Καλλιέργειες αρωματικών Φυτών που μυρίζουν… μεγάλα κέρδη

Καλλιεργητικά
Μοιραστείτε το:

Οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν την ανάπτυξη των αρωματικών φυτών. Οι αποδόσεις υπερδιπλασιάζονται σε περίπτωση που η καλλιέργεια γίνει με βιολογικά κριτήρια

Σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης για πωλήσεις εντός και εκτός ελληνικών συνόρων εμφανίζουν οι πολλά υποσχόμενες καλλιέργειες ρίγανης, μέντας και λεβάντας που ανήκουν στα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, με τις στρεμματικές αποδόσεις να υπερδιπλασιάζονται όταν αυτές γίνονται με βιολογικά κριτήρια.

 Και οι τρεις καλλιέργειες εξάλλου πέραν των μεγάλων προοπτικών ανάπτυξης που παρουσιάζουν στη βιομηχανία τροφίμων, στη φαρμακοβιομηχανία και την αρωματοποιία με την παρασκευή αιθέριων ελαίων, επιδοτούνται με μεγάλα ποσά ενίσχυσης από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.

 Η Ελλάδα θεωρείται μια από τις πλουσιότερες χώρες σε αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, γεγονός που ανοίγει νέους και αρκετά προσοδοφόρους δρόμους στις αγροτικές καλλιέργειες, αν υπάρξει η απαιτούμενη οργάνωση για να αξιοποιηθούν.

 Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο κλάδο θεωρούνται μικρές, αλλά το μέγεθός τους δεν είναι περιοριστικό όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά.

 Αλλωστε, οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη αρωματικών φυτών που δίνουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.

 Η Ελλάδα θεωρείται μία από τις πλουσιότερες χώρες σε αρωματικά φυτά, γεγονός που ανοίγει νέους και προσοδοφόρους δρόμους στις αγροτικές καλλιέργειες

 Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δίπτυχο της επιτυχίας σύμφωνα με τους γνώστες του τομέα, που ειδικεύονται στις καλλιέργειες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, είναι αφενός η συνεργασία μέσω ομάδων παραγωγών και η ποιότητα με βιολογικές μεθόδους.

 Οπως υπογραμμίζει στις Επαγγελματικές Ευκαιρίες η Ελένη Μυρωνίδου, γεωπόνος Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς, οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι μεγάλες, με την προϋπόθεση βέβαια του σωστού σχεδιασμού.

 Παρά εξάλλου το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα νέο σχετικά πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο προσφέροντας μια εναλλακτική δυναμική ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα, ενώ δίνει ώθηση και στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης.

Ρίγανη – Εσοδα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο

 Mε την οικονομική απόδοση στη ρίγανη να είναι υπερδιπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να προσεγγίσουν τα 1.000 ευρώ.

 Η συγκομιδή της ρίγανης ξεκινάει από το 2ο έτος. Η συλλογή γίνεται όταν το φυτό είναι σε πλήρη άνθηση, με χορτοκοπτικό μηχάνημα και σε ύψος 8-10 εκατοστά πάνω από το έδαφος. Δεν πρέπει να συγκομίζεται η ρίγανη μετά από βροχή, αλλά πρέπει να περάσει μια βδομάδα περίπου.

 Καλλιέργεια ρίγανης

 Η ποσότητα που συλλέγεται μεταφέρεται για ξήρανση είτε σε χώρο με σκιά είτε σε ξηραντήριο.

 Σε διαφορετική περίπτωση, αφήνεται στο χωράφι για μια μέρα να στεγνώσει και μετά δένεται σε μπάλες ή αλωνίζεται με θεριζαλωνιστική σιταριού που έχει υποστεί μετατροπές. Η απόδοση σε χλωρή μάζα φτάνει τα 300-400 κιλά ανά στρέμμα που αντιστοιχεί σε 100-150 κιλά ξηρό βάρος ανά στρέμμα.

 Η τιμή της ξηρής δρόγης κυμαίνεται από 1,8 ευρώ έως 2,3 ευρώ όταν αφορά σε συμβατική καλλιέργεια και μπορεί να φτάσει τα 6,5 ευρώ όταν πρόκειται για βιολογική καλλιέργεια.

 Η ρίγανη ευδοκιμεί εξίσου σε ψυχρές και θερμές περιοχές. Προτιμά περιοχές ηλιόλουστες. Τα θερμοκρασιακά όρια ανάπτυξής του κυμαίνονται από 4-33 0C, με άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης τους 18-22 0C.

 Σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και έντονη ηλιοφάνεια παρατηρείται υψηλότερη περιεκτικότητα αιθέριου ελαίου. Καλύτερο pH ανάπτυξης θεωρείται το 6,8 αλλά αναπτύσσεται καλά και σε μεγαλύτερα pH.

 Προτιμά ξηρικά, χαλικώδη, ασβεστούχα εδάφη που αποστραγγίζονται καλά. Υψηλή ποσότητα αζώτου ευνοεί τη μεγάλη ανάπτυξη του φυτού αλλά επιφέρει μείωση της περιεκτικότητας σε αιθέριο έλαιο.

 Η καλλιέργεια της ρίγανης είναι ξηρική και χρειάζεται πότισμα κατά την εγκατάσταση στο χωράφι αλλά και μετά τη συγκομιδή ώστε να αντεπεξέλθουν τα φυτά καλύτερα από το σοκ. Γενικά όμως όσο πιο συχνά ποτίζουμε, τόσο μειώνεται η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο.

 Ο σπόρος σπέρνεται σε σπορεία, όπως ο καπνός, που ετοιμάζονται είτε τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου (φθινοπωρινή εγκατάσταση) είτε μέσα Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου (ανοιξιάτικη εγκατάσταση).

 Τα φυτικά μέρη της και τα αιθέρια έλαια της ρίγανης χρησιμοποιούνται ευρύτατα παγκοσμίως ως αρτύματα από τη βιομηχανία τροφίμων.

 Το αιθέριο έλαιό της παρουσιάζει ισχυρή αντιβακτηριακή δράση κατά διαφόρων μικροοργανισμών και αναστέλλει την ανάπτυξη μυκήτων.

 Παρουσιάζει ισχυρή τοξική δράση εναντίον ιών και καρκινογόνων κυττάρων, καθώς και αντιοξειδωτική δραστηριότητα που σχετίζεται ιδιαίτερα με την παρουσία της καρβακρόλης και της θυμόλης, αλλά και γλυκοσιδίων, φλαβονοειδών και φαινολικών οξέων.

 Λεβάντα – Τα 500 κιλά το στρέμμα μπορεί να φτάσει η απόδοση

11,5 ευρώ το κιλό πωλείται η βιολογική λεβάντα

 Η αποξηραμένη λεβάντα που προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φθάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.

 Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα. Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και συμβατική καλλιέργεια λεβάντας, γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της “συμβατικής” αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.

 Η λεβάντα αναπτύσσεται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες και ανθίζει από αρχές Ιουλίου έως και τον Αύγουστο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, αλλά δεν αντέχει τους παγετούς την περίοδο της άνοιξης.

 Η απόδοση της καλλιέργειας εξαρτάται από το μικροκλίμα, το οποίο επηρεάζεται από το υψόμετρο, την τοπογραφία, το γεωγραφικό πλάτος κ.λπ.

 Κατάλληλα εδάφη θεωρούνται τα ελαφρά χαλικώδη και ασβεστούχα που αποστραγγίζονται καλά. Αριστη τιμή pH για την ανάπτυξή της είναι το 7,1. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζει η καλλιέργειά αν υπάρχει το φυτό Tussilago farfara (χαμολεύκα), διότι πιστεύεται ότι δηλητηριάζονται τα φυτά της λεβάντας.

 Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια. Η συλλογή πραγματοποιείται με δρεπάνια ή κλαδευτήρια ή με ειδικές μηχανές συλλογής λεβάντας.

 Η συλλογή πραγματοποιείται στο στάδιο της πλήρους άνθησης όταν προορίζονται για παραγωγή αιθέριου ελαίου.

 Η συγκομιδή ξεκινά νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα. Αν η συλλογή γίνει όψιμα έχουμε ελάττωση του οξικού λιναλυλεστέρα, ενώ αν γίνει πρώιμα περιορίζεται η απόδοση σε αιθέριο έλαιο. Το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων, όπως σε ποτά, παγωτά, στην κοσμετολογία, στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία και στον αρωματισμό χώρων. Πρόσφατα, η αρωματοθεραπεία έγινε πολύ δημοφιλής, όπου το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται ως μυοχαλαρωτικό.

 Επίσης, χρησιμοποιείται για την προστασία των ρούχων από τον σκόρο. Εχουν αναφερθεί πολλές θεραπευτικές δράσεις της, όπως ηρεμιστική, σπασμολυτική, αντι-ιική, τοπική αναισθητική και αντιβακτηριδιακή. Το αιθέριο έλαιο έχει αντιοξειδωτική δράση και μπορεί να εφαρμοστεί απευθείας αδιάλυτο στο δέρμα σε αντίθεση με άλλα αιθέρια έλαια.

 Μέντα

Μεγαλύτερες απαιτήσεις και πολλαπλάσια κέρδη που ξεπερνούν τις 3.500 ευρώ ανά στρέμμα

 Μπορεί η καλλιέργεια της μέντας -όντας αρδευτική- να έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις και υψηλότερο κόστος παραγωγής από τις ξηρικές καλλιέργειες της ρίγανης και της λεβάντας, παρ’ όλα αυτά οι αποδόσεις σε έσοδα είναι πολλαπλάσιες, φθάνοντας να ξεπερνούν τις 3.500 ευρώ ανά στρέμμα.

 Είναι όμως αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί συχνά ποτίσματα. Μάλιστα, την περίοδο του καλοκαιριού μπορεί να χρειαστούν έως και 3 ποτίσματα τη βδομάδα.

 Η μέντα ευδοκιμεί σε περιοχές θερμές και ψυχρές. Καλύτερη ανάπτυξη σε περιοχές με εύκρατο κλίμα και δροσερό καλοκαίρι. Απαιτούνται εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα, με αρκετή υγρασία, γόνιμα, πλούσια σε οργανική ουσία και μέσης σύστασης. Καλύτερο pH ανάπτυξης 6,5-7,5. Αναπτύσσεται ικανοποιητικά και σε ελαφρώς όξινα εδάφη.

 Στη διάρκεια του χρόνου γίνονται δύο συλλογές της μέντας. Η πρώτη συλλογή γίνεται με την έναρξη της άνθησης (συνήθως αρχές Ιουλίου) και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Απόδοση 1.500-2.000 κιλά ανά στρέμμα σε χλωρό βάρος. Συλλέγεται μηχανικά και ξεραίνεται σε θερμοκρασία 45 0C. Ο λόγος χλωρής προς ξηρή μάζα είναι (2,5-3):1, που σημαίνει ότι αποδίδει περί τα 500 κιλά ξηρής δρόγης. Η τιμή πώλησης για μέντα τριμμένη συμβατικής καλλιέργειας κυμαίνεται μεταξύ 2-2,5 ευρώ το κιλό, ενώ η τιμή της βιολογικής μέντας κινείται στα επίπεδα των 6-7 ευρώ το κιλό.

 Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με:

Ριζώματα: Είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος πολλαπλασιασμού της μέντας. Τα ριζώματα είναι βλαστοί υπόγειοι που αναπτύσσονται οριζόντια τα οποία φέρουν γόνατα, οφθαλμούς και φύλλα (σαν λέπια). Χρησιμοποιούνται ειδικές εκριζωτικές μηχανές για την εξαγωγή των ριζωμάτων. Μετά την εξαγωγή τους τεμαχίζονται σε μήκη 10-15 cm και φυτεύονται σε βάθος 6-7 cm. Από 1 στρέμμα παίρνουμε ριζώματα για 8-10 στρέμματα. Η εγκατάσταση της φυτείας με ριζώματα στο χωράφι γίνεται τον μήνα Οκτώβριο.

Μοσχεύματα: Κόβονται από το μητρικό φυτό πριν την άνθηση. Η διαδικασία παραλαβής των μοσχευμάτων είναι ίδια με εκείνη που αναφέρθηκε στο αντίστοιχο κεφάλαιο για τη λεβάντα.

Αποστάσεις φύτευσης: 60-80 cm μεταξύ των γραμμών και 20-30 cm μεταξύ των φυτών.

 Η μέντα παρουσιάζει σπασμολυτική και ηρεμιστική δράση λόγω του αιθέριου ελαίου αλλά πιθανά και των φλαβονοειδών. Χρησιμοποιείται σαν τοπικό ήπιο αναισθητικό, αλλά εφαρμόζεται εξωτερικά για ρευματισμούς, νευραλγίες κ.ά. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται ως αρωματική ουσία σε γλυκά, καραμέλες, τσίχλες, παγωτά, οδοντόκρεμες, σε ποτά κ.λπ. Είναι πολύ καλό μελισσοτροφικό φυτό. Το κόστος αγοράς των φυτών

 Ορισμένα είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών πολλαπλασιάζονται δύσκολα, ή και καθόλου με σπόρο, γι’ αυτό και επιλέγονται άλλοι τρόποι πολλαπλασιασμού, όπως η δημιουργία μοσχευμάτων (λεβάντα) ή ο πολλαπλασιασμός με ριζώματα (μέντα).

 Σε ορισμένες περιπτώσεις οι παραγωγοί επιλέγουν την αγορά έτοιμων φυτωρίων από το εμπόριο.

 Το κόστος αγοράς φυτού είναι 0,12-0,2 ανά φυτό και προερχόμενα από ιστοκαλλιέργεια 0,28-0,35 ανά φυτό. Με μια τυπική πυκνότητα φύτευσης, περίπου 4.000 φυτών ανά στρέμμα, η δαπάνη για το φυτικό υλικό εγκατάστασης κυμαίνεται από 480 έως 800 ευρώ ανά στρέμμα. Οταν δε προέρχονται από ιστοκαλλιέργεια το κόστος κυμαίνεται μεταξύ 1.120-1.400 ευρώ.

 Στις πολυετείς καλλιέργειες το κόστος για την απόκτηση πολλαπλασιαστικού υλικού βαρύνει κυρίως τον πρώτο χρόνο της καλλιέργειας, καθόσον τα επόμενα χρόνια ο παραγωγός μπορεί από τις έτοιμες φυτείες να δημιουργήσει το δικό του πολλαπλασιαστικό υλικό.

*Μυρωνίδου Ελένη MSc, Dr. Παπαδοπούλου Αικατερίνη Γεωπόνοι Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς

Πηγή: xiromeritikokafenio.blogspot.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged