Ο Ερντογάν ετοιμάζει θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα…Ήρθε η ώρα να πάρει το μάθημά του;

Εξοπλισμοί
Μοιραστείτε το:

Τα έθνη εκείνα τα οποία ζητούν δι’ επαιτείας να προάγουν τα συμφέροντά των, δεν εμπνέουν σε πάντα αμερόληπτον κριτή παρά μόνον περιφρόνησιν

Ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν θα διστάσει να προκαλέσει στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα αν θεωρήσει ότι θα του εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση, την παραμονή του στην εξουσία και την προσωπική του ασφάλεια. Αυτή είναι η άποψη του Έλληνα Διπλωμάτη κ. Αλέξανδρου Π. Μαλλιά όπως δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Boulevard τη Τρίτη 18/02/2020.

Η εκτίμηση είναι πως μετά το στραπάτσο στον Έβρο ο Ερντογάν θα μεταφέρει το μέτωπο της σύγκρουσης στο Αιγαίο ή θα επιχειρήσει να καταλάβει ταυτόχρονα ελληνικές βραχονησίδες. Στη τελευταία περίπτωση η ελληνική αντίδραση θα μπορούσε να είναι ακόμη και η ανατίναξή τους. Σε περίπτωση που ο Ερντογάν επιχειρήσει να επιτεθεί στην Ελλάδα αυτή τη φορά θα πάρει το μάθημά του.

του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά, Πρέσβη επί τιμή

  1. Από αρθρογραφία σε έγκριτες και έγκυρες εφημερίδες πληροφορούμεθα ότι οι επίσημοι Τούρκοι μας επισημαίνουν-μας εγκαλούν ορθότερα-ότι δεν διαβάζουμε σωστά και με ακρίβεια την Τουρκία. Τι ακριβώς εννοούν; Ποιο μήνυμα θέλουν να μας περάσουν; Η απάντηση είναι απλή μεν επώδυνη δε. Χάριν οικονομίας την συνοψίζω ως εξής : «H Τουρκία είναι μία χώρα με τεράστιες δυνατότητες (capabilities), μια περιφερειακή υπερδύναμη και μία παγκόσμια δύναμη…». Αν η αποστροφή περιοριζόταν στην αλαζονική αυτή διατύπωση θα μπορούσαμε να περιοριστούμε στην καταγραφή των ενστάσεων, αμφισβητήσεων και υποσημειώσεων μας . Δυστυχώς έχει και την ακόλουθη συνέχεια “…Για τον λόγο αυτό πρέπει να μας φοβάστε και να προσέχετε την συμπεριφορά σας’’. Ο τόνος είναι σαφής και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ή ερμηνείας. Το δίλημμα που θέτει η Τουρκία είναι «συναινετική υποταγή ή πόλεμος». Ποια ερμηνεία άλλωστε επιδέχεται η συμπεριφορά της γειτονικής μας χώρας η πολιτική ηγεσία της οποίας ως πρώτη ή έστω ως δεύτερη επιλογή έχει τον επιθετικό, πόλεμο και την προβολή της διαρκούς απειλής στρατιωτικής επίθεσης ( casus belli);
  2. Ας αποφασίσουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. H Τουρκία έχει συστηματικά προβεί σε διεύρυνση, επέκταση και εμβάθυνση των νομικών της αμφισβητήσεων και των πολιτικών της διεκδικήσεων σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Ελλάδος. Οι θέσεις και οι επιδιώξεις της Άγκυρας είναι σταθερά και μόνιμα καταγεγραμμένες σε όλα τα επίσημα κείμενα της Τουρκίας εδώ και δεκαετίες. Επίσης, είναι δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας.

Να διευκρινίσουμε επίσης ότι έχουν δοθεί επίσημα και στην Ελλάδα. Βεβαίως και εμείς έχουμε από την πλευρά μας αντιδράσει σε κάθε περίπτωση γραπτώς και προφορικώς.

Νέα εν τούτοις κατάσταση αποτελεί η συστηματική και κλιμακούμενη μεταφορά τους από το πεδίο της πολιτικό-διπλωματικής αντιπαράθεσης στο θέατρο του στρατιωτικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού και επιθετικών αεροναυτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

  1. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να αξιολογηθεί ως απάντηση/αντίβαρο στην προβολή του αδύναμου μεν μέχρι πρότινος πραγματικού δε επιχειρήματος ότι στα περίπου 20 (18 στην ακρίβεια) χρόνια της κυριαρχίας του κ.Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία δεν έγινε θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το ακόλουθο: αν δεν έγινε μέχρι σήμερα «θερμό επεισόδιο», πού οφείλεται αυτό; Στην δήθεν «προσοχή» που επιδεικνύει η Άγκυρα ή μήπως στη δική μας φροντίδα και τακτική; Οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι κατ’ ανάγκην προσεκτικοί. Τα όσα διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό στο Αιγαίο και στην Νοτιό-ανατολική Μεσόγειο πρέπει επίσης να αποτελέσουν τον καταλύτη στον επαναπροσδιορισμό όσο και στην οριοθέτηση της απειλής (προθέσεις – δυνατότητες ). Η στρατιωτική απειλή είναι άμεση και η εκδήλωσή ενός λεγομένου «θερμού επεισοδίου» πιθανή. Για κάποιους θεωρείται ίσως και αναπόφευκτη. Προς συμπλήρωση της μεγάλης εικόνας, να θυμηθούμε ότι η πολιτική του Προέδρου κ.Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ιδίως μετά το 2012, είναι ευμετάβλητη, αλλοπρόσαλλη, ευκαιριακή και κατά κανόνα προσαρμόζεται στις προσωπικές του πολιτικές επιλογές και στους δικούς του πολιτικούς στόχους, ίσως και οράματα. Εντός της Τουρκίας πρωτίστως, αλλά και εκτός αυτής. Κάθε κίνηση και επιλογή του Τούρκου Προέδρου σχετίζεται πλέον με την δική του προσωπική πολιτική κατίσχυση, επιβίωση και ασφάλεια.

Ακριβώς την ίδια «απρόβλεπτη ευελιξία» επέδειξε ο Πρόεδρος Ερντογάν και στα μέτωπα της Συρίας. Καίτοι θεωρητικά ο αντίπαλος του είναι ο Άσσαντ, εν τούτοις συστρατεύτηκε με το Ιράν και τη Ρωσία , τους στενότερους και σταθερότερους συμμάχους του. Συνεπώς, ας παραδεχθούμε ότι ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένο να θεωρούμε ότι η έναντι της Ελλάδος πολιτική του Προέδρου κ. Ερντογάν αποτελούσε «σταθερή παράμετρο». Στην εξωτερική πολιτική η βασιζόμενη στην στατιστική εμπειρική ανάλυση δεν αποτελεί πάντοτε μια ασφαλή πυξίδα πλοήγησης. Διαψεύδονται τώρα όσοι πίστεψαν (πιστέψαμε) στον ειρηνοποιό και μεταρρυθμιστή Ερντογάν.

  1. Η μόνη ασφαλής πρόβλεψη σήμερα είναι ακριβώς η αδυναμία εκτίμησης του σημείου σύγκρουσης μέχρι το οποίο θα ήταν διατεθειμένος και πρόθυμος να προχωρήσει ο Πρόεδρος της Τουρκίας και η μεγάλη ομάδα των παραδοσιακών πολιτικών του συνοδοιπόρων στην κλιμάκωση των στρατιωτικών ενεργειών στο Αιγαίο. Πιθανώς και αλλού( Θράκη;) προκειμένου να περιορίσει την αμφισβήτηση του και να ενισχύσει την αποδοχή του στο εσωτερικό της χώρας του. Ας ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ τη διπλωματία μονόδρομο και αναγκαία, χρήσιμη και σκόπιμη την άμεση και συνεχή επικοινωνία με την Άγκυρα στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Ειδικά στη φάση αυτή που από τη δική μας πλευρά απαιτείται αυξημένη αποφασιστικότητα, στρατιωτική ετοιμότητα συνάμα δε σύνεση.

Η στάση μας δεν είναι δυσνόητη και περίπλοκη. Η στρατιωτική εμπλοκή δεν ήταν και δεν είναι επιλογή της Ελλάδος. Εάν όμως καταστεί αναπόφευκτη με πρωτοβουλία της γειτονικής Τουρκίας, η Ελλάδα διαθέτει τη θέληση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να απαντήσει.

  1. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν ήδη, καλόν είναι να προσθέσουμε επίσης και την «αρχή της αναλογικότητας», η οποία φαίνεται ότι διέπει τη δέσμη των δικών μας απαντήσεων στις καθημερινές επιθετικές κινήσεις και ενέργειες των Τούρκων. Ας σημειώσουμε, όμως, ότι η επίκληση της εν λόγω αρχής δεν είναι απολύτως ακριβής. Αναλογικότητα σημαίνει ανάλογη με την πρόκληση απάντηση. Αναχαιτίζουμε μεν τις επιχειρήσεις του αντιπάλου στο καθημερινό αεροναυτικό θέατρο επιχειρήσεων στο Αιγαίο, αλλά δεν προβαίνουμε σε παραβιάσεις του τουρκικού εναερίου χώρου. Η αρχή της αναλογικότητας ως θέση αφορά κυρίως στην ευέλικτη αντίδραση στη διάρκεια μιας κρίσης με πολιτικό στόχο την επίτευξη ανταπόδοσης αντίστοιχης με την εχθρική ενέργεια, ώστε το πολιτικό αποτέλεσμα να ακυρώνει κάθε προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων.

Επιπλέον, η συμμετρία και η αναλογία υπάρχουν, ισορροπούν θα έλεγα καλύτερα, μεταξύ δύο ισοδύναμων. Ή έστω μεταξύ δύο παικτών ενός μαθηματικού παιγνίου, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν ίσες ευκαιρίες προώθησης και εν τέλει επιβολής των θέσεών τους. Η επίδειξη και η χρήση στρατιωτικής δύναμης χαρακτηρίζουν την πολιτική της Τουρκίας σε βάθος χρόνου. Σήμερα, η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που εξακολουθεί να διατηρεί παράνομα στρατεύματα κατοχής σε έδαφος χώρας (Κύπρος) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις επιχειρούν από γης και αέρος στην Συρία. Στο πρόσφατο παρελθόν, η Άγκυρα είχε επανειλημμένα απειλήσει ότι θα επέμβει και στο Ιράκ.

6.Ταυτόχρονα, κατά παράβαση του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 2 παράγραφος 4), της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι και των θεμελιωδών κανόνων της αρχής της καλής γειτονίας, κλιμακώνει την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας κατά του ελλαδικού χώρου. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η Τουρκία κατά παράβαση του Χάρτου του ΟΗΕ διατηρεί την μόνιμη απειλή πολέμου (casus belli) κατά της Ελλάδος. Η πραγματικότητα αυτή σε συνδυασμό με τον ασταθή, ρευστό και τον στρατηγικά απρόβλεπτο χαρακτήρα του σημερινού γείτονά μας, οδηγεί σε αναγκαστικές και επιβαλλόμενες αποφάσεις για την ολοκλήρωση και ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Αμυντικής, πολιτικής και διπλωματικής.

  1. Επίσημες αποκαλύψεις στην Τουρκία επιβεβαίωναν ότι η επίδειξη στρατιωτικής ισχύος στο Aιγαίο με στόχο την πρόκληση στρατιωτικού επεισοδίου και πολεμικής κρίσης υπήρχε ήδη και με μεθοδικότητα προετοιμαζόταν στην Τουρκία. Θυμίζουμε ότι στο κατηγορητήριο για την υπόθεση του Σχεδίου «Βαριοπούλα» κ.λπ. αποκαλύφθηκε σχέδιο πρόκλησης πολεμικής εμπλοκής στο Αιγαίο για λόγους καθαρά εσωτερικής πολιτικής.

Σήμερα, αλήθεια, ποια Τουρκία έχουμε απέναντι μας; Μάθαμε να συμβιώνουμε, φθάνοντας μάλιστα στο κατώφλι της πολεμικής σύγκρουσης (1976, 1987, 1996), με μια άλλη Τουρκία. Τη λεγόμενη Κεμαλική Τουρκία. Σήμερα, έχουμε έναν εντελώς διαφορετικό γείτονα. αιφνιδιάζει και εμάς με τη συμπεριφορά του. Δεν τον γνωρίζουμε καλά. Προσπαθούμε να τον καταλάβουμε. Η νέα Τουρκία όμως μας γνωρίζει.

  1. Διαπιστώνουμε ότι, παρά τον εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα των διακηρυγμένων αρχών του σημερινού πολιτικού Συστήματος, η ηγεσία της σημερινής μετα-Κεμαλικής Τουρκίας μετέρχεται των ίδιων ακριβώς μέσων. Μεθοδεύει την πρόκληση εμπλοκής, επεισοδίου ή έστω ατυχήματος στο Αιγαίο. Αεροπορικό ατύχημα όπως το ονομάσαμε με εμπλοκή τουρκικών και ελληνικών πολεμικών αεροσκαφών, συνέβη τον Μάιο του 2006. Κάτι αντίστοιχο σήμερα θα είχε την ίδια «διαχείριση» και εξέλιξη; Ένα ατύχημα στον εναέριο χώρο μας δεν θα μπορούσε σήμερα να μετατραπεί σε επεισόδιο και να αποτελέσει το πρόσχημα, και ίσως την αφετηρία, μιας στρατιωτικής εμπλοκής;

Χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές έχω υποχρέωση κάνω την ακόλουθη αξιολόγηση της κατάστασης: Ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν θα διστάσει να προκαλέσει στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα αν θεωρήσει ότι θα του εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση, την παραμονή του στην εξουσία και την προσωπική του ασφάλεια. Στην απόφασή του αυτή θα έχει την ομόθυμη στήριξη του συνόλου του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας και θα προκαλέσει την αγαλλίαση και τον ενθουσιασμό της κοινής γνώμης. Η σκληρή τιμωρητική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν ο υψηλότερος κοινός παρονομαστής στην Κεμαλική Τουρκία. Παραμένει ανεξαρτήτως ιδεολογίας και ηγεσίας η πανίσχυρη συγκολλητική ουσία και στην μετά-Κεμαλική Τουρκία του Προέδρου κ. Ερντογάν.

Πως όμως έχουμε φτάσει στο σημείο αυτό; Η ψυχρή και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ανάλυση της κατάστασης μας υποχρεώνει στην επισήμανση ορισμένων σταθερών του υπέρ – περιφερειακού συστήματος ισορροπίας. Ειδικότερα:

  1. Το δίδυμο Ρωσίας-Τουρκίας επιχειρεί να καλύψει το κενό της προσεκτικής μετατόπισης του κέντρου βάρους των συμφερόντων και προτεραιοτήτων εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή προς την Κίνα και τον Ειρηνικό και ταυτόχρονα της αδυναμίας της Ε.Ε. Είχαμε εθισθεί να περιμένουμε από την Υπερδύναμη να έχει παντού και πάντοτε τον πρώτο ρόλο. Τον παίζει όταν το επιθυμεί κατά περίπτωση ( Ειρηνευτικό Σχέδιο Τραμπ για Μέση Ανατολή). Η διαίρεση και απουσία επιρροής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ανησυχητική εσωστρέφεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επιτείνουν την σύγκρουση των συμφερόντων των κρατών-μελών, που εν μέρει εξηγείται και από την απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής. Ενίοτε δυστυχώς και κοινότητας αξιών.

Η στρατιωτική επέμβαση συγκεκριμένων χωρών στην Συρία έγινε με τη προσχηματική επίκληση του «διεθνούς δικαίου» στόχευε δε αποκλειστικά στην προάσπιση των συμφερόντων τους. Οι δύο Συμφωνίες που υπέγραψε διαδοχικά ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Μάϊκ Πενς και με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν συνιστούν τριμερή διευθέτηση με δύο ομόκεντρους (Τουρκία στο κέντρο ) κύκλους. Η εγκάρδια σχέση Πούτιν – Ερντογάν , παρά την δοκιμασία που υφίσταται λόγω των εξελίξεων στο μέτωπο του Ιντλίμπ (Συρία) ευδοκιμεί σε μία εποχή όπου η πλειοψηφία των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ με την Ρωσική Ομοσπονδία υποβαθμίζουν τις σχέσεις τους με την Ρωσία. Ενισχύουν έτσι την σημασία της Τουρκίας στην Μόσχα.

  1. Επιπλέον, οι Πρόεδροι Ερντογάν και Πούτιν μοίρασαν το πεδίο ευθύνης και στη Λιβύη. Το συριακό μοντέλο των εμπλεκομένων στη πολεμική σύγκρουση δίδυμου ειρηνοποιών προβάλλεται ως αποτελεσματικό πρότυπο. Στην Διάσκεψη του Βερολίνου μετείχαν άλλωστε με την ιδιότητα του «ειρηνοποιού» και οι ηγέτες χωρών που «επηρεάζουν» καθόσον στηρίζουν τους αντιμαχόμενους. Η Λιβυο-Τουρκική Στρατιωτική Συμφωνία (Μνημόνιο Συνεργασίας) δεν περιορίζεται στα χερσαία εδάφη της Λιβύης. Ως πεδίο εφαρμογής έχει επίσης τα «κατά αέρα και θάλασσα σύνορα». Η Συμφωνία (Μνημόνιο) για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη αγνοεί την εδαφική ολοκλήρωση και την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Η Τουρκο – Λιβυκή ερμηνεία της διμερούς Συμφωνίας (Μνημονίου) για την Α.Ο.Ζ. είναι ότι οι δύο χώρες αποκτούν θαλάσσια σύνορα ακόμη και σε περιοχές που υπάρχουν ελληνικά νησιά και ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Η Στρατιωτική Συμφωνία και η Συμφωνία για την Α.Ο.Ζ. αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης συμπράττει με ένα κράτος μέλος του ΝΑΤΟ σε βάρος της κυριαρχίας ενός άλλου κράτους –μέλους (!).
  2. Ως προς τι αλήθεια εξασφαλίζεται σήμερα η Ελλάδα από το Άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ που στηρίζεται στο υποθετικό δόγμα αλληλεγγύης «καθένας για όλους, όλοι για ένα»; Δεν μας καλύπτει από την υφιστάμενη απειλή πολέμου (casus belli ) της Τουρκίας ούτε από τις εδαφικού χαρακτήρα νομικές αμφισβητήσεις και πολιτικές της διεκδικήσεις. Μας καλύπτει άραγε από τη στρατιωτική σύμπραξη τρίτης χώρας (Λιβύης) με ένα ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο μας (Τουρκία); Ας δοκιμάσουμε να φέρουμε προς συζήτηση το ζήτημα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου. Όταν ενέργειες τρίτης χώρας σε απειλούν δικαιούσαι να προκαλέσεις συζήτηση.

Για όσους διαφωνούν ή έστω αμφισβητούν. Αν η Ελλάδα ένιωθε εξασφαλισμένη από το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ –στο βαθμό τουλάχιστον πού νιώθουν όλοι ανεξαιρέτως οι σύμμαχοι μας της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης- ουδείς λόγος θα υπήρχε να υπογραμμίζουμε τη χρησιμότητα ήδη από το 1975 ( πρακτικό συνομιλιών 29ης Μάϊου 1975 Κωνσταντίνου Καραμανλή με Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ) προσθέτων διμερών Αμερικανικών διαβεβαιώσεων. Εκδηλώθηκαν με την επιστολή Χένρυ Κίσσιντζερ (10 Απριλίου1976). Η πρόσφατη επιστολή του Αμερικανού ΥΠΕΞ κ. Μάϊκ Πομπέο προς τον κ. Πρωθυπουργό συνδέεται μεν άμεσα με την κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας ,έρχεται δε ως επιστέγασμα της καλής εικόνας της επίσκεψης του κυρίου Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον . Σε εποχή κατά την οποία οι συμμαχίες δεν είναι δεδομένες και η εκδήλωση εταιρικής αλληλεγγύης συχνά θεωρητική. Εν μέσω της σοβαρότερης μετά το 1996 κλιμάκωσης των τουρκικών απειλών και καθημερινών στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και στην περιοχή που ανέκαθεν η Τουρκία αποκαλούσε Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση μου αυτή άλλωστε κυριαρχεί άλλωστε και στο Δοκίμιο «Στον Αστερισμό του Προέδρου Τραμπ -Η Νέα Τουρκία και Εμείς». (*)

  1. Η Άγκυρα προτάσσει συστηματικά την αποστρατιωτικοποίηση συγκεκριμένων νήσων του Αρχιπελάγους και αμφισβητεί την κυριαρχία πολλών άλλων. Ήδη στις 23 Ιανουαρίου 1975 (!) ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ ανέφερε ότι «το μισό Αιγαίο ανήκει στην Τουρκία και το άλλο μισό την Ελλάδα». Επιπλέον, σταθερά το ζήτημα της λεγόμενης συνεκμετάλλευσης και της αποστρατιωτικοποίησης ετίθετο ως όρος ήδη από το 1975 μετά την υπαναχώρησή της Τουρκίας από την κατ’ αρχήν συμφωνία για υπογραφή συνυποσχετικού για την Χάγη (Κοινό Ανακοινωθέν Συνάντησης Κωνσταντίνου Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, Βρυξέλλες, 31 Μάϊου 1975). Προτάσσοντας την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ η Τουρκία θεωρεί ότι ο κίνδυνος και η απειλή πολέμου ( casus belli) της αποφέρουν ήδη πλεονεκτήματα. Έναντι γειτόνων της. Ακυρώνει ή έστω εξασθενίζει την ψυχολογία της ασφάλειας και την αυτοπεποίθηση. Το δίλημμα «συνθηκολόγηση / υποταγή ή σύγκρουση» δεν είναι νέο. Είναι τόσο παλιό, όσο και αυτός εδώ ο τόπος. Η υπό συνθήκες φόβου, μοιρολατρίας ή δημόσιας ομολογίας αδυναμίας προσαγωγή σε μία συνολική διαπραγμάτευση αποτελεί ασφαλή μέθοδο για διπλωματική/πολιτική ήττα.
  2. Εδώ και χρόνια στην Ελλάδα κυριαρχούν δύο σχολές: Την μία διαμόρφωσε άθελά του ένας πρώην Υπουργός Εξωτερικών, από τους ελάχιστους ‘’σοφούς’’ που διαθέτει σήμερα η Ελλάδα. Ως βέλτιστη εφικτή επιλογή σταθερά προέκρινε την πολιτική της «υπομονής και επιμονής». Μικρά και σταθερά βήματα προς τα εμπρός χωρίς άλματα στο κενό. Στον αντίποδα της είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούν με πολιτική κινητικότητα και προσωπική γοητεία να ταράξουν τα ‘’λιμνάζοντα ύδατα’’…». Αυτή είναι η κατ’ ευφημισμό αυτό-αποκαλούμενη σχολή της κινητικότητας. Στην πραγματικότητα είναι η σχολή που δημιουργεί άθελά της θέλω να πιστεύω σύγχυση και στέλνει λάθος μήνυμα δίνοντας την εντύπωση ότι συναινεί να συζητήσει με την Τουρκία ζητήματα τα οποία θεωρούμε –μέχρι τώρα εν πάση περιπτώσει- ότι αγγίζουν κυριαρχικά μας δικαιώματα. Όχι σπάνια θεωρεί ότι η Ελλάδα και η δήθεν διστακτικότητα μας είναι η ρίζα του κακού για τα προβλήματα μας με τη Τουρκία…

Στην πραγματικότητα η ανάλυση που προσπαθούν να προβάλλουν τελευταία στην Ελλάδα είναι η ακόλουθη: Έχουμε χάσει πολλές ευκαιρίες να λύσουμε τα προβλήματα και τις διαφορές μας με την Τουρκία. Ή θα τα λύσουμε τώρα με συμβιβασμό ή θα αναγκασθούμε αύριο να κάνουμε παραχωρήσεις μετά από πολεμική σύγκρουση ή έστω για να την αποφύγουμε. Δηλαδή, ας κάνουμε τώρα κάποιες παραχωρήσεις υποχωρώντας από τις θέσεις και γραμμές μας (κόκκινες, κίτρινες, πράσινες ή μπλε δεν έχει σημασία) ενώπιον της υποθετικής και αβέβαιης προοπτικής ότι ίσως αναγκαστούμε εκόντες άκοντες να κάνουμε αύριο…

  1. Την νέα αυτή σχολή που διαμορφώνεται αποκαλώ σχολή της «πολιτικής της μίας επιλογής». Μας λέγει ότι δεν έχουμε άλλη. Αλήθεια ποιο εγχειρίδιο εξωτερικής πολικής και διαπραγμάτευσης διδάσκει ότι φρόνιμο είναι να αναζητούμε τη λύση η οποία εκ των προτέρων έχει επιβληθεί; Φοβίες, μοιρολατρία, ανασφάλεια, αυτό-ενοχοποίηση της Ελλάδος, των πολιτικών των στρατιωτικών και των διπλωματών της και η αίσθηση αδυναμίας και υποχωρητικής διάθεσης που άστοχα και άσκοπα θέλω να πιστεύω καλλιεργούνται είναι ανησυχητικά συμπτώματα. Όπως ακόμη πλέον επικίνδυνα είναι τα άκριτα συνθήματα και επικίνδυνες ιαχές περί πολέμου.

Αλήθεια ποιες είναι οι αντίστοιχες σχολές σήμερα στην Τουρκία; Μία μόνο. Είναι αποκλειστικά η μία και μόνη σχολή της Αγκύρας που απαιτεί κυριολεκτικά «γην και ύδωρ». Ανεξαρτήτως κυβέρνησης και κυβερνήτη.

  1. O Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας από το Βήμα της Βουλής των Ελλήνων στις 10 Οκτωβρίου 1911, είχε πει ότι «…τα έθνη εκείνα τα οποία ζητούν δι’ επαιτείας να προάγουν τα συμφέροντά των, δεν εμπνέουν σε πάντα αμερόληπτον κριτή παρά μόνον περιφρόνησιν…».

*«Στον Αστερισμό του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ -Η Νέα Τουρκία και Εμείς» (Δοκίμιο, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2017, 2ης έκδοση 2018).

Παρόμοια είναι η οπτική και της κυπριακής εφημερίδας Φιλελεύθερος η οποία ανέβασε ένα άρθρο για τις προθέσεις του Ερντογάν να προκαλέσει θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα.

Προβάρει κοστούμι για θερμό επεισόδιο η Άγκυρα, με ενέργειες και κινήσεις οι οποίες εντείνονται την τελευταία περίοδο με σαφείς στόχους και επιδιώξεις, όπως αναφέρει δημοσίευμα της κυπριακής εφημερίδας “Φιλελεύθερος”.

Η Αθήνα από την πλευρά της παρακολουθεί τις τουρκικές ενέργειες και τις αξιολογεί καθώς παρατηρείται προδήλως μια κλιμάκωση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις στην Αθήνα, η Άγκυρα, αισθανόμενη την πίεση που δέχεται σε διάφορα μέτωπα, επιχειρεί να βρει διέξοδο “επιτυχίας” και στρέφεται προς την Ελλάδα. Το καθεστώς Ερντογάν επιλέγει να εξωτερικεύσει την κρίση, τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει, αναβαθμίζοντας την επιθετική του τακτική έναντι Ελλάδος και Κύπρου.

Την τελευταία περίοδο, η Τουρκία δοκιμάζει τις αντοχές της Αθήνας και στη βάση της αντίδρασής της διαμορφώνει και τα επόμενα βήματα. Είναι σαφές πως δεν πρόκειται να κάνει πίσω εκτός κι εάν κερδίσει πόντους. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα συγκεντρώνει υλικό από τις τουρκικές προκλήσεις και το διαβιβάζει σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε. αναζητώντας στήριξη από συμμάχους και εταίρους.

Ανεξαρτήτως της όποιας κατανόησης ενδεχομένως να βρίσκει η Αθήνα από τρίτους στη μάχη αυτή με την Άγκυρα, είναι προφανές πως η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται έτοιμη και αποφασισμένη να παίξει τα ρέστα της, καθώς δεν θέλει να χάσει έδαφος. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ένα παιγνίδι επικράτησης και στρατηγικού ελέγχου στην περιοχή, ενώ στο μενού είναι και το φυσικό αέριο.

Πώς θέλει η κατοχική Τουρκία να διαμορφωθεί το σκηνικό και ποιες οι επιδιώξεις της στην παρούσα φάση;

Πρώτο, παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά φαίνεται να αντέχει στην πίεση στον Έβρο και την προώθηση από την Τουρκία μεταναστευτικών ροών (και στη θάλασσα), πρόθεση της Άγκυρας είναι να διατηρήσει το σκηνικό στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Κι αυτό γιατί το καθεστώς Ερντογάν εκτιμά πως η Αθήνα δεν θα αντέξει την πίεση, ούτε μπορεί να διαχειριστεί τέτοιες συνθήκες για μακρά περίοδο, και αναμένει πως η ελληνική πλευρά θα προσπαθήσει να ανοίξει κανάλια επικοινωνίας μαζί του.

Αυτή τη στιγμή, με επιλογή Ερνογάν, δεν υπάρχει επικοινωνία και στην Άγκυρα αναμένουν τη στιγμή που η Αθήνα θα επιχειρήσει να ανοίξει εκ νέου κανάλια διαλόγου για αποκλιμάκωση. Και είναι προφανές πως όταν κλιμακώνει την ένταση η τουρκική πλευρά και όχι η ελληνική και επιχειρείται εκτόνωση του κλίματος, προίκα θα μείνει στον ταραχοποιό.

Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό της Ελλάδος Νίκο Κοτζιά (σε συνέντευξή του στην ελλαδική ιστοσελίδα Libre.gr), η Τουρκία χρησιμοποιεί ήδη το Προσφυγικό ως υποκατάστατο θερμού επεισοδίου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι στις 28 Φεβρουαρίου η Άγκυρα ανακοίνωσε ότι ανοίγει τα σύνορά της για διοχέτευση μεταναστών προς την Ευρώπη, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα. Έκτοτε διατηρείται ένα σκηνικό έντασης στα σύνορα.

Δεύτερο, μέσα σε λίγες ημέρες η Άγκυρα φλέρταρε με θερμό επεισόδιο. Ήθελε να το προκαλέσει αλλά δεν της βγήκε; Δοκίμαζε τα όρια της Ελλάδος για να καταγράψει αντιδράσεις και αναλόγως να συνεχίσει. Η τουρκική φόρμουλα προβλέπει πως εάν δεν υπάρξει αντίδραση στην πρόκληση, τότε τούτο εκλαμβάνεται ως αδυναμία και αναβαθμίζει την τακτική της έντασης.

Την περασμένη εβδομάδα, στις 11 Μαρτίου, υπήρξε σκόπιμο κτύπημα σκάφους του ελληνικού λιμενικού από τουρκική ακταιωρό κοντά στο νησί Κω, ενώ την ίδια ημέρα καταγράφηκε υπέρπτηση ζεύγους τουρκικών μαχητικών πάνω από τον Έβρο. Και μάλιστα σε χαμηλό ύψος. Επίσης υπερπτήσεις έγιναν και νοτιοδυτικά της Χίου. Σημειώνεται συναφώς ότι προηγήθηκε προ ημερών, στις 6 Μαρτίου, παρενόχληση σκάφους του ελληνικού Λιμενικού από σκάφος της τουρκικής ακτοφυλακής.

Στα πρόσφατα γεγονότα θα πρέπει να προστεθούν και μια σειρά από άλλα, τα οποία συνδέονται με τον σχεδιασμό της Άγκυρας για πρόκληση έντασης, με απώτερο στόχο την επιβολή τετελεσμένων. Η αποστολή του ερευνητικού σκάφους “Όρουτς Ρέις”, την 31η Ιανουαρίου, επέτειο των Ιμίων, σε θαλάσσια περιοχή της Ελλάδος. Παρέμεινε περίπου ένα 24ωρο και αποχώρησε κατευθυνόμενο προς την κυπριακή ΑΟΖ. Η Αθήνα επιχείρησε να υποβαθμίσει το γεγονός, σε βαθμό που απέδωσε την πρόκληση στις… καιρικές συνθήκες. Η προσέγγιση αυτή της Αθήνας προφανώς και οδήγησε την Τουρκία να επιλέξει την κλιμάκωση.

Είναι ένα παιγνίδι αντοχής και ισχύος. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παίζει ένα παιγνίδι το οποίο ενδεχομένως να καθορίσει και το πολιτικό του μέλλον. Ήδη στο εσωτερικό δεν είναι τόσο ισχυρός όσο ήταν. Περαιτέρω, οι σχεδιασμοί του δεν φαίνεται να υλοποιούνται όπως θα ήθελε. Παραμένει, ωστόσο, βασικός παίκτης στην περιοχή και εξακολουθεί να αξιοποιεί στο έπακρο τη στρατιωτική ισχύ της χώρας του. Γνωρίζει παράλληλα πως παραμένει δύναμη, την οποία θέλουν να έχουν από κοντά οι Δυτικοί (και η Ρωσία), γεγονός το οποίο εκμεταλλεύεται.

Το μεγάλο του στοίχημα για τον καθορισμό των επόμενων βημάτων της Τουρκίας είναι τι θα γίνει στην κρίση με την Ελλάδα, όπως ασφαλώς και στα άλλα δύο μέτωπα, τη Συρία και τη Λιβύη. Έχει, επίσης, το μέτωπο της ανατολικής Μεσογείου, αλλά σε ό,τι αφορά την Κύπρο, το πάρτι θα συνεχιστεί. Εκτός κι εάν υπάρξουν ανατροπές στα άλλα μέτωπα.

Πηγή: philenews.com

Μοιραστείτε το:
Tagged