ανθρώπινου γίγνεσθαι, η οποία βάζει το στοίχημα της σύγκλισής του γύρω από την τεχνο-επιστήμη, την οικονομία και το «ποσοτικό». Υποστηρίζει τη μετατρεψιμότητα όλων των πραγμάτων, ακόμα και των ανθρώπων, αρκεί να αρθεί κάθε εμπόδιο στις μετακινήσεις.

Τελικά, αυτή η δυναμική επιτρέπει την διαρκώς επιταχυνόμενη διαδοχή των διάφορων τρόπων συνύπαρξης: αρχικά, οι φυσικές κοινότητες, που συνδέονται με το αίμα και τον ετεροκαθορισμό· στη συνέχεια, τα Εθνικά Κράτη, που γεννήθηκαν πριν από πέντε αιώνες μέσα από τη συλλογική αυτοδιάθεση· τέλος, η Κοινωνία των ατόμων, που αποτέλεσε την τελευταία λέξη της ατομικής αυτοδιάθεσης, εδώ και 50 χρόνια.

Σε αντίθεση με αυτή τη φυγή εκτός τόπου, η Ιστορία-Γεγονός, «συντηρητική» και «απαισιόδοξη», μας φέρνει πίσω στη γη, εκεί όπου ο άνθρωπος ζούσε πάντα σε οριοθετημένες κοινότητες, επιδιώκοντας την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και την ισχύ. Στόχοι, η ανταγωνιστική επιδίωξη των οποίων δημιουργεί τους «ποιοτικούς» διαχωρισμούς, για τους οποίους μίλησα μόλις πριν. Αυτοί είναι δύο τύπων.

Από τη μια πλευρά, αντιπαραθέτουν διαλεκτικά τις τρεις αλληλοδιάδοχες «μορφές» μας: η καθεμιά αντιμάχεται την προηγούμενη, χωρίς να καταφέρνει να την εξαλείψει. Έτσι, διαδοχικά, με την πάροδο του χρόνου, υπερτίθενται στον χώρο, σύμφωνα με τριμερείς κρισιογενείς σχηματισμούς.

Από την άλλη πλευρά, μέσα σε καθένα από αυτά τα στρώματα, εκδηλώνονται αντιπαλότητες, στο όνομα του «περιεχομένου» τους: δηλαδή, «κουλτούρες» και «πολιτισμοί», των οποίων οι αλληλεπιδράσεις δημιουργούν τις υποτροπές της «αιώνιας επιστροφής», όπως είναι, για παράδειγμα, η κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ ισλάμ και Δύσης, από τις δύο πλευρές της Μεσογείου.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά, αναπτύχθηκαν δύο εξαιρετικά φαινόμενα. Ένα τμήμα του είδους –η Δύση– εξασφάλισε το μονοπώλιο της Ιστορίας-Εξέλιξη, μέσω της επιστημονικής επανάστασης, και έτσι στη συνέχεια πήρε τον έλεγχο της Ιστορίας-Γεγονός, που συνοψίζεται πλέον στις εσωτερικές της διαμάχες. Από αυτή τη διπλή υφαρπαγή προέκυψαν συνέπειες, ουσιώδεις για να ερμηνευθεί η μετανάστευση.

Ο πλανήτης διαιρέθηκε έτσι ανάμεσα σε έναν Πρώτο Κόσμο, προορατικό φορέα μετάδοσης προτύπων, και έναν Δεύτερο, παθητικό δέκτη. Προβολή που γνώρισε δύο φάσεις: την Αποικιοποίηση και στη συνέχεια την Παγκοσμιοποίηση. Η Αποικιοποίηση μπορεί να αναλυθεί, τελικά, ως η εξαγωγή του παραδείγματος του εθνικού κράτους σε έναν απροετοίμαστο κοινοτικό καμβά. Χωρίς τα απαραίτητα μεταβατικά στάδια, αυτά τα κράτη δεν μπορούσαν παρά να αποτύχουν.

Οι μετανάστες μας προέρχονται από αυτά, συνδυάζοντας την πίστη στις κοινότητες τους, που επιβιώνει, έναν ανικανοποίητο εθνικισμό διότι έχει αποτύχει, και δυσλειτουργικές πρακτικές που απορρέουν από αυτή τη διπλή κληρονομιά. Όσο για την Παγκοσμιοποίηση, μπορεί να ερμηνευθεί ως η εξαγωγή της Κοινωνίας των ατόμων στο Δεύτερο Κόσμο, ο οποίος κατελήφθη και πάλι εξαπίνης. Αλλά η φυσική απόσυρση των Δυτικών του έδωσε τον χώρο για να απαντήσει.

Αυτές οι αντιδράσεις είναι πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς συνίστανται στη σινο-ασιατική οικονομική Εκτίναξη· στο Εισόδημα, που εισρέει από ροές νόμιμες (ενέργεια) ή παράνομες (λαθρεμπόριο)· στην Άρνηση[1], σημαιοφόρος της οποίας είναι το ισλάμ· στην Απόρριψη, που εκφράζεται από τις «μαύρες τρύπες» των κρατών που έχουν καταρρεύσει. Δηλαδή, τέσσερις ξεχωριστές απαντήσεις, οι οποίες όμως τρέφονται από ένα κοινό πάθος: τη Μνησικακία.

Επομένως, αυτό που παρατηρούμε είναι μια καμπή ίδιας εμβέλειας με εκείνη που οδήγησε στη δυτική ηγεμονία. Ηγεμονία, της οποίας η Παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την αμφισβήτησή της, σηματοδότησε την κορύφωση και τις απαρχές της παρακμής της. Με αυτόν τον τρόπο, η Ιστορία-Γεγονός παίρνει και πάλι τον έλεγχο: ο κόσμος, αποστεγανοποιημένος και ανασυγκροτημένος στη βάση ενός συστήματος δράσης/αντίδρασης, μεταβάλλεται σε έναν ενιαίο λέβητα, όπου αλληλοσυγκρούονται, με τυχαίο τρόπο, ασυμφιλίωτοι χωρο-χρόνοι.

Στο πλαίσιο αυτό, η μετανάστευση παρουσιάζεται ως μια τυπική δευτερεύουσα αντίδραση: η Κοινωνία των ατόμων και η Παγκοσμιοποίηση συνιστούν τις ενεργές αιτίες της, ενώ οι πρωτογενείς αντιδράσεις, τις οποίες μόλις ανέφερα, επιβεβαιώνουν τις τελικές αιτίες της.

Έτσι, συμμετέχει στην οικονομική Εκτίναξη, στον βαθμό που στοχεύει στη γεφύρωση της διαφοράς βιοτικού επιπέδου μεταξύ των δύο Κόσμων: η Ασία ευνοεί την παραγωγή, η Αφρική ασκεί τη μετανάστευση, με τη διαφορά ότι οι ανθρώπινες ροές αρχίζουν να φθάνουν σε εμάς τη στιγμή που οι θέσεις εργασίας φεύγουν για την Ανατολή. Εξάλλου, οι μετανάστες χρηματοδοτούνται από το Εισόδημα αφού προσελκύονται και από τη γενναιόδωρη προστασία του κράτους πρόνοιας, χωρίς να υπολογίσουμε τις παράνομες εισπράξεις που συνοδεύουν τις μετακινήσεις τους (εμπορία ανθρώπων και ναρκωτικών, μαύρη εργασία, κοινωνικές απάτες).

Επιπλέον, οι νεοφερμένοι, στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι, συνδέονται –συλλογικά, εννοείται– με την ανατροφοδότηση της Άρνησης, της οποίας το ισλάμ αποτελεί την αιχμή του δόρατος, ως ο παγκόσμιος πρωταθλητής της Παράδοσης. Και σε αυτό το πεδίο επίσης, η εκκίνησή τους συνέπεσε με την έκρηξη αυτής της θρησκείας (συνδεδεμένη η ίδια με την Παγκοσμιοποίηση) και την εξαγωγή της «ισλαμιστικής» εκδοχής της, η οποία χρηματοδοτείται από το ορυκτό Εισόδημα.

Αλλά πάνω απ’ όλα, η μετα-αποικιακή μετανάστευση αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στον αποστολέα, γεμάτη αγανάκτηση. Αυτό το υπόστρωμα την μεταβάλλει σε ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να περιοριστεί στην οικονομία: σε αντίθεση με το προηγούμενο ευρω-χριστιανικό κύμα, αποτελεί επίσης μια πολύπλευρη εκδήλωση της επιστροφής, με τυμπανοκρουσίες και υπό τη μορφή ενός μπούμερανγκ, της Ιστορίας-Γεγονός, αναπαράγοντας στο διηνεκές, στο έδαφός μας, την πυρακτωμένη χύτρα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Εξ ου και ένας πρωτόγνωρος τύπος μετανάστευσης, εν μέρει διεκδικητικός απέναντι στη χώρα υποδοχής και σε αντιπαράθεση με αυτήν για την πρόσκτηση εξουσίας στον χώρο της.

Γι’ αυτό, το να πραγματευόμαστε το ζήτημα αποκλειστικά και μόνο με τα κριτήρια της Ιστορίας-Εξέλιξη, όπως κάνουν, παραιτημένοι, οι ηγέτες μας, μετά τη δικαστική απόφαση Gisti[2] του Συμβουλίου της Επικρατείας (1978) συνιστά, τουλάχιστον, ένα μνημειώδες λάθος ανάλυσης και, στη χειρότερη περίπτωση, μια ασυγχώρητη δειλία, η οποία, αν δεν γίνει κάτι, θα μας οδηγήσει, κατά τη γνώμη μου, σε τρομερές απογοητεύσεις.

*Λέγεται, ωστόσο, ότι η Γαλλία ήταν ανέκαθεν ένας τόπος μετανάστευσης και ότι η τωρινή δεν θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα σήμερα από ό,τι χθες. Τι πιστεύετε γι’ αυτόν τον ισχυρισμό;

Δεν είμαι ιστορικός, αλλά πώς μπορεί κανείς να υποστηρίξει, καλόπιστα, ότι η Γαλλία υπήρξε «πάντα» μια «χώρα μετανάστευσης»; Από όσο γνωρίζω, επί χίλια χρόνια, ανάμεσα στις γερμανικές εισβολές και τα τέλη του 19ου αιώνα, τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε συμβεί. Έκτοτε, είναι αλήθεια ότι η χώρα μας γνώρισε τουλάχιστον τρία κύματα μαζικής μετανάστευσης. Τα δύο βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ το πρώτο, που έχει ολοκληρωθεί, προσφέρει ένα θαυμάσιο παράδειγμα αφομοίωσης. Αυτό όμως δεν ισχύει για τα άλλα δύο.

Το αρχικό κύμα, το οποίο διήρκεσε έναν αιώνα περίπου, μέχρι τη δεκαετία του ’70, αντιστοιχεί σε ένα απλό λογικό σχήμα: η Γαλλία είχε έλλειψη εργατικών χεριών και η καθολική Ευρώπη της τα προσέφερε. Πρόκειται για έναν εργατικό και διακριτικό μεταναστευτικό πληθυσμό, μη διεκδικητικό και πολιτισμικά συγγενή, ο οποίος επιστρέφει στη χώρα του, εκών ή άκων, όταν δεν υπάρχει εργασία. Η εμπειρία του εποικισμού της Βόρειας Αφρικής καταδεικνύει αυτή την ιδιαιτερότητα: ενώ οι Ιταλοί και οι Ισπανοί μετανάστες γίνονταν γρήγορα γνήσιοι Γάλλοι, οι ντόπιοι μουσουλμάνοι αρνήθηκαν, ακόμα και με τη βία.

Ωστόσο, αυτοί ακριβώς οι τελευταίοι αποτέλεσαν μία από τις κύριες συνιστώσες του δεύτερου κύματος. Το οποίο ξεκινά τη δεκαετία του 1970 και αποδεικνύεται το αντίθετο του προηγούμενου: η λογική της εγκατάστασης πληθυσμών, που αυτο-αναπαράγεται από τον νόμο[3], αντικαθιστά εκείνη της απασχόλησης, που ρυθμίζεται από την πολιτική· οι νεοφερμένοι δεν προέρχονται πλέον από τη γειτονική Ευρώπη αλλά από τις πρώην αποικίες, με μουσουλμανική πλειοψηφία και μεγάλη πολιτισμική διαφοροποίηση.

Όπως θα παρατηρήσατε, σε αυτή τη μετανάστευση επικέντρωσα την προσοχή μου, διότι, αφενός, αφού έχει ήδη λάβει χώρα, μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις της στη διάρκεια περισσότερων γενεών (οι οποίες, κατά γενική έκπληξη, αποδεικνύονται εν μέρει αποκλίνουσες) και, αφετέρου, συνεχίζεται σε μεγάλη κλίμακα, αλλά υπόκωφα, στη σκιά του τρίτου κύματος, που τείνει να την αποκρύψει.

Αυτή η τρίτη ακολουθία διατηρεί κοινά χαρακτηριστικά με την προηγούμενη, κυρίως τη νομική αυτο-αναπαραγωγή, αλλά διακρίνεται από την αιφνίδια πυροδότησή της, ως αποτέλεσμα των πολέμων στη Συρία και τη Λιβύη. Πράγμα που της προσδίδει τον χαρακτήρα μιας κρίσης, επιθέτοντας τη λογική του επείγοντος σε εκείνη του δικαίου.

Διαθέτει επίσης τέσσερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: τη διεύρυνση της καταγωγής πέρα από τον αποικιακό κύκλο, την ευρωπαϊκή διάσταση της υποδοχής, την προσφυγή κυρίως στο δικαίωμα ασύλου και όχι στην οικογενειακή επανένωση ως αιτιολόγηση, την καταβολή λύτρων στους «βαρβάρους των συνόρων» («οθωμανικός σουλτάνος», λιβυκές πολιτοφυλακές), ώστε να συμφωνήσουν στον περιορισμό των ροών.

Πράγματι, όπως επισημαίνετε, ανάμεσα στις διάφορες χειραγωγήσεις στις οποίες καταφεύγει η «πολιτική ορθότητα» (ένας Θεός ξέρει αν υπάρχει κάτι τέτοιο!) είναι και η προσπάθεια να μας πείσουν ότι «ουδέν καινόν υπό τον ήλιο» και ότι θα απορροφήσουμε και τα δύο τελευταία κύματα το ίδιο εύκολα όπως και το πρώτο, αφού τίποτα δεν τα διαφοροποιεί ουσιαστικά.

Ομολογώ ότι αυτή η εθελοντική τύφλωση με αφήνει άφωνο. Έχοντας διατρέξει αρκετά τον πλανήτη, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, σε περίπτωση που αμφιβάλλετε, ότι η Ευρώπη και η Αφρική δεν ανήκουν στην ίδια πολιτισμική περιοχή, ότι το ισλάμ δεν είναι χριστιανισμός, ότι η αποικιοκρατία δεν άφησε μόνο καλές αναμνήσεις, ότι η ξενοφοβία, ένα σίγουρα οικουμενικό συναίσθημα, αυξάνεται μαζί με τα φανερά σημάδια διαφορετικότητας, κ.λπ.

Θα μπορούσα να επεκτείνω τον κατάλογο αυτών των κοινών τόπων, τους οποίους δεν θέλουμε πλέον να ακούμε, έστω και αν αρκεί να αφήσουμε την περιοχή του Saint Germain-des-Prés[4] για να επιβεβαιώσουμε την αλήθεια τους. Άγνοια; Κακοπιστία; «Ευσεβής πόθος»; Σας αφήνω να κρίνετε, αλλά αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι, ξεκινώντας με αυτές τις προϋποθέσεις, δεν πρόκειται να επιλύσουμε τις δυσκολίες που προκαλεί η μαζική εξω-ευρωπαϊκή μετανάστευση.

*Η συζήτηση για τη μετανάστευση και ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζουμε δεν καθίστανται αδύνατες εξαιτίας του αποικιακού παρελθόντος της Γαλλίας;

Η μετα-αποικιακή διάσταση της μετανάστευσης οπωσδήποτε αναφέρεται ενίοτε, αλλά θεωρώ ότι υποτιμώνται σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματά της. Θα θυμίσω κατ’ αρχάς –δεν το κάνουμε ποτέ αρκετά– το εγκληματικό λάθος που οδήγησε στο να ανοίξουν οι πύλες της χώρας μας σε πληθυσμούς που μόλις είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, μετά από μια διαπίστωση ασυμβατότητας, η οποία επιβεβαιώθηκε σαφέστατα από την έξοδο των «Πιε-Νουάρ», και στη συνέχεια, ακόμη περισσότερο, των «Πιε-Ρουζ»[5]: Από εκείνη τη στιγμή, όλα έγιναν ωσάν να υποχρεώναμε να ζήσει μαζί, στο ίδιο διαμέρισμα, ένα ζευγάρι που είχε πάρει διαζύγιο μετά από μακρόχρονη αντιδικία.

Οι νεοφερμένοι, πιάνοντας την μπάλα στο αέρα, υιοθέτησαν ασμένως τη στάση του θύματος που αντιστρέφει το δεδομένο της φιλοξενίας. Και η συνέχεια έδειξε, για άλλη μια φορά, ότι «αυτό που είναι να γίνει θα γίνει»: όπως ήταν αναμενόμενο, ανασυστήθηκε αυθόρμητα, στην πρώην μητροπολιτική επικράτεια, το παιχνίδι των ρόλων που παλαιότερα προοριζόταν για τις υπερπόντιες κτήσεις, αλλά, αυτή τη φορά, με τα μέτωπα αντεστραμμένα.

Στην εισήγησή μου, περιγράφω τις άπειρες λεπτομέρειες με τις οποίες η κατάσταση στις «συνοικίες» αναπαράγει, σαν γελοιογραφικό τραύλισμα, τα γεγονότα και τις χειρονομίες των αποικιακών διενέξεων, πιστοποιώντας την καταστροφική ιδέα ενός αδιατάρακτου συνεχούς.

Ο αντίκτυπος αυτής της αντίδρασης είναι καταστροφικός, καθώς συμπίπτει κατά τα τρία τέταρτα με την επίδραση του θρησκευτικού χάσματος, με αποτέλεσμα να ενισχύονται αμοιβαία και οι δύο. Γιατί, όχι μόνο τα αξιώματα της πίστης αλλά και οι μνήμες δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Με τον επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα ότι η Κοινωνία των ατόμων, επικεντρωμένη στο να δαιμονοποιεί το Εθνικό Κράτος, φτάνει να το μεταβάλει στον αποδιοπομπαίο τράγο για τις όποιες αποικιακές αδικοπραγίες.

Απροκάλυπτη εγκατάλειψη, που απαιτεί την αναγνώριση ενός αιώνιου χρέους της Γαλλίας, ως ηθικού προσώπου, απέναντι στους μετανάστες και τους απογόνους τους. Γι’ αυτό και η φύση του μεταναστευτικού φαινομένου διαταράσσεται, τουλάχιστον σε τρία επίπεδα.

Πρώτον, οι νεοεισερχόμενοι, αρπάζοντας την ευκαιρία, ενδυναμώνονται σε μια στάση θύματος που αντιστρέφει τα δεδομένα της φιλοξενίας. Έχοντας γίνει κάτοχοι δικαιωμάτων, σίγουρα δεν μοιράζονται τα ίδια αισθήματα ευγνωμοσύνης με τους Ευρωπαίους προκατόχους τους του πρώτου κύματος.

Εξ ου και παρατηρούμε σε ορισμένους μια αυθόρμητη υποκίνηση σε πολιτική απείθεια, τόσο επειδή συνηθίζεται στις χώρες προέλευσης τους όσο και επειδή οι νόμιμες και παράνομες αποδοχές στη χώρα υποδοχής θεωρούνται μια δίκαιη αποζημίωση. Εξ ου επίσης και η εμφάνιση αυτού του περίεργου όντος, χωρίς κανένα γνωστό προηγούμενο: Του «γαλλόφοβου».

Μια δεύτερη συνέπεια της αποικιοκρατικής διαμάχης είναι ότι κόβει οριστικά τον δρόμο της αφομοίωσης για τον μεγαλύτερο αριθμό. Διότι, κατά βάθος, η αφομοίωση θα σήμαινε ότι προδίδει κανείς τους γονείς του και παραιτείται από μια οχύρωση, φορέα της ταυτότητάς του: Με λίγα λόγια, θα σήμαινε ότι παραδέχεται το λάθος του και ότι συναινεί στη γαλλική Αλγερία.

Θα σήμαινε επίσης ότι εντάσσεται σε μια εθνική κοινότητα που δεν αξίζει τίποτε πλέον, καθώς δεν παύει να κατηγορεί τον εαυτό της για όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Καλύτερα λοιπόν να βολευτεί στην άνετη θέση του καταδιωκόμενου, απαιτώντας αποζημίωση και βρίσκοντας παρηγοριά στο φαντασιακό όραμα μιας χώρας προέλευσης, που επανεκτιμάται ως ο χαμένος παράδεισος.

Αλλά η πιο σοβαρή επίπτωση, και αναμφισβήτητα η λιγότερο συνειδητοποιημένη, είναι η εκτροπή, η οποία, με διαδοχικά βήματα, μας φέρνει πιο κοντά στο αμερικανικό φυλετικό μοντέλο. Διότι η αδιάκοπη μετα-αποικιακή μουσική επιβάλλει σταδιακά την ιδέα ότι οι μετανάστες μας δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοιοι: «το σπίτι τους, είναι το σπίτι μας», επειδή, ως πρώην αποικιοκρατούμενοι, δεν έχασαν το δικαίωμα να βρίσκονται εδώ, ή, κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο, επειδή το ταξίδι τους, καθώς και το ταξίδι των γονέων και των παππούδων τους, δεν ήταν εντελώς εθελοντικό και αντιστοιχούσε περισσότερο σε εξορία, μάλλον με σκοπό την εκμετάλλευση παρά την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.

Πράγμα που μας οδηγεί, βήμα-βήμα, στο να ταυτίσουμε υπόρρητα τη μοίρα των μη- Ευρωπαίων μεταναστών μας με εκείνη των μαύρων της Αμερικής, απόγονων των σκλάβων. Βάσει αυτής της αντίληψης, οι μετανάστες μας φέρονται να είναι πολίτες «δεύτερης κατηγορίας», που αγωνίζονται για «πολιτικά δικαιώματα» τα οποία στερούνται εξαιτίας του χρώματος του δέρματος τους.

Έτσι, μέσα σε αυτή την παράξενη προοπτική, το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι πλέον η άνοδος στην κοινωνική κλίμακα μέσα από την προσπάθεια, όπως έκαναν αμέτρητες γενιές «κλασικών» μεταναστών, αλλά η καταπολέμηση των ανισοτήτων, αποκλειστική αιτία των οποίων δεν είναι πλέον η ιδιότητα του πολίτη ή η ατομική αξία, αλλά οι «διακρίσεις», μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη παραλλαγή του ρατσισμού και του απαρτχάιντ.

Από εκεί προκύπτει, στο μικρο-επίπεδο, η γοητεία που ασκεί στη δεύτερη και τρίτη γενιά των μεταναστών η κουλτούρα της αφρο-αμερικανικής εξέγερσης. Από εκεί επίσης, ένα σκαλί παραπάνω, προέρχεται η χρήση λέξεων και εννοιών που έχουν μπει στο καθημερινό λεξιλόγιο, ενώ έχουν εισαχθεί από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού: γκέτο, ενσωμάτωση, θετικές διακρίσεις, αντιρατσισμός απεριόριστου φάσματος, σχολική κάρτα, «busing»[6] κ.λπ.

Αλλά πάνω απ’ όλα, από τη στιγμή που έχει ενοφθαλμιστεί αυτή η φυλετική ανάγνωση της κοινωνίας, εξαπλώνεται σαν ιός και γενικεύει έναν τρόπο πρόσληψης που συνίσταται στο να κρίνονται οι άνθρωποι με βάση την όψη τους. Με τις γνωστές επιζήμιες συνέπειες: μετατροπή των ντόπιων σε μια «λευκή» πλειοψηφία, υποχρεωτικά καταπιεστική, τοποθέτηση των απογόνων των μεταναστών (ή ακόμα και των Γάλλων από τις υπερατλαντικές κτήσεις) στην κατηγορία των «ορατών μειονοτήτων», παράδοξη επανεμφάνιση ενός αντισημιτισμού, ανατολικού τύπου αυτή τη φορά, κ.λπ.

Έτσι, ο κύκλος έχει κλείσει: η σχεδόν απόλυτη υπέρθεση των θρησκευτικών, αποικιακών και φυλετικών χασμάτων, το ένα επάνω στο άλλο, μας προσκαλεί, σιγά-σιγά, να κατέλθουμε στους κύκλους της κόλασης, χωρίς καλά-καλά να το αντιλαμβανόμαστε, παρά τις καθημερινές προειδοποιήσεις που μας απευθύνει η Πραγματικότητα. Όσο περισσότερο θάβουμε το κεφάλι μας στην άμμο, τόσο πιο οδυνηρή θα είναι η αφύπνιση όταν θα χρειαστεί να το βγάλουμε έξω.

«Απέναντι στη μετανάστευση, η κοινωνία των ατόμων δεν αποτελεί παρά ένα υαλοπωλείο»

*Υποστηρίζετε ότι, κατά παράδοξο τρόπο, η κοινωνία των ατόμων απαιτεί μια ασυνήθιστη πολιτισμική ομοιογένεια για να «αντέξει». Γιατί; Μήπως αυτό σημαίνει ότι η μετανάστευση θα αποτελούσε ένα πρόβλημα ιδιαίτερα οξύ για μια κοινωνία ατόμων;

Η κοινωνία των ατόμων αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως το απώτατο στάδιο της χειραφέτησης. Πρέπει να προσμετρήσουμε τι σημαίνει αυτό: η έσχατη αυθεντία δεν είναι πλέον η Θρησκεία, η Παράδοση ή το Κράτος, αλλά το ζων άτομο, προικισμένο με ίσα, αναφαίρετα και πρωταρχικά, δικαιώματα, και το οποίο καλείται ipso facto να απαλλαγεί από όλους τους κληρονομημένους, ανεπιθύμητους δεσμούς.

Επομένως, η πυραμίδα των αξιών αντιστρέφεται: δεν υπαγορεύει πλέον την ουσία των συμπεριφορών (τα πολιτισμικά «περιεχόμενα»), αλλά δημιουργεί το κατάλληλο κενό για την ελεύθερη επιλογή τους (τα διαδικαστικά «περιέχοντα»). Εξ ου και –χωρίς την παρεμβολή ενός τρίτου υπερκαθοριστικού παράγοντα– η γενίκευση των οριζόντιων μηχανισμών μετατροπής και εναλλαξιμότητας –της αγοράς, της σύμβασης, της επικοινωνίας–, βάσει των οποίων όλα τα περιεχόμενα της ατομικής ζωής μπορούν να είναι συμβατά και η βία να υποβιβάζεται σε «δευτερεύουσα είδηση» .

Ωστόσο, παρά την φαινομενική συνοχή του, αυτός ο ιδεότυπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα «υαλοπωλείο», ιδιαίτερα ευάλωτο σε οτιδήποτε δεν είναι αυτός ο ίδιος. Και αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους, οι οποίοι συνιστούν αντίστοιχες αντιφάσεις.

Ο πρώτος είναι ότι αυτή η συγκατοίκηση ατόμων, εξ ορισμού, απειλείται διαρκώς από το χάος. Για να μην βυθιστεί σε αυτό, απαιτεί την ιδιωτικοποίηση των προτιμήσεων και την εσωτερίκευση των απαγορεύσεων, εν ολίγοις, ένα υπερεγώ, το οποίο μπορεί να παραχθεί μόνο από μια ισχυρή πολιτισμική εγγύτητα και ωριμότητα.

Εγγύτητα και ωριμότητα που, πέρα από το στάδιο της κοινοτικής οργάνωσης, μπορούν να προκύψουν μόνο από μια μακρόχρονη κοινή διαδρομή, καθοδηγούμενη από το κράτος, περνώντας μέσα από την υπομονετική και επώδυνη διαμόρφωση του «κύκλου εμπιστοσύνης» που συνιστά το Έθνος, και στη συνέχεια την εδραίωση, όχι λιγότερο μακρόχρονη και οδυνηρή, της Δημοκρατίας: πρόκειται δηλαδή για τις υποχρεωτικές μεταβάσεις από τις οποίες προκύπτει η κοινωνία των ατόμων.

Χωρίς να ξεχνάμε το στάδιο του κράτους πρόνοιας το οποίο, ως εκσυγχρονισμένη μορφή του δώρου, απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης μεταξύ των συνεισφερόντων και των δικαιούχων. Εξ ου και ένα πρώτο παράδοξο που απαιτεί από την ομοιότητα και τον κομφορμισμό να είναι οι προϋποθέσεις της πολυμορφίας!

Δεύτερον, και γι’ αυτόν τον λόγο, η Ιστορία-Εξέλιξη μοιάζει με έναν ενάρετο διάδρομο, έξω από τον οποίο δεν πρέπει να βγει κανείς, αλλιώς κινδυνεύει να καταστρέψει τα πάντα. Αλλά, για να αποφύγει αυτές τις «ολισθήσεις», η Κοινωνία των ατόμων δεν διαθέτει παρά ένα «όπλο μονής βολής»: Εκείνο της επιτήρησης της γλώσσας –την «πολιτική ορθότητα»– ενορχηστρωμένο από το μηντιακό σύστημα επικοινωνίας και υποστηριζόμενο από ένα διαρκώς συντηρούμενο κλίμα φόβου και ενοχής. Αφού δεν μπορούμε να φυλακίσουμε τα σώματα, παραλύουμε τα πνεύματα, με διαταγές και απαγορεύσεις, που περνάνε από το κόσκινο του ευφημισμού και του περιφραστικού λόγου.

Αλλά αυτό το προληπτικό όπλο, σχετικά αποτελεσματικό βραχυπρόθεσμα, παθαίνει αφλογιστία όταν γίνεται ολοφάνερη η αναντιστοιχία ανάμεσα στην επιβαλλόμενη ιδεολογία και τη βιωμένη εμπειρία. Θεωρώ ότι έχουμε αγγίξει το σημείο της ρήξης, που αποτελεί –αν θέλουμε να το δούμε καθαρά, όπως εγώ το βλέπω–, μία από τις κύριες αιτίες της έξαρσης του «λαϊκισμού» στη Δύση.

Τέλος, κάτι άλλο, σίγουρα πιο υποδόριο. Αν και δημιούργημά του, η Κοινωνία των ατόμων έχει εμπλακεί σε έναν διαλεκτικό πόλεμο με το Εθνικό Κράτος, το οποίο προσπαθεί συστηματικά να το δυσφημεί προκειμένου να το εξημερώσει ευκολότερα. Αυτή η άρνηση της συνέχειας την οδηγεί σε ένα ύψιστο σφάλμα: ενώ το πρόγραμμά της έχει ως στόχο τον γενικό κατακερματισμό, κάνει μια εξαίρεση νομιμοποιώντας εκείνες τις μοριακές συσσωματώσεις, που ονομάζει «μειονότητες», αρκεί να συσπειρώνουν τα «θύματα» του καταπιεστικού κράτους, προκειμένου να αποζημιωθούν.

Ορισμένες από αυτές τις διεκδικήσεις –των φεμινιστριών ή των ομοφυλοφίλων, για παράδειγμα– παραμένουν στο πλαίσιο της Ιστορίας-Εξέλιξη. Άλλες όμως, όπως οι κοινοτιστικές διεκδικήσεις των πρώην αποικισμένων μεταναστών, ακολουθούν την αντίθετη κατεύθυνση και βάζουν σε κίνδυνο τις πορσελάνες του υαλοπωλείου.

Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι η Κοινωνία των ατόμων, έχοντας συνείδηση της ευθραυστότητας της, θα ξεκαθάριζε αυτό το ζήτημα. Όμως, όχι! Παγιδευμένη στα δόγματά της –την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον οριζόντιο χαρακτήρα του «σεβασμού», που ενίοτε χαρακτηρίζεται διατομεακός…–, βάζει όλα τα «θύματα» στον ίδιο σάκο και πολυβολεί διττά τα πόδια της: Πρώτον, με το να ανοίγει την πόρτα της σε πληθυσμούς των οποίων ο τρόπος ζωής είναι σε χρονική αναντιστοιχία με τον δικό της, και στη συνέχεια με το να τους ανέχεται να ανασυσπειρώνονται στη βάση αυτών των αναχρονιστικών προτύπων.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Έχοντας προσελκυσθεί στη Γαλλία στη βάση των δικαιωμάτων που παρέχει η Κοινωνία των ατόμων, ένα σημαντικό τμήμα των μεταναστών δεν αναγνωρίζεται σε αυτήν. Όχι μόνο δεν έχουν, εξ ορισμού, ακολουθήσει την ίδια ιστορική διαδρομή με τους γηγενείς, όχι μόνο είναι απαλλαγμένοι από τον ενοχοποιητικό λόγο που απευθύνεται στους τελευταίους, όχι μόνο αυτός ο λόγος τους παρέχει, σαν σε αντικατοπτρισμό, ένα άνευ όρων καθεστώς διωκόμενου, αλλά καταφθάνουν φορτωμένοι με βαριές αποσκευές, από τις οποίες δεν σκοπεύουν να απαλλαγούν.

Είτε πρόκειται για ετερονομία, για ενδογαμία, για μνησικακία, για εναλλακτικό εθνικισμό είτε για δυσλειτουργικές χρήσεις, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, κληροδοτημένα από τις κοινωνίες προέλευσης, είναι ένα αγκωνάρι που ρίχνεται στο έλος του ειρηνευμένου μας ατομικισμού.

Εν ολίγοις, οι εκτός Ευρώπης μετανάστες εισάγουν τη συλλογική τους «πληρότητα», εκεί όπου η Κοινωνία των ατόμων αντιπαραθέτει το ατομικό «κενό». Ενώ το εθνικό κράτος κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αίσθημα του ανήκειν, το οποίο του επέτρεπε να δέχεται τον ξένο με τους δικούς του όρους (αφομοίωση), η κοινωνία των ατόμων, στερημένη από αυτή τη γραμμή άμυνας, υποδέχεται όλο τον κόσμο στη βάση συμμετρικών δικαιωμάτων («ελάτε όπως είστε»), ελπίζοντας αφελώς ότι το καλύτερο θα ακολουθήσει (ενσωμάτωση).

Ωστόσο, αυτό που καταδεικνύεται από ένα σημαντικό ποσοστό των νεοεισερχομένων είναι το αντίθετο: μια συσσώρευση αναλλοίωτων χασμάτων, και μάλιστα αυξανόμενων για ορισμένους, τα οποία μας αποκαλύπτουν ότι οι παγκοσμίων αξιώσεων αξίες μας δεν είναι καθολικεύσιμες στο παρόν στάδιο (εξ ου και ο διαχωρισμός).

Το χειρότερο είναι ότι κλονίζεται αυτό το ελάχιστο θεμέλιο της κοινής ζωής, που είναι η κοινωνική εμπιστοσύνη, βάση κάθε αλτρουισμού και κάθε συνεργασίας πέρα από το οικογενειακό κύτταρο. Αφενός, οι εισαγόμενες κοινότητες περιορίζουν το πεδίο της αξιοπιστίας στους δεσμούς αίματος. Αφετέρου, οι απρόσωποι μηχανισμοί αυτορρύθμισης, στους οποίους εγκαταλείπεται η κοινωνία των ατόμων, δεν δημιουργούν καμία αίσθηση εμπιστοσύνης καθεαυτοί, παρότι την έχουν απόλυτη ανάγκη για να λειτουργήσουν: πρόκειται εδώ για ένα άλλο μείζον δίλημμα, το οποίο μέχρι στιγμής ξεπερνιόταν όπως-όπως, αντλώντας από τα συναισθηματικά και ηθικά αποθέματα που είχε κληροδοτήσει το Εθνικό Κράτος, που μεταβλήθηκε σε Έθνος, τα οποία όμως, ελλείψει ανανέωσης, εξαντλούνται με μεγάλη ταχύτητα.

Και ακόμα πιο σοβαρό ζήτημα συνιστά το γεγονός πως μια τέτοια συνύπαρξη μεταξύ κοινοτιστικών και ατομικιστικών σχηματισμών, χωρίς κάποιον αναγνωρισμένο διαμεσολαβητή, όχι απλώς υπονομεύει την εμπιστοσύνη, αλλά δημιουργεί αυθόρμητα δυσπιστία, διότι δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των δύο, όπως κατέδειξαν με αμείλικτη ενάργεια οι εργασίες του Ρόμπερτ Πάτναμ (Robert Putnam).[7]

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η πως κοινωνία μας βυθίζεται σε τρομακτικές αντιθέσεις. Από θέση αρχής ανοιχτή σε εξωτερικές ροές κάθε προέλευσης, απαιτεί επίσης έναν ισχυρό πολιτισμικό κομφορμισμό για να μην εκραγεί.

*Επιμένετε στην «πολιτισμική απόσταση», μια φράση η οποία παραμένει απαγορευμένη όσον αφορά τη μετανάστευση. Γιατί είναι καθοριστική; Γιατί οι πολιτισμικές διαφορές δημιουργούν κατ’ ανάγκην συγκρούσεις;

Πράγματι. Θεωρώ αυτή την έννοια της «πολιτισμικής απόστασης» απείρως πιο κατάλληλη, για να κατανοήσω τι μας συμβαίνει, από τον επίσημο λόγο που προτιμά την έννοια της «πολυμορφίας», δηλαδή το θαύμα εκείνο με το οποίο η διαφορετικότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει σε σύγκρουση.

Για να πούμε την αλήθεια, πρόκειται για ένα ζήτημα κοινής λογικής, ένα κριτήριο στο οποίο προσπαθώ να αγκιστρωθώ παρά τις όποιες αντιξοότητες. Είναι, άραγε, λογικό να πιστεύουμε ότι Σκανδιναβοί λογιστές και πολεμιστές Παστούν, Βρετανοί εργάτες και Σομαλοί βοσκοί είναι ικανοί να συγκροτήσουν κοινωνία, να ζουν αρμονικά, να ενθαρρύνουν την ανάμειξη των παιδιών τους; Η απάντησή μου είναι ‘όχι’, αλλά τα ισχύοντα δόγματα μας ψιθυρίζουν, όπως ο υποβολέας στο θέατρο, ότι πρέπει να απαντήσουμε ‘ναι’.

Κατά την άποψή μου, η «πολιτισμική απόσταση», με την ευρεία έννοια, καλύπτει τους δύο τύπους ποιοτικών διαφορών που έχουν ήδη αναφερθεί: μεταξύ των τριών «μορφών» της συνύπαρξης και μεταξύ των «περιεχομένων» τους, πολιτισμικών υπό τη στενή έννοια.

Πράγματι, το τρίπτυχο της κολάσεως βρίσκεται πλέον επί το έργω στη χώρα μας, επιβεβαιώνοντας την τριμερή εξάρθρωσή της: μια κοινωνία των ατόμων, ιδεολογικά κυρίαρχη, μέσα στην οποία εντάσσεται με χαρά η παγκοσμιοποιημένη ολιγαρχία, που υποτίθεται ότι μας καθοδηγεί· ένα Εθνικό Κράτος, στη θέση του ηττημένου, του οποίου όμως ο συμβολισμός παραμένει πολύ σημαντικός για τους ντόπιους και τους αφομοιωμένους μετανάστες· τέλος κοινότητες ολοκληρωτικά εισαγόμενες, με τις οποίες παραμένει συνδεμένη μια πλειοψηφία μεταναστών.

Η πιο τοξική όψη αυτής της σύμφυρσης είναι το γεγονός πως τα συντρίμμια του εθνικού κράτους έχουν γίνει ένα παρά φύση «σάντουιτς», ανάμεσα στα δύο άλλα στρώματα, θεωρητικά τα πιο αντίθετα μεταξύ τους, που αντικειμενικά όμως συνεργούν προκειμένου να εξοντώσουν «αυτόν τον άτριχο, αυτόν τον ψωριάρη, που μας έφερε όλα τα κακά»[8]. Εξωφρενικός συνασπισμός, που συγκροτήθηκε κουτσά-στραβά πάνω στο ζήτημα της απόρριψης των διακρίσεων έναντι των «μειονοτήτων» και του αντιρατσισμού, σε ένα πολύ ευρύ φάσμα, του οποίου όμως η σημαντικότερη επίπτωση είναι η εκ των προτέρων καταδίκη κάθε πολιτικής αναγέννησης.

Όσον για την ασυμφωνία των «περιεχομένων», αυτή αναφέρεται συγκεκριμένα, όπως είπα, στις «κουλτούρες» και τους «πολιτισμούς» που μεταφέρουν αυτά τα τρία στρώματα. Με τη λέξη «κουλτούρα» εννοώ τους χιλιόχρονους τρόπους πίστης, σκέψης, συμπεριφοράς που συγκρατούν σε ενιαίο σύνολο τους φορείς της Ιστορίας-Γεγονός και με τους οποίους τελικά ταυτίζονται. Αυτοί οι συλλογικοί κώδικες, μπορεί να μην είναι αναλλοίωτοι, ωστόσο έχουν μεγάλη συγκολλητική ισχύ, που τους επιτρέπει να αντιστέκονται στον χρόνο. Γι’ αυτό και, στην ουσία, η έκφραση «πολιτισμική απόσταση» είναι ακόμη πιο εύστοχη στο βαθμό που έχει χαρακτηριστικά πλεονασμού.

Αν και δεν μπορεί να μετρηθεί επιστημονικά, αυτή η απόσταση μπορεί να συγκριθεί. Εξ ου και αυτές οι κοινοτοπίες που αισθανόμαστε ντροπή να διατυπώνουμε. Το ότι, για παράδειγμα, οι μετανάστες του πρώτου κύματος βρίσκονταν πολιτισμικά «πιο κοντά» στους ντόπιους, σε σύγκριση με αυτούς των επόμενων κυμάτων, επειδή, πρέπει να το υπενθυμίσουμε, το χάσμα είναι ελάχιστο στο εσωτερικό μιας ίδιας «πολιτισμικής» περιοχής δηλαδή, ενός χώρου που συνενώνει κουλτούρες που μοιράζονται την ίδια γενεαλογία και της οποίας η πρώην χριστιανική Δύση, το αραβικό ισλάμ ή ο κινεζικός κόσμος προσφέρουν ολοκληρωμένα παραδείγματα.

Εξάλλου, ανάμεσα σε αυτές τις οντότητες, οι αποστάσεις μπορούν να μεταβάλλονται. Έτσι, στη σύγχρονη εποχή, η Δύση και η Ασία, αν και αντίπαλοι, μοιράζονται μια ευρύτερη κοινή βάση από ό,τι με το αραβικό ισλάμ: αυτό το πιστοποιεί η αξιοθαύμαστη επιτυχία της σινο-βιετναμέζικης μετανάστευσης.

*Το ισλάμ, όντας μια θρησκεία που ασκείται από πολλούς ανθρώπους με μεταναστευτικό υπόβαθρο, αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα γι’ αυτή την πολιτισμική απόσταση;

Προφανώς, το ζήτημα του ισλάμ, το οποίο είναι ο σημαιοφόρος της ανατροφοδότησης της Άρνησης, συνιστά έναν κεντρικό άξονα της πολιτισμικής ασυμφωνίας, ένα ζήτημα που έχετε πραγματευθεί αρκετά στις στήλες σας ώστε δεν χρειάζεται να επιμείνουμε. Ας πούμε απλώς ότι πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια θρησκεία που δεν μοιάζει με καμιά άλλη, διότι αμφισβητεί έντονα τον κόσμο όπως αυτός εξελίσσεται, τόσο στη Δύση, όπου έχει εισαχθεί, όσο και στον Δεύτερο Κόσμο, όπου παρουσιάζεται ως η μόνη εναλλακτική παγκοσμιοποίηση που αξίζει αυτό το όνομα: δεν είναι τυχαίο ότι στο 85 με 90% των θερμών κρίσεων, εμπλέκονται μουσουλμάνοι.

Νεανική και δυναμική, αλλά ταυτόχρονα αρχαϊκή και φονταμενταλιστική, δεν είναι πλέον, αν ήταν ποτέ, το αντίστοιχο του χριστιανισμού, που προήλθε από το ίδιο ελληνο-λατινικό καλούπι με τον αντίπαλο αδελφό του, το Εθνικό Κράτος, και στο οποίο προσαρμόστηκε τέλεια η εκκοσμίκευσή μας.

Γνωρίζουμε ότι το ισλάμ δεν αρκείται στην εσώτερη πίστη, αλλά απαιτεί ενοποιητικές συμπεριφορές, ορατές στον δημόσιο χώρο, η τήρηση των οποίων επιτηρείται κοινωνικά ενώ κάποιες από αυτές –η γυναικεία ενδογαμία, η απαγόρευση της αποστασίας– ολοκληρώνουν την κοινοτιστική περιχαράκωση. Αυτή η αλληλοεπικάλυψη δημόσιου και ιδιωτικού χώρου το καθιστά όχι μόνο ένα επιδεικτικά φανερό κέντρο συλλογικής ετερονομίας, σε μετωπική αντιπαράθεση με τον περιβάλλοντα ατομικισμό, αλλά επίσης, σε παγκόσμια κλίμακα, έναν ιστορικό παράγοντα πρώτου μεγέθους που αναζητά εκδίκηση.

Αυτός είναι ο λόγος που φοβούμαι ότι το ισλάμ «της Γαλλίας» δεν είναι παρά μια ιδεοληψία, αφού το ισλάμ «στη Γαλλία» αναπαράγει, στο διηνεκές, όλες τις πτυχές και απογοητεύσεις μιας ανικανοποίητης πίστης και ενός ανικανοποίητου νόμου.

*Αυτό το ζήτημα της «πολιτισμικής απόστασης» δεν περιστρέφεται τελικώς γύρω από το κλασικό πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ποσότητας και ποιότητας;

Πράγματι, γνωρίζουμε διαισθητικά ότι, για ορισμένα «μη επεκτάσιμα» μεγέθη, στα οποία ανήκει η μετανάστευση, μια αύξηση της ποσότητας προκαλεί ποιοτικά άλματα. Εξ ου και η έννοια του «κατωφλίου», που έχει γίνει ταμπού, αλλά που επίσης αποπνέει κοινή λογική: πέρα από μια κρίσιμη μάζα, οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν και αυτό που πριν ήταν δυνατό δεν είναι πλέον μετά. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η άφιξη ενός Αφγανού μετανάστη σε 100 χωριά των 1.000 κατοίκων έχει τον ίδιο αντίκτυπο με την εγκατάσταση 100 Αφγανών σε ένα μόνο από αυτά τα χωριά ή ότι τα «οφέλη της διαφορετικότητας» υπακούουν στον νόμο της αυξανόμενης αποδοτικότητας, που θα σήμαινε ότι η είσοδος 200 μεταναστών στο ίδιο χωριό θα διπλασίαζε τα οφέλη;

Όταν ξεπεραστούν τα όρια «ανοχής» (Φρανσουά Μιτεράν), όπως συμβαίνει σε ορισμένες περιοχές της επικράτειας, ό,τι είναι να συμβεί θα συμβεί. Αναπόφευκτα μπαίνει σε κίνηση μια καταστροφική ακολουθία – παντού η ίδια. Η «πολιτισμική απόσταση», που παροξύνεται από τη φυσική εγγύτητα, γεννάει τη δυσπιστία. Όλοι απομακρύνονται. Ο διαχωρισμός είναι γεγονός. Τα σύνορα, τα οποία έχουν σχετικοποιηθεί στα εξωτερικά όρια τους, ανασυστήνονται, πολύ πιο άκαμπτα, στο εσωτερικό.

Εκατοντάδες θύλακες σχηματίζονται παίρνοντας την όψη του «δέρματος λεοπάρδαλης». Ακολουθούν βίαιοι αγώνες για τον έλεγχό τους. Το περιορισμένο μέγεθος αυτών των θυλάκων, ο εγκλεισμός τους, η παραίτηση του κράτους ανοίγουν τον δρόμο σε μια αντιστροφή της κοινωνικής πίεσης, προς όφελος των μειονοτήτων, που διέπονται από τον νόμο των ισχυρότερων, που είναι οι νέοι άνδρες.

Αυτές οι μειονότητες είναι νεοφώτιστες, όταν εκμεταλλεύονται την ανοργανωσιά του σουνιτικού ισλάμ για να εγκαταστήσουν την πλειοδοσία των πιο φωνακλάδων και την πανοπτική επιτήρηση των άλλων, σύμφωνα με το παλιό καλό ρητό «cujus regio, ejus religio[9]». Είναι επίσης παραβατικές, και βρίσκονται σε προνομιακή θέση για να χρησιμεύσουν ως μεσάζοντες μεταξύ των παραγωγών ναρκωτικών στον Δεύτερο Κόσμο και των καταναλωτών στον Πρώτο.

Ωστόσο, με εξαίρεση τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, τη μοναδική δύναμη που είναι οργανωμένη σε εθνικό επίπεδο, και τους σαλαφιστές, που δρουν σε τοπικό επίπεδο, οι μειονότητες αυτές είναι αδόμητες και εμπιστεύονται τις παραδεδομένες μορφές κοινωνικής ζωής που είναι η διευρυμένη οικογένεια και, όταν αυτή αποσυντίθεται, η συμμορία.

*Θα πρέπει να φοβόμαστε, όπως είχε αναφέρει ο Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ σε ιδιωτικές συνομιλίες, μια πιθανή «διάσπαση»;

Προς το παρόν, η βία, που επιδιώκει να διεκδικήσει την εξουσία από το κράτος που είναι πεσμένο καταγής, δεν αναπτύσσεται σύμφωνα με το σχήμα «ο ένας συνασπισμός εναντίον του άλλου», αλλά με τον διάχυτο και αναρχικό τρόπο του «πολέμου όλων εναντίον όλων», χαρακτηριστικό της φυσικής κατάστασης, του πιο πρωτόγονου σταδίου της Ιστορίας-Γεγονός. Εντούτοις, σύντομες αλλά συχνές συλλογικές εκρήξεις, οι οποίες κατευθύνονται κυρίως κατά των δυνάμεων και των συμβόλων της τάξης, λαμβάνουν τη μορφή ταραχών, αντάρτικων ενεργειών χαμηλής έντασης ή τρομοκρατικών επιθέσεων (οι οποίες, ακόμη και όταν είναι ατομικές, αντανακλούν μια παγκόσμια τάση του ισλάμ).

Τότε φεύγουμε από τη στήλη «δευτερεύουσες ειδήσεις» για να εισέλθουμε σε μια νέα φάση, εκείνη του επίφοβου περάσματος στο «δίπλα-δίπλα» ή στο «πρόσωπο με πρόσωπο». Διότι η προτροπή που προέρχεται από τους θύλακες καταλήγει να διαμορφώσει «διασπορές», τις οποίες οι απαισιόδοξοι, όπως εγώ, θεωρούν πιθανές βραδυφλεγείς βόμβες, αν δεν γίνει κάτι για να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός τους.

Ο ρυθμός απορρόφησης των μεταναστών στην Κοινωνία των ατόμων γίνεται αντιστρόφως ανάλογος με το μέγεθος τους.

Οι διασπορές –η λέξη εισάγεται σταδιακά στο επίσημο λεξιλόγιο– είναι αυτές οι οντότητες ξένης προέλευσης, τα μέλη των οποίων, ακόμη και όταν έχουν γαλλική ιθαγένεια, αρνούνται να αφομοιωθούν ή ακόμη και να ενσωματωθούν στη χώρα υποδοχής, παραμένοντας παράλληλα προσκολλημένες στις κοινότητες και τις χώρες καταγωγής, καθώς και στον τρόπο ζωής τους. Και, πέρα από ένα ορισμένο επίπεδο, αυτοί οι σκληροί πυρήνες αυτο-τροφοδοτούνται: Δημιουργούν πρόσθετες ροές μέσα από τον νομικό αυτοματισμό, διευκολύνουν τις αφίξεις προσφέροντας οικείες δομές υποδοχής, δημιουργούν δημογραφικά πλεονάσματα μεγαλύτερα από τον μέσο όρο και, πάνω απ’ όλα, όταν φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος, διογκώνονται από κατακράτηση ή αντίστροφη ώσμωση.

Όλο και περισσότερο αυτάρκεις, εδαφικά συμπαγείς, παρέχουν στις κοινότητες τα βασικά συστατικά τους στο πιάτο: την ενδογαμία, την αλληλο-επιτήρηση, τη διαγενεακή μεταβίβαση. Έτσι, οι διασπορές, από τη στιγμή που θα συγκροτηθούν, εμφανίζονται ως ενισχυτές της απόκλισης χωρίς δυνατότητα ανάκλησης: Όντας προϊόν μιας αποκλίνουσας μετανάστευσης, την παράγουν με τη σειρά τους. Έτσι ώστε ο ρυθμός απορρόφησης των μεταναστών στην Κοινωνία των ατόμων να γίνεται αντιστρόφως ανάλογος με το μέγεθός τους.

Με ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας, αυτές οι κύστεις πολιτισμικής αυτάρκειας έχουν την τάση να αυξάνονται χωρίς ανάσχεση, εάν η πολιτική δεν παρέμβει απέναντι σε αυτό το φαινόμενο. Αυτό συμβαίνει εδώ και 50 χρόνια.

Πώς λοιπόν δε μπορούμε να διακρίνουμε τα σημάδια μιας αναδυόμενης ανησυχητικής αντι-αποικιοποίησης; Επειδή αυτό που ξεχωρίζει τον έποικο είναι ότι κουβαλάει μαζί του το πρότυπο της κοινωνίας του, με σκοπό να το αναπαραγάγει, ενώ ο κλασικός μετανάστης αρκείται στο να αναζητά μια καλύτερη ζωή σε μια κοινωνία στην οποία πρέπει να προσαρμοστεί.

Επιτρέψτε μου μια τελευταία παρατήρηση. Η συσσώρευση CO2 στην ατμόσφαιρα αποτελεί ένα επίσης μη συρρικνώσιμο μέγεθος, υποκείμενο σε σταδιακές αυξήσεις οι οποίες, μετά από ένα ορισμένο όριο, έχουν βλαβερές επιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να προλάβουμε με πολιτικές αποφάσεις. Γιατί, στη μία περίπτωση, κινητοποιούμε έναν όλο και εντυπωσιακότερο κόκκινο συναγερμό ενώ, στην άλλη, που όμως δεν είναι λιγότερο προβληματική, αφήνουμε τα πράγματα να κυλούν αδιατάρακτα;

Αυτή η αντιμετώπιση, με «δύο μέτρα και δύο σταθμά», δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν, ενώ είναι προφανές ότι, και στις δύο περιπτώσεις διακυβεύεται η επιβίωση αναντικατάστατων οικοσυστημάτων.

*Ορίζετε την αφομοίωση ως μία «μορφή ασύμμετρης επιβολής». Θα μπορούσατε να διευκρινίσετε αυτή τη διατύπωση;

Η αφομοίωση είναι ταυτόχρονα μία πράξη και μία κατάσταση. Είναι ασύμμετρη υπό την έννοια ότι, σε αντίθεση με την ενσωμάτωση και, a fortiori, με αυτές τις περίεργες έννοιες της ένταξης ή της συμπερίληψης –που αποτελούν συνώνυμα της απόσχισης– τοποθετεί ολόκληρο το βάρος της πολιτισμικής προσαρμογής τους ώμους του μετανάστη, από τον οποίο απαιτείται μία άνευ όρων προσχώρηση στη νέα του πατρίδα, τα ήθη της και τα πολιτισμικά «περιεχόμενά» της, ακόμα και την ιστορία της, έστω και αν τον οδηγεί σε δυσαρμονία με τους προγόνους του.

Πολύ ειλικρινά, αυτή η προσπάθεια, στην οποία συναίνεσαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία όσοι έφθασαν με το πρώτο ευρωπαϊκό κύμα, θεωρώ ότι δεν είναι πλέον εφαρμόσιμη παρά μόνο από μια πολύ μικρή μειοψηφία, η οποία ξέχασε να συγχρονίσει το ρολόι της. Διότι, σήμερα, όλα συνωμοτούν για να την αποκλείσουν.

*Με ποιον τρόπο η κοινωνία μας καθιστά αδύνατη την αφομοίωση;

Η αφομοίωση είναι μια μορφή επιλογής, υπό την έννοια ότι η χώρα υποδοχής, που έχει τον έλεγχο της πολιτικής της, έχει πάντα την τελευταία λέξη. Προϋποθέτει επίσης ότι η χώρα αυτή διαθέτει ένα βιώσιμο σημείο στήριξης, είναι υπερήφανη για τον εαυτό της και σίγουρη για το μέλλον της. Πράγμα που, όπως μαντεύουμε, σκιαγραφεί το πορτρέτο του Εθνικού Κράτους στο απόγειό του.

Όμως, αυτό έχει πέσει από το βάθρο του: απονομιμοποιημένο, ακόμα και απαξιωμένο από την Κοινωνία των ατόμων, έχει χάσει το γόητρο και την ακτινοβολία που το καθιστούσαν ισχυρό πόλο έλξης. Το έχω ήδη πει: η κοινωνία των ατόμων, διατηρώντας από τη γαλλική διαχρονία μόνο αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αρνητικά, άνοιξε τον δρόμο των ενδογαμικών διασπορών, ενώ οι πραγματικά μικτοί γάμοι αποτελούσαν πάντα τη βασιλική οδό της αφομοίωσης.

Αφού κατακυρώθηκε ως κάτι το απεχθές, η αφομοίωση δεν κινητοποιεί πλέον καμιά δημόσια δράση. Αντιθέτως, ο βέλτιστος στόχος του συστήματος έχει γίνει η ενσωμάτωση δηλαδή, όπως προείπα, μια έννοια που αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην προσπάθεια να επιλυθεί το ζήτημα των Μαύρων. Στη Γαλλία, παρουσιάζεται ως η ιδανική φόρμουλα που επιτρέπει στους μετανάστες και τους απογόνους τους να δημιουργήσουν μια ειρηνευμένη σχέση με την Κοινωνία των ατόμων, η οποία γίνεται νοητή σαν μεγάλη επιχείρηση, στην οποία αρκεί να τηρούμε τον εσωτερικό κανονισμό για να ενταχθούμε μέσω της απασχόλησης.

Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται πλέον για μια πλήρη και συνολική προσχώρηση, αλλά για μια λιγότερο φιλόδοξη διαδραστική σύμβαση, η οποία επιτρέπει τη διατήρηση δεσμών με την κουλτούρα προέλευσης, την χωρίς συμπλέγματα άσκηση της εισαγόμενης θρησκείας και την επιλογή συζύγου μέσα από την κοινότητα (καθώς και τα ονόματα των παιδιών), με το άλλοθι των «αξιών της Δημοκρατίας», αναθεωρημένων και διορθωμένων κατά το δοκούν.

Το πρόβλημα με αυτή τη «λύση» είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν καταργεί τα μη διαπραγματεύσιμα χάσματα, αλλά πιστεύει ότι θα τα υπερβεί μέσω του νόμου και της οικονομίας.

Όπως σας είπα, είναι υπερβολικά μεγάλο το ρίσκο να θεωρήσουμε δεδομένο αυτό το θαύμα. Εξάλλου, η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τις αμφιβολίες και τους φόβους: γιατί, η ένταξη, όπως την ορίζω, μπορεί να έχει γνωρίσει πολλές επιτυχίες, ωστόσο δεν συνιστά πανάκεια και αφήνει, κατά τη γνώμη μου, στο περιθώριο τους μισούς περίπου μετανάστες και τους απογόνους τους, είτε επειδή δεν έχουν τα προσόντα για να ενταχθούν μέσω της εργασίας είτε γιατί δεν μπορούν ή δεν το θέλουν.

Αυτή η τελευταία κατηγορία είναι εκείνη που αποτελεί τους ασυμβίβαστους πυρήνες των διασπορών, οι οποίοι υπεραντιπροσωπεύονται μεταξύ των νέων, των ανδρών, των μουσουλμάνων, των παραβατικών, και συγκεντρώνονται σε θύλακες, όπου αυτές οι αποφασισμένες μειοψηφίες καταλαμβάνουν την εξουσία, περιμένοντας καλύτερες μέρες. Διότι, αν αφήσουμε τα πράγματα να πάρουν αυτόν τον δρόμο, φοβούμαι ότι αυτές οι ομάδες, που ευνοούνται από την αυθόρμητη διαστολή των διασπορών, θα ενισχυθούν εις βάρος των ενταγμένων και, κατά μείζονα λόγο, των αφομοιωμένων.

*Είστε βαθύτατα απαισιόδοξος;

Η προσωπική και επαγγελματική μου ζωή ήταν εξ ολοκλήρου στραμμένη στο εξωτερικό, σε επαγγέλματα –διπλωματία, πληροφορία– όπου απαγορεύεται να παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Ένα πράγμα τουλάχιστον έχω διδαχθεί: τη γενική και συχνά τραγική αποτυχία των σχημάτων «πολυ-», δηλαδή το πρότυπο που επέβαλε τελικώς η πρόσφατη μετανάστευση στη Γαλλία. Απλώς θέλησα να εκφράσω την ανησυχία που μου ενέπνευσε αυτή η μακρόχρονη εμπειρία.

Όντως, πιστεύω ότι, μετά από 50 χρόνια μαζικής εισροής πληθυσμών από τον Δεύτερο Κόσμο, η διανοητική εντιμότητα μας υποχρεώνει να διαπιστώσουμε ότι οι μεταναστευτικές ροές έχουν δημιουργήσει απείρως περισσότερα προβλήματα από όσα έχουν επιλύσει, ακόμα και στο πεδίο της οικονομίας, που συχνά προβάλλεται για να την δικαιολογήσει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι τουλάχιστον εκπληκτικό το γεγονός ότι, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν μια ιδεολογία, οι κρατικές πολιτικές περιορίζονται στο να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες, χωρίς ποτέ να τολμούν να αναζητήσουν την αιτία.

Είναι πραγματικά σοβαρή αντιμετώπιση να προσποιούμαστε ότι ενεργούμε ενάντια στην κοινοτιστική περιχαράκωση, τον διαχωρισμό, τον ισλαμισμό, την κατάτμηση, την απόσχιση, και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, χωρίς να εξετάζουμε καν τη δυνατότητα περιορισμού της μετανάστευσης («ανάσχεση») και μείωσης των διασπορικών «αποθεμάτων», στη συσσώρευση των οποίων αυτή συνέβαλε («roll back»);

Στην ομιλία μου προς τα μέλη του Ιδρύματος Res Publica, παρουσίασα περίπου τριάντα μέτρα προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις. Αυτές οι προτάσεις σίγουρα μας βγάζουν από το πλαίσιο των μικρών συμβιβασμών και των μεγάλων εκταμιεύσεων, που ασκούνται επί του παρόντος, με τον ανομολόγητο στόχο να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο κλειστό το καπάκι της χύτρας. Ωστόσο, δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία και είναι απολύτως εφικτά.

Το «μειονέκτημά» τους όμως είναι ότι πρέπει να ακολουθήσουν το αντίθετο ρεύμα στον μεγαλειώδη ποταμό της Ιστορίας-Εξέλιξη για να βουτήξουν και πάλι στα επικίνδυνα κύματα της Ιστορίας-Γεγονός. Μια ηρωική στροφή, την οποία οι ηγέτες μας, όπως και οι προκάτοχοί τους, δεν φαίνονται έτοιμοι να την πάρουν. Σύμφωνα με τη ρήση, η Ιστορία θα κρίνει, αλλά φοβάμαι ότι η ετυμηγορία της θα είναι μάλλον αυστηρή.

———————–

Αυτή είναι η συντομευμένη εκδοχή της συνέντευξης διότι η εισήγηση του Μπροσάν, εξαιτίας της έκτασής της –πάνω από 30.000 λέξεις– είναι αδύνατο να αναπαραχθεί. Μπορεί κανείς να ανατρέξει σ’ αυτήν και διαδικτυακά: Pierre Brochand, Pour une véritable politique de l’immigration, 19 Ιουλίου 2019, www.fondation-res-publica.org. (Δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 21)

Παραπομπές

[1] Η Άρνηση είναι όρος του ισλάμ (Kufr στα αραβικά σημαίνει απιστία, αθεϊσμός, άρνηση) που υποδηλώνει κάθε άλλη πίστη εκτός του ισλάμ, ακόμα και την αθεΐα (σ.τ.μ.).

[2] Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Γαλλίας, το 1978, σύμφωνα με την οποία επετράπη και πάλι η επανένωση των οικογενειών των μεταναστών, που είχε ανασταλεί το 1977 (σ.τ.μ.). [G.I.S.T.I.: Groupe d’Information et de Soutien aux Immigrés (Ομάδα Πληροφόρησης και Υποστήριξης των Μεταναστών).]

[3] Μετά την ανεξαρτησία των πρώην γαλλικών αποικιών της Βορείου Αφρικής, οι κάτοικοι αυτών των χωρών είχαν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στη Γαλλία (σ.τ.μ.).

[4] Saint-Germain-des-Prés: Κεντρική συνοικία του Παρισιού, στην καρδιά του περίφημου Καρτιέ Λατέν, όπου συχνάζει η ελίτ των διανοουμένων και των καλλιτεχνών (σ.τ.μ.).

[5] Οι «Pieds Noirs» ήταν οι Γάλλοι έποικοι της Βόρειας Αφρικής, κατεξοχήν της Αλγερίας, που επεστρεψαν μαζικά στη Γαλλία μετά την ανεξαρτησία των βορειοαφρικανικών κρατών. Κατ’ αναλογίαν, αποκλήθηκαν «Pieds Rouges» οι Γάλλοι που πήγαν στην Αλγερία μετά την ανεξαρτησία της για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της χώρας και οι οποίοι, συχνά, μετά από τραυματικές εμπειρίες, επέστρεψαν και πάλι στη Γαλλία (σ.τ.μ.).

[6] Busing: πολιτική που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ βάσει της οποίας ευνοείται η μεταφορά στα σχολικά λεωφορεία μικτών πληθυσμών μαθητών, Λευκών και Μαύρων, ώστε να αποφεύγεται ο διαχωρισμός με βάση το χρώμα, δεδομένου ότι η φυλετική ομοιογένεια των συνοικιών οδηγούσε στη δημιουργία σχολείων αποκλειστικά με Λευκούς ή Μαύρους μαθητές (σ.τ.μ.).

[7] Βλέπε ανάμεσα στα έργα του τα, Bowling Alone: The Collapse and Revival of American Community (2000)· Better Together: Restoring the American Community (με τον Lewis M. Feldstein, 2003)· “E Pluribus Unum: Diversity and community in the twenty-first century”. Scandinavian Political Studies. 30 (2): 137–174· Our Kids: The American Dream in Crisis. 2015.

[8] «Ce pelé, ce galeux, d’où venait tout ( le ) mal»: Στίχος από τον μύθο του Λαφοντέν, «Les animaux malades de la peste» (Τα ζώα άρρωστα από πανούκλα) όπου τα σαρκοβόρα ζώα, με πρόσχημα το ότι ένας γαϊδαράκος «αμάρτησε» τρώγοντας λίγη χλόη, αποφασίζουν να τον κατασπαράξουν ως υπεύθυνο για όλα τα κακά, χρησιμοποιώντας τη σχετική έκφραση-ανάθεμα. Εδώ χρησιμοποιείται για να υποδείξει το κράτος στο οποίο επίσης φορτώνονται όλες οι «αμαρτίες» [σ.τ.μ.]

[9] «Όποιου το βασίλειο, αυτού και η θρησκεία» (σ.τ.μ.).

—————–

*Ο Pierre Brochand (1941-), διπλωμάτης καριέρας, πρέσβης της Γαλλίας, μεταξύ άλλων, στην Ουγγαρία, το Ισραήλ και την Πορτογαλία ενώ υπηρέτησε επί πολλά έτη στις ΗΠΑ καθώς και στον ΟΗΕ, ως αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος της Γαλλίας. Γενικός Διευθυντής Πολιτιστικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Υποθέσεων στο υπουργείο Εξωτερικών, Πρόεδρος του Δ.Σ. του Οργανισμού της Γαλλικής Εκπαίδευσης στο Εξωτερικό, τέλος γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Εξωτερικής Ασφάλειας (DGSE), από το 2002 έως το 2008. Το 2014 δημοσίευσε μαζί με τον Ρεζί Ντεμπρέ το βιβλίο L’Occident se meurt-il?

Πηγή: terrapapers.com

Μοιραστείτε το:
Tagged