Παλαιοντολογικό θαύμα: Βρήκαν «μωρό» γλυπτόδοντα στην Αργεντινή

Παλαιοντολογία
Μοιραστείτε το:

Μικρά παιδιά που έπαιζαν σε τουριστική παραλία της βορειοανατολικής Αργεντινής, στην Camet Norte, ανακάλυψαν κάτι παράξενο που αποδείχτηκε ότι ήταν σπανιότατο απολίθωμα ενός εξαφανισμένου είδους, του γλυπτόδοντα. Το εύρημα μάλιστα αφορά “μωρό” γλυπτόδοντα. Οι επιστήμονες δεν ξέρουν πώς έχασε τη ζωή του ο νεογέννητος γλυπτόδοντας (glyptodont, από τα ελληνική, γλυπτός και ὀδούς).

Το είδος του ήταν ένα θηλαστικό με γερή πανοπλία, συγγενές περισσότερο με τον αρμαντίλλο παρά με τη χελώνα και έζησε στην Πλειστόκαινο, με μέγεθος πάνω-κάτω ενός ημιφορτηγού. Πιστεύεται ότι οι γλυπτόδοντες είχαν ως κοιτίδα τη Νότιο Αμερική καθώς έχουν βρεθεί απολιθώματα στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη και στην Αργεντινή. Κατά τη μεγάλη μετανάστευση των ειδών, που συνέβη όταν ανυψώθηκε ο Ισθμός του Παναμά και ένωσε τις “δύο” Αμερικές, οι γλυπτόδοντες πέρασαν και στην Κεντρική Αμερική φτάνοντας μέχρι τη Γουατεμάλα.

Είχαν καλά ανεπτυγμένα δόντια και ήταν χορτοφάγοι. Η ουρά του ζώου αυτού ήταν πολύ ευέλικτη και είχε δακτύλιους, που σημαίνει ότι χρησιμοποιείτο ως όπλο στις μάχες της εποχής, είτε επιθετικά είτε αμυντικά. Χωρίς ιδιαίτερη βεβαιότητα ,οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο γλυπτόδοντας χρησιμοποιούσε την ουρά του κυρίως για να επιτεθεί και μάλιστα στο ίδιο του το είδος.

Συνυπήρξαν με τον άνθρωπο

Η ουρά του μπορούσε να σπάσει το καβούκι των ομοίων του. Οι μεταξύ τους μάχες αφορούσαν διεκδίκηση περιοχών και ζευγάρωμα. Oι γλυπτόδοντες είχαν μήκος γύρω στα 3-3,5 μέτρα και ύψος γύρω στο 1,5. Ζύγιζαν περίπου δύο τόνους και είχαν προβοσκίδα. Σε αντίθεση με τις χελώνες, είχε επιθετική ουρά (ή πάντως υπολογίσιμο όπλο) και δεν έχωνε το κεφάλι στο καβούκι του. Το γεγονός ότι οι χελώνες επιβίωσαν πάντως ενώ οι γλυπτόδοντες χάθηκαν, μάλλον δεν οφείλεται σε αυτή την τακτική άμυνας. Πώς ήταν ακριβώς το κέλυφός τους:

Εικάζεται ότι συνυπήρξαν με τον άνθρωπο για περίπου 4.000 χρόνια και ότι ο αφανισμός τους ήταν αποτέλεσμα κλιματικών αλλαγών και ανθρώπινων παρεμβάσεων. Υπάρχουν στοιχεία ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το καβούκι νεκρών γλυπτοδόντων ως “αντίσκηνο” για την κακοκαιρία ή και ως ασπίδα, καθώς είχε πάχος δύο με τρία εκατοστά. Μπορεί οι άνθρωποι και να έτρωγαν γλυπτόδοντες, καθώς το ζώο δεν είχε καθόλου καλή όραση στη διάρκεια της ημέρας και γινόταν παρά τον όγκο του εύκολο θήραμα.

Προτού καταλήξουν οι επιστήμονες να τους λένε γλυπτόδοντες, τους έλεγαν “οπλοφόρους” (hoplophorus) “χλαμηδοθηρία” chlamydotherium) και “σχιστόπλευρα” (schistopleuron) και παχύπους (pachypus), κάτι που διαβάζοντάς το σήμερα, προκαλεί μια μελαγχολία, για το πόσο σημαντική ήταν κάποτε η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Οι καιροί βέβαια έχουν γυρίσματα, αρκεί ένα είδος να αντέξει στις αναγκαίες προσαρμογές.

Πηγή: slpress.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged