Ο απερχόμενος κος «Τίποτα» του ΙΕΠ και οι αμπελοφιλοσοφίες του ως αιτιολογία παραγωγής έργου

Οργανισμοί – Ιδρύματα
Μοιραστείτε το:

Στην Ελλάδα, -έχει ειπωθεί κατά κόρο-, ο καθένας μπορεί να δηλώσει  ότι είναι, αρκεί ο ίδιος να το νομίζει. Κάπως έτσι  είναι και η κατάσταση με τον απερχόμενο Πρόεδρο του ΙΕΠ, τον επονομαζόμενο και κο «Τίποτα», λόγο του μηδενικού πραγματικού έργου που παρήγαγε στα τέσσερα χρόνια που βρίσκονταν στο τιμόνι του Ινστιτούτου.

Ο ίδιος επιχειρεί με ένα μακροσκελές και προσωπικού χαρακτήρα κείμενο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα alfavita.gr, να χαρακτηρίσει την θητεία του, ως την ποιο γόνιμη που υπήρξε στον σύντομο βίο του ΙΕΠ, αναμασώντας αμπελοφιλοσοφίες περί εσωτερικής δημοκρατίας και στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος στο κενοφανές «τι θέλουν» οι μαθητές να μάθουν και όχι στο «τι θα πρέπει να μαθαίνουν».

Αυτό που «εμβρυθώς» αναλύει και υποστηρίζει ο κος πρώην Πρόεδρος του ΙΕΠ, είναι σαν το μικρό παιδί που πάει με τους γονείς του σε ένα σούπερ μάρκετ για να προμηθευτούν τα κατάλληλα για την ανάπτυξή και υγεία του είδη διατροφής, αλλά παρεμβαίνοντας με δοτή εξουσία ο Διευθυντής πωλήσεων του καταστήματος να επιβάλει την προμήθεια όλων των «σκ@τών» που ο μικρός επιλέγει ουρλιάζοντας για να γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις του.

Όσο για την «δημοκρατία» που όπως επέρετε επέβαλε στην εσωτερική λειτουργία του ΙΕΠ, αυτό για όσους έχουν γνώση και κυρίως εκ του αποτελέσματος μπορεί κάλιστα να προσομειωθεί με το «μπάτε σκύλοι και αλέστε». Χαρακτηριστικό δε είναι το παράδειγμα των παιδαγωγικών εγκυκλίων που για να διορθωθούν τα λάθη τους απαιτούνταν δύο και ενίοτε 5 επαναλήψεις και διορθωτικών παρεμβάσεων.

Σε ότι δε αφορά την «αναβάθμιση» της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα ήταν καλό για τον ίδιο και την υστεροφημία του να μην την είχε αναφέρει καθόλου, αφού είναι κοινά διαπιστωμένο ότι καιι «γενικοποιήθηκε» και δεν έγινε ισότιμη με τη γενική, όπως ήταν ο στρατηγικός στόχος που ο ίδιος και τα υπ’ αυτόν στελέχη του ΙΕΠ είχαν πολλάκις εξαγγείλει.

Τουλάχιστον για την απόδοση της Αλήθειας ο απερχόμενος κος Πρόεδρος στον αποχαιρετιστήριο μίνι απολογισμό του, θα έπρεπε να παραθέσει και μερικά στοιχεία, όπως α) ποιες και πόσες ήταν οι πρόσθετες αμοιβές των στελεχών του ΙΕΠ κατά την διάρκεια της θητείας του, β) ποια αναλυτικά προγράμματα και ποια διδακτικά βιβλία ανανεώθηκαν, γ) πως και με ποιους τρόπους η Ειδική Αγωγή πήρε μπροστά, δ) πως και για ποιους λόγους έφθασαν οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο 30%  του συνόλου του μαθητικού δυναμικού δημιουργώντας έτσι βραχνά που πνίγει τις σχολικές μονάδες και ε) τι έκανε ο ίδιος και τα στελέχη διοίκησής του για τις εκατοντάδες των εκπαιδευτικών που για διαφόρους λόγους δεν μπορούν να εκπληρώσουν τα διδακτικά καθηκοντά τους, αλλα συνεχίζουν να παραμένουν μέσα στις αίθουσες.

Θα έπρεπε επίσης να δώσει στοιχεία για την «δημοκρατία» μέσα στο ΙEΠ και την ηγεμονία συγκεκριμένων στελεχών της διοίκησής του που ελέω του ιδίου, ως πολυπράγμωνα είχαν άποψη αλλά και δεσμευτική εξουσία σχεδόν επί παντός επιστιτού..

Αυτά προς το παρόν…

Υ.Γ.: Σε ότι αφορά τον χαρακτησριμό «κος Τίποτα», αυτό ΄χει συνάφεια και μάλιστα αποκλειστική μόνο με το έργο του στο ΙΕΠ, αφού κατά τα άλλα η διαδρομή του πιστοποιεί ότι υπήρξε ένας πολύ επιτυχημένος επαγγελματίας της Εκπαίδευσης.

Διαβάστε στην συνέχεια το αποχαιρετιστήριο του απερχόμενου Προέδρου του ΙΕΠ, χωρίς περικοπές, όπως δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα alfavita.gr.

Vukentra.com

————————

Εκπαίδευση και πολιτική: Τέσσερα χρόνια δουλειάς στο ΙΕΠ

του Γεράσιμου Κουζέλη, απερχόμενου προέδρου του ΙΕΠ

Καθώς είναι γνώρισμα της πιο δημοκρατικής έγνοιας που συνδέθηκε με το διαφωτισμό, η ουσιαστική φροντίδα για την εκπαίδευση συνοδεύει όλες τις προοδευτικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Κι αντίθετα, όπου η συντήρηση επανενσκήπτει, η εκπαίδευση είναι το πρώτο θύμα.

Η ανάληψη της ευθύνης του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής το 2015, σε μια στιγμή ιστορικής μεταβολής του πολιτικού τοπίου, σήμαινε για το νέο ΔΣ σχεδιασμό πολιτικών για την μέσω της παιδείας υπεράσπιση και εμβάθυνση της δημοκρατίας. Και το σήμαινε πολλαπλά.

Παιδεία για όλους

Το σήμαινε κυρίως ως σύνολο πρωτοβουλιών που εξασφαλίζουν παιδεία σε όλους ―υψηλή παιδεία και σε όλους ανεξαιρέτως (ο ενιαίος τύπος σχολείων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί μια θεσμική κατάκτηση προς αυτή την κατεύθυνση). Γιατί η διακύβευση της ισότητας κρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην εκπαίδευση και κυρίως εντός αυτής παίρνουν χαρακτήρα «νόμιμης» ή και «φυσικής» διαφοράς οι κοινωνικές διακρίσεις.

Η πιο καίρια εκπαιδευτική συμβολή στον αγώνα για περισσότερη και πιο ουσιαστική δημοκρατία είναι έτσι εκείνη που υπερβαίνει την παροχή «ευκαιριών» και εξασφαλίζει την αξιοποίησή τους -από μαθητές και μαθήτριες κάθε καταγωγής και σε κάθε περιβάλλον. Να μπορούν όλες και όλοι να μάθουν, να μπορούν να αναπτύξουν τις δυνατότητες και την προσωπικότητά τους, να μπορούν να απολαύσουν ό,τι συνιστά παιδεία και πολιτισμό γύρω τους.

Αυτή είναι η υποχρέωση του σχολείου και του συνόλου των εκπαιδευτικών θεσμών της πολιτείας: να το μπορούν και να το κάνουν. Κι ό,τι έχει ονομαστεί συμπεριληπτική και ενταξιακή εκπαίδευση, πολιτική που υπήρξε βασική προτεραιότητα αυτής της περιόδου στο ΙΕΠ (τόσο σε σχέση με ειδικές μαθησιακές και διδακτικές ανάγκες, όσο και σε σχέση με τις αναγκαίες αντισταθμιστικές παρεμβάσεις για ευάλωτες ομάδες, με πιο απαιτητική την περίπτωση των προσφύγων), εκεί αποσκοπεί από τη δική μας σκοπιά. Ξανά: έχουμε την υποχρέωση να εκπαιδευτούν όλοι και να εκπαιδευτούν καλά.

Η γνώση ως εργαλείο κρίσης και κριτικής

Το δημοκρατικό πρόταγμα αφορά βεβαίως και τα περιεχόμενα. Αφορά ένα σύνολο γνώσεων που μπορεί να στηρίξει την οικοδόμηση ατομικών ικανοτήτων και κοινωνικής προσφοράς. Επομένως κάθε συμβολή στον εξορθολογισμό διδακτικών υλικών και μεθόδων, όπως επιδιώχθηκε την τετραετία που πέρασε, ενισχύει μια τέτοια προσπάθεια, ιδίως όταν κάνει την γνώση που καλλιεργεί το σχολείο λειτουργικά αποτελεσματική και για τις πρακτικές ανάγκες των πολιτών στην καθημερινότητα του σύγχρονου κόσμου.

Η γνώση, ως εργαλείο κρίσης και κριτικής, είναι όμως και το μόνο αντίδοτο στην προκατάληψη, τη στερεοτυπική σκέψη και την ημιμάθεια, ό,τι δηλαδή θρέφει τις ρητά αντιδημοκρατικές στάσεις που χρωματίζουν τον πολιτισμικό μας ορίζοντα τα τελευταία χρόνια, τάσεις στις οποίες κατά προτεραιότητα και ανυποχώρητα πρέπει να αντισταθούμε με όλα τα παιδευτικά μας μέσα. Κι έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίος ο πόλεμος που ασκήθηκε κατά των πρωτοβουλιών μας στο ΙΕΠ σχετικά με τα νέα προγράμματα με αιχμή τα νέα θρησκευτικά (που συμμορφώνονται με το δημοκρατικό αυτονόητο του σεβασμού του άλλου και τη στοιχειώδη νεωτερική συνθήκη να μην κάνουμε πως δεν βλέπουμε γύρω μας), τη νέα προσέγγιση στην ιστορία (ως μάθημα συνδεδεμένο με μια κεντρική επιστήμη, αλλά και με την καλλιέργεια της ικανότητας σχεσιακής ένταξης στον κόσμο και κατανόησής του) και την κατανομή προτεραιοτήτων ως προς την ύλη (γιατί η κοινωνική επιστήμη είναι κρίσιμη γνώση) και τα σχολικά ζητούμενα (η δήθεν αξιοκρατική κριτική για τη μείωση των εξετάσεων).

Το δημοκρατικό πρόταγμα αφορά ακόμα πιο άμεσα την καλλιέργεια εκείνων ακριβώς των στάσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν πολίτες που συμμετέχουν και διεκδικούν, που νοιάζονται για τους άλλους, που αξιώνουν δημοκρατία -κι από αυτή την άποψη ήδη η εισαγωγή του νέου προγράμματος για τον «Πολίτη και τη δημοκρατία» συνιστά μια σημαντική μεταρρύθμιση. Εδώ, όμως, τον κρίσιμο ρόλο στην εκπαίδευση δεν τον παίζουν τα ρητά περιεχόμενα, αλλά οι τρόποι: οι μέθοδοι, τα μέσα, η παιδαγωγική σχέση. Ποτέ δεν είναι αρκετό ό,τι κάνουμε ως προς αυτές τις διαστάσεις.

Είμαστε υποχρεωμένοι πάντα να επινοούμε νέες δυνατότητες. Καθώς εδώ εργαζόμαστε ενάντια στη «λογική» των πραγμάτων: ενάντια σε «φυσικές» διαφορές ηλικίας και ωρίμανσης, ενάντια στην εξουσιαστική δομή του σχολείου, ενάντια στην καταστατική ανισότητα μεταξύ του διαχειριστή της γνώσης και του εκπαιδευόμενου, ενάντια σε μια κατά παράδοση αυταρχική ιεραρχική οργάνωση.

Εκδημοκρατισμός των δομών

Το ΙΕΠ προώθησε τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν προτάσεις εκδημοκρατισμού των δομών του σχολείου (από τον σύλλογο διδασκόντων μέχρι τις συνελεύσεις των μαθητών κι από την αυτοαξιολογούμενη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στον προγραμματικό σχεδιασμό, μέχρι την καταπολέμηση της δυναμικής απαξίωσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης). Προώθησε, όμως, κυρίως πρωτοβουλίες αμφισβήτησης των παγιωμένων «κλειστών» σχέσεων, πρωτοβουλίες άμβλυνσης τόσο της διδακτικής ταξινόμησης (του τι και ως τι διδάσκεται και επομένως των συνόρων και των μεταβάσεων μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων), όσο και της παιδαγωγικής περιχάραξης (του ποιος έχει τον έλεγχο της διαδικασίας και πόσο διακριτοί είναι οι ρόλοι μεταξύ εκπαιδευτικού και εκπαιδευομένων).

Η «θεματική εβδομάδα» είχε ως τέτοια πρωτοβουλία μεγαλύτερη σημασία από τα ίδια της τα καινοτόμα περιεχόμενα. Η συζήτηση για το σώμα, την ταυτότητα και το φύλο, για τη διαφορά και τα δικαιώματα είναι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, επειδή (και βεβαίως: στο βαθμό που) είναι συζήτηση. Και που η συζήτηση δεν γίνεται ούτε (μόνο) με τον εκπαιδευτικό της τάξης, ούτε με απλώς παθητικό δέκτη τους μαθητές και τις μαθήτριες, ούτε στα ασφυκτικά όρια των χρονικών ρυθμίσεων, ούτε μεταξύ γνώστη και αδαών, ούτε με ορθές απαντήσεις και δεδομένες «αλήθειες». Γίνεται για προβλήματα που δεν έχουν έτοιμες λύσεις. Κι αυτό είναι για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μεγάλη κατάκτηση και κατάκτηση δημοκρατική. Ελπίζω να αντέξει.

Το ενδιαφέρον ως προϋπόθεση μάθησης

Υπάρχει μια διάσταση της εκπαιδευτικής πολιτικής που στηρίζει και διευρύνει τη δημοκρατία, την οποία σπανίως αναγνωρίζουμε και συζητάμε: το ενδιαφέρον ως προϋπόθεση μάθησης. Αν για κάτι αφιερώσαμε περισσότερες από τις αναμενόμενες και -για τους τρίτους- αποδεκτές δυνάμεις και επιχειρήματα αυτά τα τέσσερα χρόνια, τόσο στο εσωτερικό του Ινστιτούτου, όσο και στην προς τρίτους απεύθυνση, είναι η αξία της εξασφάλισης ενδιαφέρουσας ύλης, κινητοποίησης του ενδιαφέροντος των μαθητριών και μαθητών. Γιατί βεβαίως κάτι που δεν τους ενδιαφέρει, δεν το ακούν, δεν το βλέπουν, δεν το αναγνωρίζουν. Και δεν αρκεί μόνο «να είναι» ενδιαφέρον. Πρέπει αυτό να ισχύει ως κρίση αυτών που καλούνται να το ιδιοποιηθούν. Να είναι ενδιαφέρον για αυτούς. Να απαντάει σε ένα αναγνωρίσιμο για αυτούς αυθεντικό ερώτημα -ακόμα και στεγνά «σχολικό».

Η διδακτική αυτή αρχή είναι βεβαίως οικεία. Σπανίως, όμως, συνδέεται με το δημοκρατικό πρόταγμα. Είναι σαν να ξεχνάμε πως το (ταξικότατο) «δεν τα παίρνουν τα γράμματα», δικαιολογείται ακριβώς από την απουσία ενδιαφέροντος. Τα ίδια τα καταδικασμένα σε σχολική αποτυχία παιδιά αποστρέφονται το σχολείο ως άσχετο με τα ενδιαφέροντα και τον (τόσο πραγματικό) κόσμο τους. Σχολείο για όλους σημαίνει, επομένως, πρωτίστως ενδιαφέρον μάθημα. Κι εδώ ποτέ όσα κάνουμε, δεν θα είναι αρκετά, αλλά ό,τι προτείναμε σε ύλη, μεθόδους και πρόγραμμα είχε πάντα κι αυτή τη διάσταση στο σκεπτικό του -και συχνά για αυτή του τη διάσταση δεν άρεσε (είναι εντυπωσιακό πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η ακραία συντηρητική στάση που θέλει το μάθημα να «παιδεύει» τους μαθητές μόνο με την έννοια της ταλαιπωρίας).

Η πρωταρχική έγνοια για τη δημοκρατία αφορούσε και το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο και το ίδιο το Ινστιτούτο. Σήμαινε και εγκατάσταση συνθηκών δημοκρατικής λειτουργίας στο εσωτερικό ενός επιστημονικού φορέα. Αν η πράγματι επιτυχής αναδιοργάνωση του ΙΕΠ προς αυτή την κατεύθυνση κρίθηκε ως απαραίτητη, είναι επειδή ξέρουμε πως για να μπορούν τα επιστημονικά εργαλεία να αξιοποιούνται υπέρ των κοινωνικών διεκδικήσεων, πρέπει το πλαίσιο να το επιτρέπει. Και η εκπαιδευτική πολιτική είναι πάντα και πολιτική.

Πηγή: alfavita.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged