Χρήστος Σταϊκούρας: Η Κυβέρνηση Τσίπρα απέτυχε να αξιοποιήσει το κεκτημένο της εθνικής συνεννόησης

Πολιτικά Κόμματα
Μοιραστείτε το:

Τοποθέτηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Στέφου  «Ώρα Ελλάδος, Βουκουρέστι»

Θέλω να ευχαριστήσω το Νίκο Στέφο και τις Εκδόσεις «Έναστρον» για την πρόσκληση που μου απηύθυναν να συμμετάσχω στη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του.

Θέλω να καλωσορίσω τους εκλεκτούς ομιλητές στην πόλη της Λαμίας, στη Φθιώτιδα, στη Ρούμελη, με την πλούσια ιστορία της και τα πολλά, διαχρονικά, παραδείγματα πατριωτισμού.

Θέλω όμως να ευχαριστήσω και όλες και όλους εσάς, για τη σημερινή σας παρουσία.

Παρουσία που καταδεικνύει το έντονο ενδιαφέρον σας για ενημέρωση.

Ενημέρωση με βάση την αλήθεια και την ιστορική ακρίβεια.

Και το βιβλίο του Νίκου Στέφου προσφέρει αυτή την ευκαιρία.

Βιβλίο αποτέλεσμα τεκμηριωμένης ανάλυσης, συσσωρευμένης γνώσης, πολύχρονης εμπειρίας.

Για το οποίο ο συγγραφέας εργάστηκε, με ζήλο και αφοσίωση, επί ενάμιση χρόνο.

Συγκέντρωσε λεπτομέρειες και πληροφορίες που δεν έχουν ξαναγραφτεί ή που στο βιβλίο δίνονται πιο μεθοδικά και ολοκληρωμένα.

Η ζωντανή και γλαφυρή γραφή, διανθισμένη από πολλούς διαλόγους που έγιναν στο παρασκήνιο, κάνει την ξενάγηση στις σελίδες του ενδιαφέρουσα, χρήσιμη και διδακτική.

Για τους λόγους αυτούς, το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για γόνιμη σκέψη και θρυαλλίδα για ουσιαστική συζήτηση.

Όπως καταγράφεται και στις σελίδες του βιβλίου, η Νέα Δημοκρατία στήριζε, διαχρονικά, την εύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών, Ελλάδας και Σκοπίων.

Μια λύση που θα σέβεται όμως τα πραγματικά, ιστορικά και εθνικά, δεδομένα και δεν θα αφήνει περιθώρια στους γείτονες για υποδαύλιση, μελλοντικά, αυθαίρετων αξιώσεων.

Γιατί όπως ορθά επισημαίνει και ο πρέσβης κ. Μαλλιάς: «Η μη λύση δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνιμη ή βέλτιστη επιλογή. Ταυτόχρονα όμως, η παράταση της εκκρεμότητας δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο κίνητρο για λύση.»

Με αυτό το κριτήριο, η Νέα Δημοκρατία, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην μακραίωνη ιστορία και την προοπτική της πατρίδας, καταψήφισε την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Σήμερα, με αφορμή το βιβλίο, μας δίνεται η ευκαιρία να εξετάσουμε, να συγκρίνουμε και να αξιολογήσουμε τις πράξεις, τις στρατηγικές και τα αποτελέσματα της πολιτικής ηγεσίας στις Πρέσπες και στο Βουκουρέστι.

Το 2019 και το 2008.

Γιατί η Ιστορία, όπως ορθά επισημαίνεται στο βιβλίο, κρίνει τους ηγέτες από το πώς στέκονται στο ύψος των προκλήσεων και αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους.

Κωδικοποιώ:

1ον. Η Κυβέρνηση Τσίπρα απέτυχε να αξιοποιήσει το κεκτημένο της εθνικής συνεννόησης επί του κρίσιμου αυτού θέματος.

Κεκτημένο που σωρεύτηκε από προηγούμενες Κυβερνήσεις, πρωτίστως της Νέας Δημοκρατίας.

Ενδεικτικά και πριν το Βουκουρέστι, τόσο η Ντόρα Μπακογιάννη, όσο και παλαιότερα ο Πέτρος Μολυβιάτης, ενημέρωναν συνεχώς, πλήρως και ουσιαστικά όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.

Ενώ ταυτόχρονα συνεδρίαζε, τακτικά, η Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, σε κλειστές συνεδριάσεις.

Όπως αναφέρει και το βιβλίο, «η Κυβέρνηση Καραμανλή ήθελε να γνωρίζει ότι διαπραγματεύεται με τους Αμερικανούς και τους Σκοπιανούς έχοντας στο πλευρό της την αντιπολίτευση.»

Αντιθέτως, η Κυβέρνηση Τσίπρα προσπάθησε να αποδυναμώσει, μέσω του Μακεδονικού, τη συνοχή Κομμάτων της Αντιπολίτευσης, και να τα διεμβολίσει, λειτουργώντας με αρχές πολιτικού αταβισμού, επηρεάζοντας τη μέθοδο και την ποιότητα της διαπραγμάτευσης.

Εύχομαι, αντιθέτως απ’ ότι υποστηρίζει ο Πρωθυπουργός, αυτή η στρατηγική να μην αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και για άλλα, μελλοντικά, κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.

2ον. Η Κυβέρνηση Τσίπρα, προκειμένου να καλύψει αστοχίες και σφάλματά της, προσπάθησε να ανασύρει, επιλεκτικά και διαστρεβλωμένα, στοιχεία του παρελθόντος.

Χρησιμοποίησε ισχυρισμούς οι οποίοι αποδεικνύονται ιστορικά ανυπόστατοι, είναι ψευδείς και εθνικά επιζήμιοι.

Όπως, για παράδειγμα, ότι η χώρα είχε αποδεχθεί, δήθεν, τη μακεδονική γλώσσα από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ, το 1977.

Η Ελλάδα όμως, όπως αποτυπώνεται και στις σελίδες του βιβλίου, ουδέποτε συμφώνησε, εδέχθη ή απεδέχθη τη «Μακεδονική γλώσσα».

Κάτι που αποτυπώνεται τόσο στα πρακτικά των συσκέψεων των πολιτικών αρχηγών των Σκοπίων, όσο και σε έγγραφα του ΝΑΤΟ.

Συζητήσεις, φυσικά, για το όνομα είχαν γίνει.

Μας υπενθυμίζει άλλωστε το βιβλίο ότι μόλις ανέλαβε η Κυβέρνηση Καραμανλή, τόσο οι ΗΠΑ όσο και πολλές άλλες χώρες, την υποδέχθηκαν αναγνωρίζοντας το συνταγματικό όνομα «Μακεδονία» για τη γείτονα χώρα.

Όμως, σε πρακτικό επίπεδο, δεν συμφωνήθηκε τίποτα.

Χρειάστηκε πράγματι, όπως καταγράφει ο κ. Στέφος, μέχρι το Βουκουρέστι, να συζητηθούν όλες οι προτεινόμενες – από τους συμμάχους και τον ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ – λύσεις.

Η διπλωματία επιβάλλει να κινηθείς με τρόπους που θα σε βοηθήσουν να κερδίσεις τους εταίρους, αφήνοντας κάποιες στιγμές να διαφανεί πως θα δεχόσουν – θεωρητικά – λύσεις που εκείνοι πειστικά προωθούσαν.

Και αυτό γιατί με διαπραγματευτικούς ελιγμούς μπορεί να κερδίσεις διπλωματικό κεφάλαιο.

Χωρίς να υποχωρήσεις.

Χωρίς να αποσύρεις τις κόκκινες γραμμές σου.

Όπως και έγινε.

Χωρίς η Κυβέρνηση Καραμανλή να δεχθεί καμία από τις προτεινόμενες προτάσεις.

Και ναι, πιέσεις από διεθνείς παράγοντες υπήρχαν και υπάρχουν.

Άλλωστε, όπως επισημαίνει το βιβλίο, η διεθνής πολιτική δεν χαρακτηρίζεται από πλατωνική ηθική.

Υπενθυμίζει μάλιστα ότι ο Πρόεδρος Μπους, ήδη από το Νοέμβρο του 2006, είχε αναγγείλει ότι τα Σκόπια θα εντάσσονταν στο ΝΑΤΟ έως το 2008. Μαζί με την Αλβανία και την Κροατία.

Κάτι που επαναλάμβανε διαρκώς.

Ακόμη και μια μέρα πριν τη Σύνοδο στο Βουκουρέστι.

Στις πιέσεις όμως δεν ενέδωσε η Κυβέρνηση Καραμανλή.

Όπως δεν ενέδωσε και με το σχέδιο Ανάν, το 2004.

Όπως δεν ενέδωσε, πρόσφατα, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πριν και μετά τις Πρέσπες.

Και αυτό μπορώ να το πω μετα λόγου γνώσεως, συμμετέχοντας σε αρκετές από τις συναντήσεις του με διεθνείς παράγοντες τα τελευταία δύο χρόνια.

3ον. Η Κυβέρνηση Τσίπρα, αρχικά, περιφρόνησε και στη συνέχεια λοιδώρησε τις γνήσιες πατριωτικές ευαισθησίες των πολιτών.

Προσέβαλε την ιστορική συνείδηση του λαού.

Και προσπάθησε να διχάσει αντί να ενώσει τους Έλληνες.

Η Κυβέρνηση Καραμανλή κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση.

Μας υπενθυμίζει ο Νίκος Στέφος ότι το μήνυμα του Κώστα Καραμανλή, μετά το Βουκουρέστι, προς τον ελληνικό λαό, ξεκινούσε με τη λέξη «ενωμένοι».

Στο Βουκουρέστι χτυπούσε η καρδιά όλων των Ελλήνων που ένιωσαν να ξαναβρίσκουν ένα μεγάλο κομμάτι από τη χαμένη τους υπερηφάνεια, την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια.

Και όπως επισημαίνει ο Γιώργος Κουμουτσάκος, και αναφέρεται στο βιβλίο: «Δεν θα ξεχάσω την απάντηση του Κώστα Καραμανλή όταν αμέσως μετά την ομόφωνη απόφαση των ηγετών του ΝΑΤΟ του είπα πως «ήταν μια καλή μέρα». «Πράγματι», μου απάντησε, «θα μπορώ να συνομιλώ με ήσυχη συνείδηση με τα φαντάσματα εκείνων που αγωνίσθηκαν για την υπόθεση της Μακεδονίας.» 

4ον. Η Συμφωνία των Πρεσπών καθιστά διάτρητη την εξωτερική πολιτική δεκαετιών.

Πριν ακριβώς από έντεκα χρόνια, στο Βουκουρέστι, η ελληνική εξωτερική πολιτική κατέγραφε μια ιστορική επιτυχία.

Η Ελλάδα κατάφερε να επιβάλλει στη Συμμαχία τη δική της θέση. 

Μετέτρεψε σε «νατοϊκή», και μάλιστα με ομοφωνία, την ελληνική θέση. 

Δυστυχώς, η Κυβέρνηση Τσίπρα «έκαψε» αυτό το ισχυρό διπλωματικό χαρτί.

Έσπευσε και παρέδωσε στους γείτονες καίριας σημασίας διαπραγματευτικά «κλειδιά»: την άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και τα παρέδωσε χωρίς να διασφαλίζει τα δίκαια εθνικά μας συμφέροντα, καλύπτοντας τις βαριές υποχωρήσεις με μεγαλόστομες λεκτικές «κατασκευές».

Και επειδή πολύς λόγος γίνεται για το εάν ασκήθηκε – τότε – βέτο στο Βουκουρέστι, η αλήθεια αποτυπώνεται στις σελίδες του βιβλίου.

Υπήρξε η απειλή του βέτο, το οποίο όμως τελικά δεν ασκήθηκε, γιατί δεν χρειάστηκε.

Αν οι Αμερικανοί επέμεναν, στο τέλος το βέτο θα ήταν αναπόφευκτο.

Και γιατί δεν χρειάστηκε;

Διότι με την διαπραγματευτική τακτική της Κυβέρνησης Καραμανλή, η ελληνική θέση έγινε θέση της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Και αυτή ακριβώς ήταν, κυρίως, η ελληνική επιτυχία.

5ον. Η Κυβέρνηση Τσίπρα αναγνώρισε, για πρώτη φορά με την υπογραφή της χώρας μας, την ύπαρξη δήθεν «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας».

Σύμφωνα με έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας που κατέθεσε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή, ήταν σχεδόν αδύνατον η Ελληνική Κυβέρνηση του 2008 να δεχθεί ένα κείμενο το οποίο θα όριζε τους πολίτες αυτής της χώρας ως «Μακεδόνες», και τη γλώσσα τους ως «μακεδονική».

Σε αυτά είπε ΟΧΙ η Κυβέρνηση Καραμανλή.

Σε αυτά είπε ΝΑΙ η Κυβέρνηση Τσίπρα.

Αυτές όμως οι υποχωρήσεις δημιουργούν «εύφορο έδαφος» για τη συντήρηση – στους γείτονες – νοσηρών ιδεολογημάτων, και μπορεί να βάλουν τη χώρα σε εθνική περιπέτεια διαρκείας.

Γιατί «από μικρό σπέρμα μπορεί να βγουν μεγάλες ρίζες».

Γι’ αυτούς τους λόγους η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία ετεροβαρής, κακή και επικίνδυνη.

Η οποία έχει δημιουργήσει ήδη αρκετά δυσμενή τετελεσμένα.

Οφείλουμε τουλάχιστον να αγωνιστούμε ώστε να περιορίσουμε τις δυσμενείς επιπτώσεις της.

Και η Νέα Δημοκρατία έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Συμπερασματικά, η ξενάγηση στις σελίδες του βιβλίου είναι συναρπαστική και χρήσιμη.

Προσφέρει μια υπεύθυνη και τεκμηριωμένη προσέγγιση σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο εθνικό θέμα.

Συμβάλλει όμως και στον αναγκαίο εθνικό αναστοχασμό της εξωτερικής πολιτικής.

Εξωτερική πολιτική η οποία πρέπει να ασκείται με υπευθυνότητα, αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση, τόλμη, ψυχραιμία, διορατικότητα και αξιοπιστία.

Με πλήρη συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης.

Ώστε να μην μας κυνηγούν τα φαντάσματα των ηρώων προγόνων της πατρίδας μας.

Αγαπητέ Νίκο, εύχομαι ολόψυχα το βιβλίο σου να βρει την ανταπόκριση που προσδοκάς, και να διαβαστεί, να μελετηθεί καλύτερα, από πολλούς, όσο γίνεται περισσότερους…

Σας ευχαριστώ!

Λαμία, 06.05.2019

Μοιραστείτε το:
Tagged