Έχασε η Βενετιά Βελόνι… Τι θα κάνουμε τώρα… χωρίς «Ντιμπέιτ» αρχηγών;

Πολιτικοί
Μοιραστείτε το:

ΔΕΝ με νοιάζει που δεν θα γίνει debate και ιδού γιατί

Την επικαιρότητα απασχολεί από το πρωί σήμερα, η είδηση της μη συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων για την πραγματοποίηση “τηλεμαχίας”, του γνωστού “debate”, αφού έτσι εισήχθη – από το εξωτερικό – η έννοια στην Ελλάδα για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια την ελληνική λέξη και να ασκηθεί η γνωστή κριτική περί “ξενομανίας” κ.λπ. κ.λπ.

Από την άποψη της “ψυχαγωγίας” το θέαμα πολιτικών αρχηγών να “συγκρούονται” προσπαθώντας να κερδίσουν τις εντυπώσεις και να αυξήσουν με τον τρόπο αυτό τις πιθανότητές τους να σημειώσουν ένα καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα, αναλόγως των στόχων που έχουν τεθεί, δεν μου είναι αδιάφορο.

Εάν μάλιστα δεν υπάρχει και πολύ δουλειά, μπορεί να συνδυαστεί υπέροχα με συνάντηση φίλων, πίτσες, μπύρες, σουβλάκια και ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή (βλ. στομάχι) του καθενός, μαζί με αρκετά σχόλια και μπόλικη πλάκα, αφού το θέαμα, με βάση τα μέχρι στιγμής γνωστά, προσφέρεται και γι’ αυτό.

Ωστόσο, το επιχείρημα που με “κέρδισε”, ήταν το ότι τελικά με αφήνει παγερά αδιάφορο το αν θα διεξαχθεί μια τηλεμαχία ή περισσότερες, ανεξαρτήτως σύνθεσης (οι δυο κύριοι “μονομάχοι” ή το σύνολο των πολιτικών αρχηγών). Το γιατί, θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω…

Ο βασικότερος λόγος είναι διότι καταρχήν, έχω βαρεθεί τα πάντα στην Ελλάδα να παίζονται και να κρίνονται με όρους επικοινωνίας. Δηλαδή, κερδισμένος θα βγει ο καλύτερος ρήτορας, ο καλύτερος δικολάβος, ο περισσότερο επικοινωνιακά εύστροφος. Οπότε το ερώτημα είναι απλό: Είναι αυτά χαρακτηριστικά που θα μας εξασφάλιζαν έναν καλό και αποτελεσματικό πρωθυπουργό; Η δική μου απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι…

Αυτό σήμερα μπορεί να βολεύει, θεωρητικά μιλώντας και με σημαντικό περιθώριο σφάλματος, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, τον Αλέξη Τσίπρα, αν και οι ρητορικές ικανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπό την έννοια του πόσο ετοιμόλογος είναι, δεν τις λες και ευκαταφρόνητες.

Απλά, ο σημερινός πρωθυπουργός βρίσκεται μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών “με την πλάτη στα σχοινιά” και όλα δείχνουν πως μόνο κάτι πολύ θεαματικό θα μπορούσε να αλλάξει το σκηνικό οδηγώντας σε ανατροπή.

Αυτό θα μπορούσε να είναι μια τεράστια γκάφα του Κυριάκου Μητσοτάκη, η αποκάλυψη κάποιου σκανδάλου, εντός ή εκτός εισαγωγικών, αφού κι εδώ η επικοινωνιακή επίπτωση μετράει, όχι η ουσία. ή τέλος, μια θεαματική παρουσία του Αλέξη Τσίπρα σε ένα τηλεοπτικό τετ-α-τετ με τον διεκδικητή του πρωθυπουργικού θώκου από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της Νέας Δημοκρατίας.

Κι επειδή όλα όπως προαναφέρθηκε κρίνονται στο επίπεδο της επικοινωνίας, το μεν κίνητρο του Αλέξη Τσίπρα να επιθυμεί τη διεξαγωγή τηλεμαχίας είναι υψηλό, καθώς ακολουθεί με μεγάλη απόσταση στις δημοσκοπήσεις και αναζητά τρόπους να μειώσει αυτή τη διαφορά, ενώ αντιθέτως, το κίνητρο του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πολύ χαμηλό, ώστε να ελαχιστοποιήσει τα περιθώρια κάποιου σφάλματος που θα μπορούσε να απειλήσει αυτή την άνετη διαφορά που φαίνεται αν διατηρεί στον δρόμο προς τις κάλπες. Οπότε αναλόγως πορεύονται, πιθανότατα αλλάζοντας ρόλο μετά από μερικά χρόνια…

Όσον αφορά την ουσία της τηλεμαχίας, καθένας θα προσπαθεί να προβάλει αυτό που τον συμφέρει και ει δυνατόν να αποσιωπήσει όσα δεν είναι βολικά. Κατά κανόνα, σε τέτοιες συζητήσεις πολιτικών, την τιμητική της έχει η παρελθοντολογία, αλλά και η πλειοδοσία σε υποσχέσεις, παροχές και γενικά μεγάλα λόγια.

Όταν κατηγορούνταν ο κυβερνήτης για οτιδήποτε, πρώτη δουλειά του ήταν να επιχειρήσει να θυμίσει – πάντα με τη μέθοδο της μισή αλήθειας ασφαλώς – τι έκανε ο αντίπαλος όταν το κόμμα του βρισκόταν στην εξουσία, επιμένοντας χαρακτηριστικά, με στόχο είτε να ελαχιστοποιήσει χρονικά την απάντηση επί της ουσίας του ερωτήματος, είτε να την αποφύγει εξ ολοκλήρου.

Κάπως έτσι δεν την πάτησε η χώρα και οι Έλληνες, καθώς ακολούθησαν την κατανοητή από ψυχολογικής απόψεως τάση τους να πηγαίνουν εκεί που τους έταζαν τα περισσότερα, ασχέτως του αν η διάψευση των προσδοκιών ήταν όχι μόνο νομοτελειακή, αλλά και κατά βάθος το αντιλαμβάνονταν και αυτοί που ψήφιζαν με αυτό το στρεβλό κριτήριο.

Το χειρότερο όμως είναι, ότι αυτή η αλληλεπίδραση κοινωνίας και πολιτικών, διατήρησε – αν όχι εξέθρεψε περεταίρω – το φαινόμενο της υποσχεσιολογίας, ενώ αντίθετα, το εκλογικό σώμα αρνιόταν σταθερά ακόμα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να έλεγαν αλήθεια όσοι – αυτοκαταστροφικοί πολιτικά – προειδοποιούσαν ότι “το ταμείο είναι μείον” και ότι η εποχή που κόβαμε δραχμούλες και υποτιμούσαμε το νόμισμά μας για να καλύψουμε όσα μοιράζονταν προεκλογικά, έχει παρέλθει. Όσο τουλάχιστον η χώρα παραμένει στο ευρώ.

Κατά άλλα, ποιος ξεχνάει και τη δημοσιογραφική “πέννα” μετά τις τηλεμαχίες, να ασχολείται επισταμένως με τις ενδυματολογικές επιλογές των υποψηφίων, την προετοιμασία τους από επικοινωνιολόγους, τα κουτσομπολιά από τα παρασκήνια του ραδιομεγάρου της ΕΡΤ που τις φιλοξενούσε. Προς το τέλος λέγονταν και μερικές κουβέντες επί της ουσίας των λεγομένων, με στόχο βέβαια να διακριθεί η στρατηγική του κάθε κόμματος, όπως προέκυπτε με βάση τα λεγόμενα του προέδρου του.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους που είναι προϊόν όχι θεωρίας αλλά εμπειρίας και λόγω του ότι βασικό κριτήριο του ποιος θα γίνει πρωθυπουργός δεν μπορεί να αναδεικνύεται το ποιος είναι καλύτερος “παπατζής”, έχει καλύτερη εμφάνιση, είναι κοντός ή… αεράτος, γενικά αν “το έχει” περισσότερο από τον άλλο το παιχνίδι της δημοσιότητας, θα συνεχίσω να επιμένω ότι τα debate με αφήνουν αδιάφορο.

Όταν το πολιτικό σύστημα ωριμάσει, ασφαλώς μαζί με όλους εμάς, δηλαδή τον ελληνικό λαό και όταν όσοι διεκδικούν την ψήφο μας πετύχουν να έχουν επίπεδο αντιπαράθεσης όπως αυτό που επέδειξαν οι υποψήφιοι στον δήμο της Αθήνας στη δική τους τηλεμαχία (τουλάχιστον οι Κώστας Μπακογιάννης, Παύλος Γερουλάνος και Νάσος Ηλιόπουλος), τότε πιθανότατα θα το ξανασκεφτώ…

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΙΧΑΣ

Πηγή: defence-point.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged