Δημήτρης Κοντογιάννης: «ΚΥΡ ΑΣΤΥΝΟΜΕ, ΜΗ ΒΑΡΑΣ»!

Μουσική-Χορός
Μοιραστείτε το:

Εν αρχή είναι ένας όμορφος δίσκος με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών. Δεν είναι πρώτη φορά, που ο καλός φίλος από τα παλιά και εξαίρετος τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης επιστρέφει, αναβαθμίζει και αναβαθμίζεται στις πηγές της παράδοσης. Το έχει κάνει πολλάκις και με το δημοτικό τραγούδι. Δημοτικό και ρεμπέτικο είναι στοιχεία τού ρεπερτορίου του στο πάλκο. Έχουν μοναδικό τρόπο οι παλιοί τραγουδιστές (πώς περνάνε τα χρόνια; Παλιός και ο Κοντογιάννης! Παλιώνουμε ωραία, καιρός να ολοκληρώσουμε το έργο μας!) να προσεγγίζουν την μελωδική μας προίκα. Αυτό κάνει ο Δημήτρης στον νέο του δίσκο «Κυρ αστυνόμε, μη βαράς. Παραβατικά και ερωτικά ρεμπέτικα» (από τον «Καθρέφτη»). Ένας τροβαδούρος λέει για την παρέα του, δίχως ιδιαίτερες παιχτικές αξιώσεις σε αρκετά τραγούδια, πλην ποτέ μην προδίδοντας το παλιό τους πρότυπο, τραγουδάει ακριβώς όπως γλεντάμε λαϊκά. Κατά δεύτερο, μου έκαμε την τιμή να πω δυο λόγια για την δουλειά του στην παρουσίαση, που έγινε στον υπαίθριο χώρο στο Μοναστηράκι, κοντά στην πλατεία Αβησσυνίας, άλλα δείγμα χαρακτηριστικό κι αυτό της παρέας, που γλεντά χύμα. Χύμα γιοματάριι ο δίσκος του Κοντογιάννη. Αν και υπάρχει στο διαδίκτυο αναρτημένη η ομιλία μου και όλη η εκδήλωση, την καταθέτω εδώ στην τελική της μορφή, επειδή scripta manent…

του Ηλία Βολιότη Καπετανάκη

Εξ αρχής να το πούμε καθαρά γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, ενίοτε και…εχθρούς! Κυνικά: Δεν θεωρώ τον Δημήτρη Κοντογιάννη επανεκτελεστή ρεμπέτικων ή δημοτικών τραγουδιών, πολύ περισσότερο της κλαψιάρικης και χυδαίας υποκουλτούρας της δεκαετίας 1956-1970, όσο και αν ξέρω ότι ο ίδιος λατρεύει όσο κανείς τον… Ακατανόμαστο! Για αυτό κι εγώ του κάνουν εδώ και πάνω από 15 χρόνια πλάκα: Σε συγχωρώ, Δημητράκη, γιατί εσύ τα λες καλύτερα από εκείνον, τουλάχιστον δεν κλαις γοερά! Είναι γνωστόν ότι μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγονται οι μεγάλες αλήθειες, όσο κι αν ο Κοντογιάννης απαντά γελώντας: Μη λες τέτοια, Ηλία, θα φάμε ξύλο! Ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι από τους μεγάλους σύγχρονους τραγουδιστές με πληθωρικό και εξαίρετο έργο. Πιστεύω ότι στόλισε με την φωνή του περί τα 40 μοναδικά τραγούδια νεώτερων λαϊκών δημιουργών, τα οποία είμαι σίγουρος ότι θα τ’ αποδελτιώσει ο πανδαμάτωρ χρόνος. Θα τα καταγράψει στο σχετικά διαχρονικό του ανθολόγιο της ελληνικής λαϊκής μουσικής.

Ο φίλος μου ο Δημητράκης (το υποκοριστικό, όπως στην Σμύρνη, δείγμα φιλίας και τρυφερότητας) είναι διασκεδαστής, χαροκόπος, γλεντιστής και παιχνιδιάτορας. Παρέα -ρεπερτόριο-πάλκο-δισκογραφία-ψυχαγωγία. Γέφυρα με την προίκα των αιώνων. Μια ακόμα γερή και πλουμιστή. Βάσης για νέες καρπερές αναζητήσεις. Για την συνέχεια της λαϊκής μελωδικής σκυταλοδρομίας. Εδώ και 45 χρόνια «καλά τα καταφέρνει», για να χρησιμοποιήσω φράση κοινού μας αείμνηστου φίλου και δασκάλου, του μεγάλου μουσουργού Νίκου Μαμαγκάκη, του οποίου εμβληματικά τραγούδια είπε με τρόπο χαρακτηριστικό ο Δημήτρης Κοντογιάννης.

Ο δίσκος του «Κυρ αστυνόμε, μη βαράς» χαρακτηρίζεται πρώτον από την ωραία επιλογή ασμάτων. Όχι πιασάρικα και χιλιοπαιγμένα σε πάλκα και δισκογραφία. Αυτά, που γουστάρει τις δύσκολες στιγμές ο ίδιος ο τραγουδιστής και η παρέα του. «Τα δικά μας», «τα σπάνια», που λέγαμε την δεκαετία 1975-1985, από την Πάτρα ακόμα στον μεγάλο Μπάμπη Γκολέ. Παίξε μας βρε Μπάμπη, κάνα σπάνιο! Εν μέρει και ως προς τις ενορχηστρώσεις ευρηματικός ο δίσκος. Εφόσον ο Δημήτρης είναι κιθαριστής, τί πιο απλό και δημιουργικό η δωρική κιθάρα να γίνει βάση της ορχήστρας και να διαλέγεται λιτά κι αρμονικά με τ’ άλλα μουσικά όργανα και την ανθρώπινη φωνή! Το «εν μέρει» αφορά μια μεταγενέστερη παρατήρησή μου, μετά την εκδήλωση στο Μοναστηράκι.

Είναι αυτό πρόσθετο θετικό στοιχείο. Κάθε καλός και ενδιαφέρον δίσκος έχει να πει όποτε τον ακούς. Όσο προχωράς στην μέθεξη, τόσο σου αποκαλύπτεται και σκορπίζει συναισθήματα. Το «εν μέρει» αφορά το κλείσιμο των ασμάτων του δίσκου, το οποίο κατά τεκμήριο αφίσταται των αυθεντικών εκτελέσεων, είναι στα πλείστα κοινός τόπος. Το γράφω… στην γλώσσα μας, μολονότι δεν θα το πιάσουν οι αμύητοι: «Σουτιέν»! Όταν ο Μπάμπης (Γκολές) «έβγαζε» με αυτοδίδακτο τρόπο ρεμπέτικα, τα μάθαινε νότα-νότα και τα δοκίμαζε πρώτη φορά στο πάλκο συχνά «έπεφτε πανικός» στους μουσικούς: «Ρε Μπάμπη, πώς κλείνουμε»; Εκείνος ψιθύριζε: «Έλα μωρέ, ΣΟΥ-ΤΙΕΝ»!-πάει να πει μισή εισαγωγή του τραγουδιού παιγμένη έντονα και στακάτα!

Γύρισα 44 χρόνια πίσω! Αυτό είναι το ρεμπέτικο! Πέτρινο, τοξωτό γεφύρι ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Επιστρέφουμε στο «Κυρ αστυνόμε, μη βαράς», που εκπληροί, κατά την γνώμη μου, αυτόν τον ρόλο. Ίσως έπρεπε κάποια τραγούδια να είναι πιο κοντά στα πρότυπα ως προς τους επιλόγους; Είπαμε, όμως, παρέα, που γλεντά κι έχει δίπλα, ας πούμε, μαγνητόφωνο, να καταγράφει το γλέντι. Τί να λέμε για τους μουσικούς του δίσκου; Ο ανθός! Χαρακτηριστικό όσο και αισιόδοξο δείγμα ότι και η υπόθεση της λαϊκής μας μούσας βρίσκεται σε πολύ καλά χέρια. Σήμερα παίζουν στα πάλκα και στην ανάπηρη δισκογραφία εξαιρετικοί σολίστες σε πολλά μουσικά όργανα και μακάρι οι πιο ταλαντούχοι από αυτούς να κεντήσουν με όμορφες μελωδίες και στιχάκια τωρινούς καημούς.

Η φωνή του Κοντογιάννη, όχι απλώς παραμένει αειθαλής, αλλά και είναι επιτομή της εμπειρίας και ακρίβειας στην ερμηνεία. Χαρούμενη ή λυπημένη ατμόσφαιρα, χωρίς λαρυγγικές επιδείξεις κι ενοχλητικά κοκοράκια. Σεβασμός και προπαντός ισορροπία στην εκφορά, με ανυπέρβλητο δεδομένο ότι αυτά τα άσματα μια φορά ηχογραφήθηκαν και μοναδικά! Όπως οι επιδέξιοι παλιοί λαϊκοί αοιδοί, ο Δημήτρης, όχι απλά σέβεται τα άσματα, αλλά θα έλεγα και ότι ακολουθεί πιστά τις… εντολές τους! Προσπαθεί, αλά παλαιά, να περνά η ατμόσφαιρα των γλεντιών της παρέας, όσο γίνεται ν’ αποτυπώνεται στον δίσκο το κέφι της και το μεράκι. Είναι κι αυτοί, που σεγκοντάρουν εκδοτικά τέτοιες ωραίες δουλειές. Κυκλοφορεί από τον «Καθρέφτη ήχων αληθινών» του Μωυσή Ασέρ. Σωφρόνη Τιγκιρίδη, καλά, που έχουμε χορηγούς σαν και σένα! Πάντα τέτοια!

Το τραγούδι μετά το 1980. Δεν υπάρχουν πια σαρωτικές, εμβληματικές, «τέλειες» φωνές. Σπάσανε… κατά την μεταφορά τα «καλούπια» του Κάβουρα, του Νταλγκά, του Παγιουµτζή, του Τσαουσάκη και του Μπιθικώτση. Πολλά άξια παιδιά γράφουν, όμως, ωραία άσματα. Γυρίσαμε αναγκαστικά στον τροβαδούρο, που λέει μόνος, όπως μπορεί τα τραγούδια του, αλλά και πάλι η λαϊκή μουσική μαζεύει προίκα υψηλών αισθητικών προδιαγραφών. Συνεργάζονται, άλλωστε, νεώτεροι τροβαδούροι με παλιούς μεγάλους τραγουδιστές, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Τί κάνουν οι παλιοί τραγουδιστές; Δυο είναι οι σχολές καθώς περνούν τα χρόνια και μαζί με τα νιάτα εξατμίζεται και η φωνή:

  • Προσπαθούν στα δύσκολα τραγούδια ν’ ανέβουν, όσο παίρνει, να πιέσουν σκληρά την φωνή, να φθάσουν, όπως παλιά, τις ψηλές νότες και ό,τι κι όπου βγει. Κάνουν λαρυγγισμούς, ανάλογα με την ικανότητα καθενός, που όμως δεν συνιστά αισθητικά παραγωγικό τρόπο απόδοσης των τραγουδιών. Νομίζω ότι δεν προσφέρει και στους ίδιους κάτι, αφού δεν έχουν ν’ αποδείξουν τίποτα, σε κανένα. Έχουν τεράστιο έργο. Παράδειγμα: Γιώργος Νταλάρας.
  • Έξυπνο χαμήλωμα του τραγουδιού. Με την μεγάλη εμπειρία, όσο μπορούν, όσο τους επιτρέπει η φωνή, χαμηλώνουν τ’ άσματα, για να τα λένε, να τα βγάζουν πιο άνετα. Ας πούμε, κατά ένα τρόπο μιμούνται δημιουργικά το κόλπο των ασίκηδων, ρεμπετών και λοιπών λαϊκών βάρδων της Ανατολής. Αυτοί κούρδιζαν το όργανο στην φωνή. Ο Λάκης Χαλκιάς, ο Δημήτρης Κοντογιάννης και καναδυό άλλοι «κουρδίζουν» το τραγούδι στο σημερινό φωνητικό τους επίπεδο, να βγαίνει αυτό με το ελάχιστο ζόρι, ν’ ακούγεται πιο ευχάριστα.

Θα μου πει κάποιος αψύς νέος: Και τί με νοιάζει, ρε φίλε, πώς τραγουδάνε οι γέροι; Η σκυταλοδρομία του πολιτισμού λειτουργεί και στο τραγούδι. Θα μιλήσω με όρους των πάλαι ποτέ συντεχνιών. Ο παραγιός πάντα κλέβει τρόπο, πείρα, δουλειά, τέχνη από τον μάστορα, που κρύβει όσο μπορεί τα μυστικά του για να μην έχει ανταγωνιστές στο πάλκο, για να βγάζει καλό μεροκάματο. Ο πιο ξύπνιος «κλέφτης» παραγιός θα γίνει με τον χρόνο μάστορας, θα πάρει «τσιράκια» (παραγιούς), που με την σειρά τους θα τον «ληστέψουν», θα ξεπατικώσουν κρυφά την τέχνη του. Έτσι προχωράει ο πολιτισμός, τελειοποιούνται οι παιχνιδιάτορες μια και μιλάμε εδώ για την λαϊκή μας μούσα.

Ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι από τους καλούς μαστόρους, που όχι μόνο δεν κρύβει την τέχνη του, αλλά και την χαρίζει απλόχερα. Είναι ΠΛΟΥΤΟΣ, γιατί στην επικοινωνία με τους νέους δίνει και παίρνει, εμπνέει και εμπνέεται. Άλλο θετικό της γενιάς μας, που κλείνει οσονούπω τον κύκλο της! Ν’ αλέθει διαρκώς νέα τροφή ως την τελευταία αναπνοή. Ο Κοντογιάννης είναι πηγή μαστοριάς των νέων. Πάλι με όρους συντεχνιών: Ο Κοντογιάννης βγάζει πολλά «τσιράκια»! Για να μη μακρηγορώ σας λέω τηλεγραφικά ότι όταν τον παρουσίασε στην τηλεόραση ο Χαρδαβέλας, ο Κοντογιάννης έφερε νέους τραγουδιστές και μουσικούς. Μόνο εγώ και ο Δημήτρης είμασταν εκείνη την βραδιά τρίτης… εφεδρείας. Διορθώνω: Τρίτης εφηβείας!

Αυτός ο δίσκος, που κρατάτε στα χέρια ή θα σπεύσετε να αγοράσετε, δεν είναι μόνο μεράκι, γλέντι της παρέας, αλλά και αριθμητήριο εμπειρίας και μαστοριάς. Εύχρηστη εγκυκλοπαίδεια στην λαϊκή μουσική για τους νέους εραστές της. Ας πούμε, μπορεί να θεωρηθεί χαλαρό, ευρύτατο πεδίο κανόνων να σιάξουν δικά τους τραγούδια οι πιο ταλαντούχοι από αυτούς. Μολονότι μιλάμε για το «Κυρ αστυνόμε, μη βαράς», για επανεκτελέσεις ρεμπέτικες, ούτε σήμερα θα γλιτώσει ο φίλος μου Δημητράκης την γκρίνια. Ενώ έχει πει σε δίσκους την άμμο της θάλασσας, στο πάλκο δεν λέει δικά του τραγούδια εκτός από 3-4 θεωρούμενα σουξέ! Αυτό είναι σημαντικό πρόβλημα, μεγάλο κουσούρι. Στην αξιολόγηση του πανδαμάτορα χρόνου τολμώ να πω ότι ουδείς θ’ ασχοληθεί αν ο Δημήτρης ή άλλος μεγάλος βάρδος επανεκτέλεσε ρεμπέτικα ή δημοτικά, αυτά αφορούν το τρέχον ρεπερτόριο. Έργο μετρά ο χρόνος! Ο Δημήτρης Κοντογιάννης έχει σπουδαίο και μακάρι από τούδε και στο εξής να το αναδεικνύει, να το προβάλλει σε κάθε του βήμα, σε κάθε πάλκο.

Αγαπημένε φίλε Δημητράκη, καλοτάξιδος ο καινούριος σου όμορφος δίσκος και να ’μαστε πάντα καλά, ν’ ανταμώνουμε και να γλεντάμε….

30 Ιανουαρίου 2020

Πηγή: mousapolytropos.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged