Κρατική στήριξη στην οικονομία και άλλα εγκλήματα

Δημοσιονομικά
Μοιραστείτε το:

Το Ροπωτό Τρικάλων, χτισμένο σε μια πλαγιά της Νότιας Πίνδου, με τριακόσιες κάποτε οικογένειες και ανθηρή γεωργική και κτηνοτροφική οικονομία, είναι σήμερα ένα χωριό – φάντασμα. Οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν, γιατί το έδαφος στο οποίο ήταν χτισμένο αποσαθρώθηκε και κατολίσθαινε. Το χωριό βούλιαζε. Το 2012 έφυγαν κι οι τελευταίοι. Αν το Ροπωτό ήταν ένα αυτόνομο κράτος, του οποίου τα έσοδα προέρχονταν από τους φόρους των κατοίκων του, ποιος έπρεπε να αποζημιώσει ποιον; Πόσο λογικό θα ήταν να εξαγγείλει ο πρόεδρος της κοινότητας οικονομικές ενισχύσεις για όλους, που θα τις χρηματοδοτούσαν… όλοι; Οι κάτοικοι του Ροπωτού βλαστήμησαν την τύχη τους, μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και αναζήτησαν αλλού κατοικία.

του Θάνου Τζήμερου

Όπου Ροπωτό, βάλτε Ελλάδα. Και όπου κατολίσθηση, βάλτε κορονοϊό. Μπορεί σε παγκόσμιο επίπεδο να έχουμε πολλά να κουβεντιάσουμε για τις ευθύνες της Κίνας σ’ αυτή την πανδημία, σε εθνικό επίπεδο, όμως, τα πράγματα είναι απλά: πρόκειται για φυσική καταστροφή για την οποία δεν ευθύνεται κανείς. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση. Ούτε οι εργοδότες, ούτε οι εργοδοτούμενοι. Απλώς συνέβη. Και έπληξε τους πάντες. Έχει κάποιος τη νομική ή την ηθική υποχρέωση να αποζημιώσει τον άλλον; Όχι!

Μα δεν θα έπρεπε το κράτος να στηρίξει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις αυτή τη δύσκολη στιγμή; Και για κάτι τέτοιες δυσκολίες δεν το φτιάξαμε το κράτος;

Ας το δούμε, αντικαθιστώντας τη λέξη κράτος με τον όρο “οι φόροι όλων μας”. Κι ας ξεκινήσουμε από το δυσκολότερο: τη στήριξη των επιχειρήσεων. Χρειάζονται χρήματα οι ελληνικές επιχειρήσεις για να λειτουργήσουν; Βεβαίως. Αλλά χρειάζονται και πολλά άλλα, είτε υπάρχει κορονοϊός είτε όχι. Το ποια είναι αυτά μας το λένε οι ίδιοι οι επιχειρηματίες εδώ: σταθερό φορολογικό σύστημα με χαμηλούς συντελεστές, παραπλήσιους με αυτούς των ανταγωνιστικών χωρών, σαφή και σταθερή νομοθεσία, πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, εξάλειψη της γραφειοκρατίας, πάταξη της διαφθοράς, απλοποίηση των αδειοδοτήσεων, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, φτηνότερη ενέργεια, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, χωροταξικό σχεδιασμό με καθορισμένες χρήσεις γης, γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, εκπαιδευτικό σύστημα συνδεδεμένο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Τι υπήρχε απ’ όλα αυτά προ κορονοϊού; Τίποτε! Στην ετήσια έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020, η χώρα μας είναι 79η βλέποντας την πλάτη της Ρουάντας (38η), των Σκοπίων (17η) και της πρώην σοβιετικής Γεωργίας (7η). Στους δείκτες “Enforcing Contracts” και “Registering Property” που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για σοβαρούς, μακροπρόθεσμους επενδυτές, είμαστε στην 146η και 156η θέση αντίστοιχα επί 190 κρατών. Ο παγκόσμιος πάτος! Τι θα αλλάξει μετά τον κορονοϊό; Εκτός από κάποιες δοσοληψίες με το Δημόσιο που θα μπορούν πλέον να γίνονται διαδικτυακώς, τίποτε άλλο! Μάλιστα, ο κορονοϊός έδωσε την ευκαιρία στον κρατισμό να επεκτείνει τις εξουσίες του προσδιορίζοντας ακόμα και το περιθώριο μικτού κέρδους με το οποίο θα λειτουργεί μια επιχείρηση! (ΠΝΠ: Απαγορεύεται οι επιχειρήσεις να έχουν μικτό περιθώριο κέρδους μεγαλύτερο από αυτό που είχαν την 1/2/2020. Μικτό, όχι καθαρό, ε; Μια εποχή που το λειτουργικό κόστος και το κόστος των μεταφορών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα! Ποιες επιχειρήσεις; Όλες! Η ΠΝΠ δεν αφήνει εξαιρέσεις: όσες “αφορούν την πώληση οποιουδήποτε αγαθού ή υπηρεσίας που είναι απαραίτητο για την υγεία, τη διατροφή, τη μετακίνηση και την ασφάλεια του καταναλωτή”. Πες μου μία που να μην εμπίπτει σ΄ αυτές τις κατηγορίες.) Για “αντάλλαγμα”, το κράτος δημιουργεί στους πολίτες “σύνδρομο Στοκχόλμης”: πρώτα τους ληστεύει, αναγκάζοντάς τους να προπληρώσουν φόρο για εισοδήματα που είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν, στραγγίζοντας έτσι τους ιδιώτες από τις οικονομίες τους και τις επιχειρήσεις από το κεφάλαιο κίνησης, και μετά εμφανίζεται ως φιλόστοργος πατερούλης, επιδοτώντας τους μεν και δανείζοντας τους δε. Από τα δικά τους λεφτά! Και μάλιστα, εντόκως!

Ο κορονοϊός, με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων που προκάλεσε στην Ε.Ε., ήταν ιδανική ευκαιρία ώστε το φορολογικό μας σύστημα να εξαλείψει στρεβλώσεις δεκαετιών. Θα έπρεπε η κυβέρνηση, που διατείνεται ότι είναι και φιλελεύθερη, να επιστρέψει μέχρι δεκάρας τον προεισπραχθέντα φόρο εισοδήματος για το 2020 και να καταργήσει διά παντός κάθε φόρο – χαράτσι που δεν επιβάλλεται σε εισόδημα, φυσικά και τον ΕΝΦΙΑ. Κι αν, παρ’ όλα αυτά, οι πολίτες αντιμετώπιζαν δυσκολίες, η μόνη ηθικώς αποδεκτή και δημοσιονομικώς ανεκτή λύση θα ήταν το κράτος να δανεισθεί από τις αγορές με δεκαετές ομόλογο (το επιτόκιο 2% το οποίο “παίζει” αυτή την περίοδο δεν είναι καθόλου κακό) και να δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες να δανείζονται με κάποιο μηνιαίο πλαφόν (π.χ. 500 ευρώ το άτομο και άλλα 100 ευρώ για κάθε προστατευόμενο μέλος) με το ίδιο ή ελαφρώς μεγαλύτερο επιτόκιο και με υποχρέωση εξόφλησης του δανείου σε 10 χρόνια. Αυτή η επιλογή θα δημιουργούσε πολύ μικρότερη δημοσιονομική τρύπα από το “πάρε κόσμε λεφτά”, και επιπλέον θα υπενθύμιζε σε όλους μας μία έννοια που ξεχάσαμε στα χρόνια του πάρτυ με τα δανεικά: την προσωπική ευθύνη στη διαχείριση των οικονομικών μας. Και μία αρετή, παλιομοδίτικη κι αυτή: την αποταμίευση.

Δεν φαντάζομαι να μην υπήρξε κανείς να το προτείνει αυτό από το επιτελείο του Κυριάκου. Προφανώς όμως επικράτησε η κλασική συνταγή του πολιτικού συστήματος: επιδόματα. Ανεβάζουν τη δημοτικότητα και φέρνουν ψήφους. Η μεταπολίτευση μάς ιδρυματοποίησε, διδάσκοντάς μας να ζητούμε τα πάντα από το κράτος. Μα, το κράτος διαχειρίζεται δικά μου λεφτά. Δεν το ξέρω; Ναι, αλλά προσδοκώ οι αναλήψεις μου από το κοινό ταμείο να είναι περισσότερες από τη συμμετοχή μου σ’ αυτό! Αυτή η ανήθικη συλλογιστική, όχι μόνο γίνεται κοινώς αποδεκτή αλλά για αρκετούς έχει αναχθεί σε κύρια “επαγγελματική” δραστηριότητα. Σε μια χώρα με 20% ανεργία (και 40% στους νέους), το μεγαλύτερο πρόβλημα των παραγωγικών επιχειρήσεων είναι πως δεν βρίσκουν εργαζόμενους! Κανένας δεν θέλει να δουλέψει στο χωράφι ή στο εργοστάσιο. Επίδομα ανεργίας, συν κοινωνικό μέρισμα, συν επιδότηση ενοικίου, συν έκπτωση στο ρεύμα, συν κοινωνικά παντοπωλεία και φαρμακεία, συν κουπόνια για σουπερμάρκετ και λαϊκές, συν έτοιμο φαγητό που σου το φέρνουν πλέον στο σπίτι (5 εκατομμύρια ευρώ ενέκρινε πρόσφατα η Περιφέρεια Αττικής για φαγητό σε “ευπαθείς” ομάδες), αθροίζουν ένα ποσό μεγαλύτερο από μισθό. Κορόιδο είναι ο άλλος να δουλέψει; Το πολύ να κάνει μερικά μεροκάματα, μαύρα για να μην χάσει το στάτους του άνεργου. Το κράτος, μάλιστα, “ηθικοποιεί” αυτή τη στάση ζωής, χαρακτηρίζοντας “δικαίωμα” το να ζεις με τα λεφτά του άλλου και βαφτίζοντας “ευάλωτους” και “ευπαθείς”, ανθρώπους υγιέστατους και ικανότατους που είναι απλώς εθισμένοι σε αυτό το σπορ, ατομικά ή λόγω φυλετικής κουλτούρας. Ρατσισμός από την ανάποδη, συν τοις άλλοις.

Εκεί όμως που τα πράγματα οδηγούνται σε βατερλώ με τις “κρατικές στηρίξεις” είναι τα εργασιακά. Ο κορονοϊός απέδειξε ότι δεν υπάρχουν εξ ορισμού δυνατοί και αδύναμοι στην Οικονομία. Μια αεροπορική εταιρεία που χάνει ένα εκατομμύριο ευρώ την ώρα είναι πολύ πιο αδύναμη από μια αεροσυνοδό της που μπορεί να έχει αρκετές καταθέσεις στην άκρη. Η παγκόσμια αεροπορική βιομηχανία αναμένεται φέτος να έχει απώλειες πάνω από 300 δισ. ευρώ. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού των Ηνωμένων Εθνών (UNWTO) υπολόγισε ότι ο κορονοϊός θα κοστίσει στον τουρισμό από 910 δισ. έως 1,2 τρισ. δολάρια και θα χαθούν πάνω από 100 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Μπορούν αυτές να “σωθούν” με κρατική πρωτοβουλία; Προφανώς όχι. Αλλά ούτε και πρέπει! Ο κορονοϊός έδωσε σε όλη την ανθρωπότητα ένα δυνατό σπρώξιμο προς όλες τις κατευθύνσεις. Άλλοι εκτοξεύονται και άλλοι καταβαραθρώνονται. Πολλά θα αλλάξουν στις μεταφορές, την εργασία, τις ψηφιακές εφαρμογές, το λιανικό εμπόριο, την εκπαίδευση, τα επαγγελματικά κτήρια, ακόμα κι αν βρεθεί εμβόλιο. Αυτό σημαίνει ότι όσο γρηγορότερα προσαρμοστούν οι επιχειρήσεις στα καινούργια δεδομένα, τόσο το καλύτερο για την Οικονομία, αλλά και για τους εργαζόμενους. Δεν υπάρχει καλύτερο σενάριο για μια επιχείρηση χωρίς προοπτική από το να κλείσει το ταχύτερον! Μόνο έτσι εργοδοσία και εργαζόμενοι μπορούν να στραφούν σε κάτι παραγωγικό που να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα. Αλλιώς και τη δουλειά τους θα χάσουν και, επιπλέον, θα έχουν χάσει πολύτιμο έδαφος στην νέα εποχή. Στην Ελλάδα αυτό δεν το έχουμε αντιληφθεί. Θεωρούμε κατάκτηση του εργαζόμενου να βρει μια καρέκλα, στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα και να σηκωθεί από αυτή, όταν πάρει σύνταξη. Όμως σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, κανονικότητα είναι να ανοίγουν και να κλείνουν επιχειρήσεις, να λανσάρονται και να απαξιώνονται τεχνολογίες, να αλλάζεις δουλειά, να αλλάζεις περιβάλλον, να αλλάζεις τρόπο εργασίας, να πέφτεις, να ξανασηκώνεσαι. Γιατί το κράτος/οι φόροι όλων μας να πριμοδοτεί τη στασιμότητα;

Το πώς, λοιπόν, θα αντιδράσει ο καθένας μας στις νέες συνθήκες είναι δικό του θέμα. Αλλά θα πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία να το κάνει – και γρήγορα μάλιστα. Όταν π.χ. ξεκινήσει η εστίαση, πόσους πελάτες θα περιμένει ο εστιάτορας την πρώτη μέρα λειτουργίας; Τι προμήθειες θα έχει; Πόσους μάγειρες και σερβιτόρους θα απασχολήσει; Τα ξενοδοχεία, με ποιο ποσοστό πληρότητας θα δουλεύουν; Με πόσους υπαλλήλους; Κι αν προκύψει κρούσμα κορονοϊού στους φιλοξενούμενος ή στο προσωπικό, τι θα συμβεί με την καραντίνα; Μπορείς να λειτουργήσεις σε τέτοια αβεβαιότητα, όταν ο νόμος σε υποχρεώνει να δηλώνεις τις υπερωρίες πριν καν ξεκινήσει η κανονική εργασία; Όταν είναι παράνομο μια καμαριέρα να βοηθήσει στην κουζίνα κόβοντας σαλάτα; Όταν πρέπει ο επιχειρηματίας ή ο διευθυντής να είναι όλη την ώρα πάνω από το ΕΡΓΑΝΗ καταχωρώντας αλλαγές; Και για να δούμε και άλλους τομείς της Οικονομίας, πώς θα αντιμετωπίσουν τη μείωση του αριθμού των μαθητών τα ιδιωτικά σχολεία, όταν δεν επιτρέπεται η απόλυση διδασκόντων στην ιδιωτική εκπαίδευση, παρά μόνο για λόγους ακαταλληλότητας; Τα μαγαζιά, όταν για να βάλεις στο ράφι ένα προϊόν που δεν προβλέπεται από τους ΚΑΔ, που έχεις δηλώσει, πρέπει να πάρεις πρώτα βεβαίωση από τον ΕΦΚΑ ότι είσαι ενήμερος, μετά να πας στο μητρώο της εφορίας, ο προϊστάμενος να στείλει υπάλληλο για αυτοψία, να συμπληρώσεις το έντυπο Μ3, να καταθέσεις φωτοτυπία αστυνομικής ταυτότητας για κάθε εταίρο, να ενημερώσεις το ΓΕΜΗ και τις τράπεζες, να αλλάξεις σφραγίδα και στοιχεία στην ταμειακή μηχανή! Κι όλα αυτά, εάν επιτρέπεται, διότι υπάρχουν προϊόντα (μη υγειονομικού ενδιαφέροντος) που δεν επιτρέπεται να πουλιούνται μαζί, σύμφωνα με νόμους – εκτρώματα που ο πελατειακός μηχανισμός όλων των κομμάτων σκάρωνε, υποκύπτοντας στις πιέσεις των συντεχνιών. Μια επιχείρηση που έχει άδεια για beach bar και για ξαπλώστρες στην παραλία απαγορεύεται να σου σερβίρει τον καφέ στην ξαπλώστρα! Ένας υπάλληλος που πήγε να δουλέψει σε κέντρο αναψυχής σε νησί για την καλοκαιρινή σεζόν δεν μπορεί, ακόμα κι αν θέλει, να εργαστεί πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών! Ένας ιδιοκτήτης ενοικιαζόμενων, που μπορεί να είναι και οικοδόμος, δεν μπορεί να κάνει εργασίες ανακαίνισης μόνος του, αν δεν πληρώσει ένσημα στο ΙΚΑ. Αν αράδιαζα όλους τους παραλογισμούς που εμπνεύστηκε το ελληνικό σοβιετιστάν για να απομυζά την παραγωγική διαδικασία, και το πόσες άδειες χρειάζονται για την πιο απλή επαγγελματική δραστηριότητα, θα διαβάζατε μέχρι αύριο.

Θριαμβολογούμε επειδή κατάφερε μια εταιρεία να φτιάξει μάσκες στην Ελλάδα, λες και πρόκειται για διαστημική τεχνολογία, με όλη την κυβέρνηση συμπαραστάτη που τη βοήθησε να παρακάμψει το σήριαλ των υπογραφών που θα έπρεπε να μαζέψει υπό “κανονικές” συνθήκες. Ρωτάω (το ρωτούσα και προ κορονοϊού): γιατί θα πρέπει να πάρεις άδεια από το κράτος να εγκαταστήσεις ένα μηχάνημα σε έναν βιομηχανικό χώρο; Μα, μέχρι τώρα η εταιρεία έφτιαχνε πλαστικά. Και λοιπόν; Χθες πλαστικά, σήμερα μάσκες, αύριο βίδες, μεθαύριο ξυλοκατασκευές. Αν δηλαδή, η χώρα δεν είχε πρόβλημα κορονοϊού, αλλά είχε ο υπόλοιπος κόσμος, δεν θα έπρεπε ένας έλληνας επιχειρηματίας, βλέποντας την ευκαιρία, να μπορεί ξεκινήσει την παραγωγή μασκών αμέσως, ακόμα κι αν ήταν 100% για εξαγωγή; Τι λόγος σού πέφτει, ηλίθιο κράτος, για το πώς αποφασίζω να βγάλω το ψωμί ή το παντεσπάνι μου; Όρισε χρήσεις γης και ζώνες όχλησης και άδειασέ μου τη γωνιά. Και τράβηξε επιτέλους το μακρύ σου χέρι από την τσέπη μου που την έχεις ξετινάξει, για να χρηματοδοτείς τους κομματικούς σου στρατούς, από τους οποίους δεν τολμάς να κόψεις ούτε δεκάρα, δουλεύουν δε δουλεύουν.

Δέκα μήνες τώρα, η τάχα μου μεταρρυθμιστική κυβέρνηση (σκέψου να μην ήταν) δεν κατάργησε ούτε μισή αράδα κρατικιστικής διαστροφής ως προς το επιχειρείν. Κι αν σε περιόδους σχετικής κανονικότητας (δεν την λες κανονικότητα τη 10ετή κρίση χρέους) όλα αυτά αντέχονται ως έναν βαθμό, στην κρίση του κορονοϊού (η οποία μέσα σε έναν χρόνο θα συρρικνώσει το ΑΕΠ περίπου στο ποσοστό που συρρικνώθηκε στα προηγούμενα 10 χρόνια) θα μας τσακίσουν. Η κρατική χρηματική ενίσχυση (από δικά σου λεφτά, θα το επαναλαμβάνω συνεχώς, μπας και το εμπεδώσουμε) είναι σαν καινούργια παπούτσια που χαρίζει το κράτος σε έναν δρομέα ενώ προηγουμένως του έχει δέσει τη σιδερένια μπάλα του κατάδικου στο πόδι και τον έχει βάλει να κρατάει και από μία βαλίτσα των 20 κιλών σε κάθε χέρι. Πόσο μακρυά θα πάει;

Σε τόσο δύσκολες συνθήκες θα πρέπει να μπορώ να βγάλω λεφτά με κάθε πρόσφορο τρόπο, εκτός της δουλειάς μου. Και να είναι όλοι νόμιμοι. Να μπορώ να πλέκω τερλίκια (τη θυμάστε την παράνομη γιαγιά;) να κάνω κηπουρική, να κρατάω παιδιά, να καθαρίζω σκάλες, να μαζεύω χόρτα, να πουλάω σπιτική λεμονάδα στους περαστικούς, όπως οι πιτσιρικάδες στις ΗΠΑ. Και κάθε εταιρεία να ρυθμίζει η ίδια τα εργασιακά της, επειδή κανένας δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί ο τζίρος σε όσους τομείς έχουν πληγεί βαριά. Δεν πάει από το 0 στο 50% με άλμα, επειδή έτσι το αποφάσισε ο υπουργός. Να μια πρόταση: αφαιρούνται τα λειτουργικά έξοδα και ό,τι περισσεύει το μοιράζονται οι εργαζόμενοι, με την αναλογία των αμοιβών που είχαν πριν την κρίση. Ανάλογες θα είναι και οι ασφαλιστικές εισφορές. Μέχρι να τεστάρουν αν βγαίνει το μαγαζί. Ταυτόχρονα, να έχουν όλοι τη δυνατότητα να αναλάβουν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ικανή να τους φέρει εισόδημα. Μόνο με τον ΑΦΜ και μια απλή δήλωση στο TAXIS. Έτσι όπως θα έπρεπε να γίνεται και στην “κανονικότητα”.

Το κρατικό “χουβαρδαλίκι” εκτός από το ότι καθηλώνει την Οικονομία, στέλνει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ στη στρατόσφαιρα και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στα τάρταρα. Όταν ηρεμήσουν τα πράγματα κι αρχίσουν οι αγορές να μετράν τα ερείπια και να απομακρύνουν τα μπάζα, με ποιο επιτόκιο θα δανειζόμαστε; Και πόσες θέσεις θα ανεβούμε στην αξιολόγηση του Doing Business ώστε κάποιος να πει: θα πάω να επενδύσω στην Ελλάδα και όχι στη Ρουάντα (ή στα Σκόπια); Πόσο θα έχει καταστήσει βιώσιμες τις επιχειρήσεις η πρόσκαιρη κρατική, οικονομική και μόνο, “στήριξη”;

Μία στήριξη μπορεί να υπάρξει για την Οικονομία: να σταματήσει το κράτος να την στηρίζει. Αλλά να σταματήσει και να την στραγγαλίζει.

Μοιραστείτε το:
Tagged