Ο Marx και οι λάθος διδαχές του… Όταν διακήρυττε το τέλος του καπιταλισμού

Πολιτισμοί
Μοιραστείτε το:

Ο  Marx  μάς  δίδαξε  να  κοιτάμε  όχι  μόνο  την  επιφάνεια  αλλά  και  τα  υπόγεια ρεύματα της ιστορίας, ακριβώς όπως ο Φρόιντ μάς δίδαξε να κοιτάμε κάτω από το  προσωπείο της ανθρώπινης προσωπικότητας στις εσωτερικές ψυχικές διαδικασίες, ή όπως  ο  Πλάτων  μάς  έμαθε  να  ξεπερνάμε  το  πέπλο  των  ανεξερεύνητων  ιδεών  για  να  φτάνουμε  στα κρυμμένα ερωτήματα της φιλοσοφίας. 

Γι’  αυτό  το  λόγο  το  όνομα  του  Marx,  όπως  και  το  όνομα  του  Φρόιντ  ή  του  Πλάτωνα,  παραμένει  σύγχρονο.  Ο  Marx  δεν  είναι  αλάνθαστος  όσο  κι  αν  έγινε  αντικείμενο  ειδωλολατρίας. Καλύτερο είναι να τον θεωρούμε κάτι το αναπόφευκτο ‐ σαν έναν μεγάλο  εξερευνητή που το πέρασμά του έχει αποτυπωθεί ανεξάλειπτα στην ήπειρο της κοινωνικής  σκέψης  που  ανακάλυψε. 

Όλοι  όσοι  θέλουν  να  εξερευνήσουν  βαθύτερα  αυτή  την  ήπειρο,  είτε  συμφωνούν  με  τα  συμπεράσματα  του  Marx  είτε  όχι,  θα  πρέπει  να  αποτίσουν  φόρο  τιμής στον άνθρωπο που, πρώτος αυτός, την ανακάλυψε χάριν της ανθρωπότητας.

Το αμείλικτο σύστημα και οι αρνησικυρίες του Karl Marx

Πώς  όμως  προκύπτει  αυτή  η  κατάσταση  πραγμάτων;  Η  απάντηση  βρίσκεται  στο  ότι  οι  καπιταλιστές μονοπωλούν ένα πράγμα: την πρόσβαση στα ίδια τα μέσα παραγωγής. Με το  νομικό  καθεστώς  της  ατομικής  ιδιοκτησίας,  οι  καπιταλιστές  είναι  οι  «ιδιοκτήτες»  των  θέσεων  εργασίας  στο  βαθμό  που  είναι  οι  ιδιοκτήτες  των  μηχανών  και  του  εξοπλισμού,  χωρίς τα οποία οι άνδρες και οι γυναίκες δεν μπορούν να εργαστούν.

Αν κάποιος δεν είναι  διατεθειμένος να δουλέψει τις ώρες που θέλει ο καπιταλιστής, δεν βρίσκει δουλειά. Όπως  και  κάθε  άλλος  στο  σύστημα,  ο  εργάτης  δεν  έχει  το  δικαίωμα  ή  την  ισχύ  να  ζητήσει  περισσότερα απ’ όσο αξίζει ως εμπόρευμα. Το σύστημα είναι απόλυτα «δίκαιο» και όμως  όλοι  οι  εργάτες  είναι  θύματα  εκμετάλλευσης,  επειδή  αναγκάζονται  να  εργάζονται  περισσότερες ώρες απ’ όσες είναι απαραίτητες για την αυτοσυντήρησή τους.  Φαίνεται  περίεργο  αυτό; 

Ας  θυμηθούμε  ότι  ο  Marx  γράφει  σε  μια  εποχή  που  η  εργάσιμη  ημέρα  είχε  μεγάλη  διάρκεια,  συχνά  πέραν  των  αντοχών  των  εργαζομένων,  και  που  τα  μεροκάματα,  κατά  κανόνα,  ήταν  ελάχιστα  παραπάνω  από  όσο  χρειαζόταν  για  να  επιβιώσουν. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος την ιδέα της υπεραξίας όταν ζει σε μια  χώρα  όπου  οι  χώροι  στυγνής  εκμετάλλευσης  του  ανθρώπινου  μόχθου  έχουν  εν  πολλοίς  καταργηθεί∙ όμως, στις μέρες του Marx δεν επρόκειτο για μια απλή θεωρητική κατασκευή.  Ίσως  αρκεί  ένα  μόνο  παράδειγμα:  σ’  ένα  εργοστάσιο  του  Μάντσεστερ  το  1862  η  μέση  εργάσιμη εβδομάδα για μια περίοδο ενάμιση μήνα ήταν 84 ώρες!

Για τους προηγούμενους  δεκαοκτώ μήνες ήταν 78,5 ώρες.  Όλα  αυτά,  όμως,  δεν  είναι  ακόμα  παρά  το  σκηνικό  του  δράματος.  Έχουμε  τους  πρωταγωνιστές,  έχουμε  τα  κίνητρά  τους,  έχουμε  το  κλειδί  της  υπόθεσης  για  την  ανακάλυψη της «υπεραξίας». Και τώρα το έργο ξεκινά.  Όλοι οι καπιταλιστές έχουν κέρδη. Αλλά και όλοι βρίσκονται σε μεταξύ τους ανταγωνισμό.  Γι’ αυτό προσπαθούν να συσσωρεύσουν, να επεκτείνουν την κλίμακα της παραγωγής τους  σε  βάρος  των  ανταγωνιστών  τους.  Αλλά  η  επέκταση  δεν  είναι  τόσο  εύκολη.  Απαιτεί  περισσότερους  εργάτες  και,  για  να  τους  αποκτήσουν,  οι  καπιταλιστές  πρέπει  να  πλειοδοτήσουν για τις υπηρεσίες του εργατικού δυναμικού. Οι μισθοί τείνουν να αυξηθούν  και, αντιστρόφως, η υπεραξία τείνει να μειωθεί.

Απ’ ό,τι φαίνεται, οι καπιταλιστές του Marx  σύντομα  θα  αντιμετωπίσουν  το  δίλημμα  που  αντιμετώπισαν  οι  καπιταλιστές  του  Adam  Smith και του Ricardo ‐ τα κέρδη τους θα διαβρωθούν από τους ανερχόμενους μισθούς.  Για  τον  Smith  και  τον  Ricardo  η  λύση  στο  δίλημμα  βρισκόταν  στην  τάση  του  εργατικού  δυναμικού  να  αυξάνεται  με  κάθε  αύξηση  των  αμοιβών.  Αλλά  ο  Marx,  όπως  και  ο  Mill,  αποκλείει  αυτό  το  ενδεχόμενο.  Ο  Marx  δεν  αναπτύσσει  επιχειρήματα∙  αρκείται  να  στιγματίσει  το  μαλθουσιανό  δόγμα  ως  ένα  «λίβελο  κατά  του  ανθρώπινου  είδους»  ‐  στο  κάτω‐κάτω,  το  προλεταριάτο,  που  θα  αποτελέσει  την  άρχουσα  τάξη  του  μέλλοντος,  δεν  μπορεί  να  είναι  τόσο  κοντόθωρο  ώστε  να  κατασπαταλά  τις  κατακτήσεις  του  απλώς  λόγω  αχαλίνωτων  γενετήσιων  ορμών.  Αλλά  προβλέπει  σωτηρία  και  για  τους  καπιταλιστές  του.  Όπως  λέει,  θα  αντιμετωπίσουν  την  απειλή  των  ανερχόμενων  μισθών  με  την  εγκατάσταση  μηχανημάτων  που  εξοικονομούν  χρόνο  εργασίας. 

Αυτό  θα  ρίξει  μέρος  του  εργατικού  δυναμικού  στο  δρόμο  και  εκεί,  ως  Εφεδρικός  Βιομηχανικός  Στρατός,  θα  επιτελεί  την  ίδια  λειτουργία με την πληθυσμιακή αύξηση του Smith και του Ricardo, καθώς θα ανταγωνίζεται  για  θέσεις  εργασίας  συμπιέζοντας  τους  μισθούς  στο  επίπεδο  της  προηγούμενης  «αξίας»  τους, το επίπεδο του μισθού συντήρησης.  Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την κρίσιμη τροπή. Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο καπιταλιστής  ξεπέρασε  τον  κίνδυνο,  αφού  απέτρεψε  την  αύξηση  των  μισθών  με  τα  μηχανήματα  που  δημιουργούν  ανεργία.  Αλλά  ας  μη  βιαζόμαστε.  Η  ίδια  ακριβώς  διαδικασία  με  την  οποία ελπίζει να απαλλαγεί από το ένα σκέλος του διλήμματος, τον «καρφώνει» πάνω στο άλλο  σκέλος. 

Αυτό  γιατί,  καθώς  αντικαθιστά  τους  ανθρώπους  με  μηχανές,  ταυτόχρονα  αντικαθιστά  τα  κερδοφόρα μέσα παραγωγής με μη κερδοφόρα. Ας μην ξεχνάμε ότι στο μαρξιστικό μοντέλο  του  ιδανικού  καπιταλιστικού  κόσμου,  κανένας  δεν  εξασφαλίζει  κέρδος  επειδή  διαπραγματεύεται  σκληρά.  Όποια  κι  αν  είναι  η  αξία  της  μηχανής  για  τον  καπιταλιστή,  το  βέβαιο  είναι  ότι  έχει  πληρώσει  το  σύνολο  της  αξίας  της.  Αν  μια  μηχανή  πρόκειται  να  δημιουργήσει  συνολική  αξία  δέκα  χιλιάδων  δολαρίων  στη  διάρκεια  της  ζωής  της,  ο  καπιταλιστής μας υποτίθεται ότι πλήρωσε τόσα ακριβώς για να την αγοράσει.

 Κέρδη μπορεί  να  εξασφαλίσει  μόνο  από  τη  ζωντανή  εργασία  που  απασχολεί,  μόνο  από  τις  απλήρωτες  ώρες υπερεργασίας. Άρα, όταν μειώνει τον αριθμό ή το ποσοστό των εργατών του, θυσιάζει  την κότα που γεννάει τα χρυσά αβγά.  Όμως ο δύστυχος το κάνει αυτό γιατί είναι αναγκασμένος. Οι ενέργειές του δεν έχουν κάτι  το σατανικό. Απλώς υπακούει στην παρόρμηση για συσσώρευση και προσπαθεί να μην τον  υπερφαλαγγίσουν  οι  ανταγωνιστές  του.  Όπως  αυξάνουν  οι  μισθοί,  αναγκάζεται  να  εγκαταστήσει  μηχανήματα  που  θα  αντικαταστήσουν  εργασία,  θα  μειώσουν  το  κόστος  παραγωγής  του  και  θα  διατηρήσουν  τα  κέρδη  του  ‐  αν  δεν  το  κάνει  αυτός,  θα  το  κάνει  ο  διπλανός του. Αλλά καθώς πρέπει να αντικαταστήσει τους εργάτες με μηχανήματα, πρέπει  επίσης να περιορίσει τη βάση από την οποία αντλεί τα κέρδη του.

Είναι ένα είδος ελληνικής  τραγωδίας, όπου οι άνθρωποι βαδίζουν εκόντες άκοντες προς τη μοίρα τους και όπου όλοι,  ασυναίσθητα, συμπράττουν να επιφέρουν την ίδια τους την καταστροφή.  Ο  κύβος  έχει  ριφθεί.  Καθώς  συρρικνώνονται  τα  κέρδη  του,  ο  καπιταλιστής  θα  εντείνει  τις  προσπάθειές του να εγκαταστήσει στο εργοστάσιό του μηχανές που εξοικονομούν εργατικά  χέρια και μειώνουν το κόστος. Μόνο αν βρεθεί ένα βήμα μπροστά από τους άλλους μπορεί  να ελπίζει ότι θα εξασφαλίσει κέρδη. Επειδή όμως όλοι κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, ο  λόγος  της  ζωντανής  εργασίας  (και  άρα  της  υπεραξίας)  προς  τη  συνολική  παραγωγή  μειώνεται συνεχώς. Το ποσοστό κέρδους πέφτει όλο και πιο πολύ. Η καταστροφή βρίσκεται  ένα  βήμα  μπροστά. 

Τα  κέρδη  περιορίζονται  σε  σημείο  που  η  παραγωγή  δεν  είναι  πλέον  καθόλου  κερδοφόρα.  Η  κατανάλωση  μειώνεται  καθώς  οι  μηχανές  αντικαθιστούν  τους  ανθρώπους  και  ο  αριθμός  των  απασχολουμένων  δεν  επαρκεί  για  να  απορροφήσει  την  παραγωγή.  Ακολουθούν  οι  χρεοκοπίες.  Οι  επιχειρήσεις  σπεύδουν  να  ξεφορτωθούν  τα  προϊόντα  τους  στην  αγορά  πουλώντας  τα  όσο  όσο,  με  αποτέλεσμα  να  αφανίζονται  οι  μικρότερες επιχειρήσεις. Ζούμε μια κρίση του καπιταλισμού.  Μια  κρίση  όμως  δεν  σημαίνει  το  τέλος  του  παιχνιδιού.  Το  αντίθετο,  μάλιστα.  Καθώς  οι  εργάτες  χάνουν  τις  δουλειές  τους,  αναγκάζονται  να  δεχτούν  μισθούς  κάτω  από  την  αξία  τους. Καθώς οι μηχανές βγαίνουν για ξεπούλημα, οι ισχυρότεροι καπιταλιστές μπορούν να  τις  αποκτήσουν  σε  τιμές κάτω  από  την  πραγματική  αξία  τους.  Μετά  από  κάποιο  χρονικό  διάστημα,  επανεμφανίζεται  η  υπεραξία.  Η  προέλαση  ξαναρχίζει.  Έτσι,  κάθε  κρίση  εξυπηρετεί  στην  ανανέωση  της  ικανότητας  του  συστήματος  να  επεκτείνεται.  Η  κρίση  ‐ή  η  ύφεση  κατά  τη  σύγχρονη  ορολογία‐  είναι  συνεπώς  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  λειτουργεί  το  σύστημα και όχι ο τρόπος με τον οποίο αποτυγχάνει. 

Αλλά,  βεβαίως,  αυτή  η  λειτουργία  είναι  πολύ  περίεργη.  Κάθε  ανανέωση  έχει  την  ίδια  κατάληξη:  ανταγωνισμός  για  εργατικά  χέρια∙  υψηλότεροι  μισθοί∙  μηχανές  για  εξοικονόμηση  εργασίας∙  μικρότερη  βάση  για  δημιουργία  υπεραξίας∙  ακόμα  εντονότερος  ανταγωνισμός∙  άλλη  μια  κρίση  ‐  χειρότερη  από  την  προηγούμενη.  Γιατί,  σε  κάθε  κρίση,  οι  μεγαλύτερες  επιχειρήσεις  απορροφούν  τις  μικρότερες  και,  όταν  τελικά  καταρρέουν  οι βιομηχανικοί  κολοσσοί,  τα  συντρίμμια  είναι  πολύ  περισσότερα  από  τα  συντρίμμια  που  δημιουργεί η κατάρρευση των μικρότερων επιχειρήσεων.  Εν τέλει, το δράμα παίρνει τέλος.

Ο τρόπος που το περιγράφει ο Marx θυμίζει περιγραφές  απ’ την Κόλαση του Δάντη:  Μαζί με την αδιάκοπη μείωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας μετασχηματισμού, μεγαλώνει και το πλήθος εκείνων που βιώνουν τη φτώχεια, την καταπίεση, τη δουλεία, την εξαχρείωση, την εκμετάλλευση· μαζί μεγαλώνει και ο ξεσηκωμός της εργατικής τάξης, μιας τάξης που είναι όλο και πολυπληθέστερη αλλά και πειθαρχημένη, ενωμένη και οργανωμένη από τον ίδιο το μηχανισμό της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής…

Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται

Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν τελικά σ’ ένα σημείο όπου είναι ασύμβατα με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Το περίβλημα διαρρηγνύεται. Σημαίνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται.

Κι έτσι τελειώνει το δράμα στη σειρά γεγονότων που οραματίστηκε ο Marx στη διαλεκτική  του.  Το  σύστημα  ‐το  καθαρό  σύστημα‐  καταρρέει  καθώς  με  δικές  του  ενέργειες  εξαντλεί  την  ίδια  την  πηγή  ενέργειάς  του,  την  υπεραξία.  Μολονότι  επενεργούν  δυνάμεις  που  βοηθούν να παρατείνουν το τέλος του, ο τελικός επιθανάτιος ρόγχος είναι αναπόδραστος.  Πόσο έντονη είναι η διαφορά όλων αυτών από τις προγενέστερες απόψεις! Για τον Adam  Smith,  η  καπιταλιστική  κυλιόμενη  κλίμακα  ανερχόταν  σταθερά,  τουλάχιστο  όσο  ψηλά  μπορούσε  να  δει  το  μάτι.  Για  τον  Ricardo,  αυτή  η  ανοδική  κίνηση  αναστελλόταν  από  την  πίεση  των  στομάτων  που  έπρεπε  να  τραφούν  από  την  καλλιεργήσιμη  γη,  πράγμα  που  αποτελμάτωνε την πρόοδο και έκανε πλούσιους τους τυχερούς γαιοκτήμονες.

Για τον Mill,  οι προοπτικές γίνονταν πιο αισιόδοξες από την ανακάλυψη του ότι η κοινωνία μπορούσε να  κατανείμει το προϊόν της όπως έκρινε σωστό, και όχι όπως όριζαν οι «οικονομικοί νόμοι».  Αλλά για τον Marx, ακόμα κι αυτή η σωτήρια δυνατότητα ήταν αβάσιμη, αφού η υλιστική  ερμηνεία της ιστορίας του έλεγε ότι το κράτος δεν ήταν παρά το πολιτικό όργανο εξουσίας  των οικονομικών αρχόντων. Η σκέψη ότι θα μπορούσε να δράσει ως επιδιαιτητής, ως μια  τρίτη  δύναμη  που  θα  εξισορροπούσε  τις  διεκδικήσεις  των  συγκρουόμενων  μερών  της  κοινωνίας,  δεν  ήταν  παρά  ευσεβής  πόθος.  Όχι,  δεν  υπήρχε  καμία  διαφυγή  από  την  εσωτερική  λογική,  τη  διαλεκτική  εξέλιξη,  ενός  συστήματος  που  όχι  μόνο  θα  αυτοκαταστρεφόταν αλλά ταυτόχρονα θα γεννούσε και το διάδοχο σύστημα.  Όσο  για  το  πώς  θα  ήταν  αυτό  το  διάδοχο  σύστημα,  ο  Marx  δεν  είπε  πολλά.  Θα  ήταν,  βέβαια, «αταξικό» ‐ με το οποίο ο Marx εννοούσε ότι, από τη στιγμή που η κοινωνία ήταν ο  ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής των αγαθών, θα εξέλιπε ο λόγος για την οικονομική  διαίρεση  της  κοινωνίας  με  βάση  την  ατομική  ιδιοκτησία.  Το  πώς  ακριβώς  η  κοινωνία  θα  ήταν  ο  «ιδιοκτήτης»  των  εργοστασίων,  τι  σήμαινε  ακριβώς  η  «κοινωνία»,  κατά  πόσο  θα  υπήρχε  έντονη  διαμάχη  μεταξύ  διαχειριστών  και  υφισταμένων,  μεταξύ  πολιτικών  προϊσταμένων  και  απλών  μελών  της  κοινωνίας  ‐  ο  Marx  δεν  έθιξε  κανένα  απ’  αυτά  τα  ερωτήματα.

Κατά τη μεταβατική περίοδο του «σοσιαλισμού» θα υπήρχε η «δικτατορία του  προλεταριάτου»∙ μετά απ’ αυτή ο «γνήσιος» κομουνισμός.  Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Marx δεν ήταν ο αρχιτέκτονας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το  φοβερό  αυτό  έργο  το  ανέλαβε  ο  Λένιν.  Το  Κεφάλαιο  είναι  το  Βιβλίο  της  Κρίσης  του  καπιταλισμού,  και  σ’  ολόκληρο  το  έργο  του  Marx  δεν  υπάρχει  σχεδόν  τίποτα  που  να  ατενίζει πέρα από την Ημέρα της Κρίσεως για να δει πώς διαγράφεται το μέλλον.  

Τι μπορεί να πει κανείς για την Αποκαλυπτική επιχειρηματολογία του;

 Υπάρχει  ένας  εύκολος  τρόπος  να  την  απορρίψει  κανείς  στο  σύνολό  της.  Θυμάστε  ότι  το  σύστημα  στηρίζεται  πάνω  στην  αξία  ‐την  εργασιακή  αξία‐  και  ότι  αυτό  που  οδηγεί  στην  καταστροφή  του  είναι  αυτό  το  ειδικό  φαινόμενο  που  ονομάζεται  υπεραξία.  Όμως  ο  πραγματικός  κόσμος  δεν  αποτελείται  από  «αξίες»  αλλά  από  πραγματικές  χειροπιαστές  τιμές.  Ο  Marx  οφείλει  να  αποδείξει  ότι  ο  κόσμος  των  δολαρίων  και  των  σεντς  αντικατοπτρίζει, έστω και κατά προσέγγιση, το θεωρητικό κόσμο που κατασκεύασε. Αλλά,  στην  προσπάθειά  του  να  μεταπηδήσει  από  τον  κόσμο  των  αξιών  στον  κόσμο  των  τιμών,  εμπλέκεται στον πιο απαίσιο μαθηματικό κυκεώνα.

Για την ακρίβεια, διαπράττει ένα λάθος.  Δεν  πρόκειται  για  λάθος  που  δεν  διορθώνεται,  και  μάλιστα  αν  εμπλακεί  κανείς  σ’  ένα  ακόμα  χειρότερο  μαθηματικό  κουβάρι  μπορεί  να  κάνει  τις  εξισώσεις  του  Marx  να  βγουν  σωστές. Αλλά οι επικριτές που  υπέδειξαν το λάθος δεν ενδιαφέρονταν να διορθώσουν το  μαθηματικό  μοντέλο,  και  η  ετυμηγορία  τους  ότι  ο  Marx  είχε  κάνει  «λάθος»  θεωρήθηκε  τελεσίδικη.  Όταν  τελικά  διορθώθηκαν  οι  εξισώσεις,  κανένας  δεν  έδωσε  μεγάλη  σημασία,  διότι  παρ’  όλη  τη  μαθηματική  του  ορθότητα,  το  μοντέλο  του  Marx  παρουσιάζει  πλήθος  άλλων  προβλημάτων.  Μπορούμε  πραγματικά  να  χρησιμοποιήσουμε  την  έννοια  της  υπεραξίας  σ’  έναν  κόσμο  μονοπωλίων  ή  στα  πλαίσια  της  επιστημονικής  τεχνολογίας;

Μπόρεσε πράγματι ο Marx να παραμερίσει τις δυσκολίες που ενέχει η χρησιμοποίηση της  «εργασίας» ως μέτρου της αξίας;  Ερωτήματα  όπως  αυτά  εξακολουθούν  να  απασχολούν  τον  κόσμο  των  μαρξιστών  θεωρητικών  και  έχουν  βάλει  σε  πειρασμό  τους  περισσότερους  μη  μαρξιστές  οικονομολόγους να αγνοήσουν το όλο μοντέλο ως αδέξιο και άκαμπτο. Κάτι τέτοιο, όμως,  παραβλέπει δύο πολύ σημαντικές ιδιότητες της μαρξιστικής ανάλυσης.  Πρώτα απ’ όλα, ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη «μοντέλο» οικονομικής ανάλυσης. Ο  Marx  κυριολεκτικά  εφηύρε  μια  νέα  αποστολή  για  την  κοινωνική  έρευνα  ‐  την  κριτική  της  ίδιας  της  οικονομικής  επιστήμης. 

Ένα  μεγάλο  μέρος  του  Κεφαλαίου  αφιερώνεται  στο  να  αποδείξει  ότι  οι  προγενέστεροι  οικονομολόγοι  απέτυχαν  να  καταλάβουν  την  πραγματική  πρόκληση της μελέτης που είχαν αναλάβει. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το πρόβλημα της  αξίας που είχε ταλανίσει τον Smith και τον Ricardo. Και οι δύο τους επιδίωξαν, με μικρότερη  ή  μεγαλύτερη  επιτυχία,  να  δείξουν  πώς  οι  τιμές  αντανακλούν  ‐ή  δεν  αντανακλούν‐  τις  ποσότητες χρόνου εργασίας που είναι ενσωματωμένες στα διαφορετικά εμπορεύματα.  Αλλά, επισήμανε ο Marx, το πραγματικά δύσκολο ερώτημα δεν βρίσκεται εκεί. Το δύσκολο  ερώτημα  είναι  πώς  μπορεί  να  μιλά  κανείς  για  την  «εργασία»  ως  κοινό  παρονομαστή  της  αξίας όταν οι πραγματικές εργασίες ανδρών και γυναικών διαφέρουν τόσο πολύ.

Ο Ricardo  αναφερόταν  στις  ώρες  εργασίας  που  χρειάζεται  για  να  πιάσεις  ένα  σολομό  και  να  σκοτώσεις ένα ελάφι ως τις ορίζουσες των λόγων ανταλλαγής τους, δηλαδή την τιμή τους.  Όμως,  κανένα  ελάφι  δεν  έχει  σκοτωθεί  με  καλάμι  ψαρέματος  και  κανένας  κυνηγός  στο  δάσος δεν έχει πιάσει σολομό. Πώς ήταν λοιπόν δυνατό να χρησιμοποιείται η «εργασία» ως  κοινός παρονομαστής για να καθορίσει τους λόγους ανταλλαγής;  Η  απάντηση,  κατά  τον  Marx,  είναι  ότι  η  καπιταλιστική  κοινωνία  δημιουργεί  μια  ειδική  μορφή  εργασίας  ‐  την  αφηρημένη  εργασία,  την  εργασία  που  αποστασιοποιείται  από  τις  ειδικές  προσωπικές  ιδιότητες  του  προκαπιταλιστικού  κόσμου,  την  εργασία  που  μπορεί  να  αγοράζεται  και  να  πουλιέται  όπως  το  σιτάρι  ή  το  κάρβουνο.  Έτσι,  αυτό  στο  οποίο  μια  «εργασιακή θεωρία της αξίας» μάς βοηθά να σχηματίσουμε μια καθαρή εικόνα, δεν είναι ο  καθορισμός  των  τιμών,  όπως  πίστευαν  ο  Smith  κι  ο  Ricardo,  αλλά  ο  προσδιορισμός  ενός κοινωνικού  συστήματος  όπου  η  εργασιακή  δύναμη  γίνεται  κι  αυτή  ένα  εμπόρευμα. 

Το  κοινωνικό  αυτό  σύστημα  είναι  ο  καπιταλισμός,  όπου  ιστορικές  δυνάμεις  (όπως  το  κίνημα  για  την  περίφραξη  των  γαιών)  δημιούργησαν  μια  εργατική  τάξη  ακτημόνων  που  δεν  έχει  άλλη  διέξοδο  από  το  να  πουλήσει  σαν  εμπόρευμα  την  εργασιακή  της  δύναμη,  την  απλή  ικανότητά της να εργάζεται.  Έτσι  ο  Marx  επινόησε  ένα  είδος  «κοινωνικής  ανάλυσης»  που  ρίχνει  ένα  εντελώς  νέο  φως  στην οικονομική επιστήμη. Αλλά και πέρα απ’ αυτή τη μοναδική του συμβολή, το μαρξικό  μοντέλο του καπιταλισμού, παρ’ όλες τις αδεξιότητές του, φαινόταν να ζωντανεύει και να  εκτυλίσσεται  με  έναν  εκπληκτικό  τρόπο.  Με  δεδομένες  τις  βασικές  του  υποθέσεις  ‐το  στήσιμο  των  προσώπων  του  δράματος,  τα  κίνητρά  τους  και  τον  περίγυρό  τους‐  η  κατάσταση  που  παρουσίαζε  πράγματι  μεταβαλλόταν,  και  μεταβαλλόταν  με  τρόπο  που  μπορούσε να προβλεφθεί. Είδαμε ποιες ήταν αυτές οι αλλαγές: πώς έπεφταν τα κέρδη, πώς  οι καπιταλιστές χρειάζονταν νέες μηχανές, πώς κάθε οικονομική άνθηση κατέληγε σε κρίση,  πώς  οι  μικρές  επιχειρήσεις  μετά  από  κάθε  κρίση  αφομοιώνονταν  από  τις  μεγαλύτερες  επιχειρήσεις. 

Ο  Marx  ονόμασε  αυτές  τις  τάσεις  «νόμους  κίνησης»  του  καπιταλιστικού  συστήματος  ‐  ήταν  η  διαδρομή  που  θα  ακολουθούσε  ο  καπιταλισμός  στο  μέλλον.  Και  το  εκπληκτικό γεγονός είναι το πόσες απ’ αυτές τις προβλέψεις βγήκαν αληθινές.  Είναι  γεγονός  ότι  σε  μια  καπιταλιστική  οικονομία  τα  κέρδη  τείνουν  να  μειώνονται.  Η  διαπίστωση του Marx δεν ήταν πρωτότυπη, και άλλωστε τα κέρδη δεν μειώνονται μόνο για  τους λόγους που υπέδειξε. Αλλά, όπως επισήμαναν ο Adam Smith, ο Ricardo και ο Mill, και  όπως  θα  ομολογούσε  κάθε  επιχειρηματίας,  ο  ανταγωνισμός  και  οι  αυξανόμενοι  μισθοί  πράγματι  συμπιέζουν  τα  κέρδη.  Αν  εξαιρέσουμε  τα  απόρθητα  μονοπώλια  (που  δεν  είναι  πολλά), τα κέρδη είναι ταυτόχρονα η κορωνίδα και η αχίλλειος πτέρνα του καπιταλισμού,  γιατί  καμιά  επιχείρηση  δεν  μπορεί  να  κρατήσει  μόνιμα  τις  τιμές  της  πολύ  πάνω  από  το  κόστος. Μ’ έναν μόνο τρόπο μπορούν να διαιωνίζονται τα κέρδη: η επιχείρηση ‐ή ολόκληρη  η οικονομία‐ πρέπει να επεκτείνεται.  Αλλά η ανάγκη για επέκταση υποδεικνύει τη δεύτερη πρόβλεψη του μαρξιστικού μοντέλου:  την αδιάκοπη αναζήτηση νέων τεχνικών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός  χρονολογείται  από  τη  Βιομηχανική  Επανάσταση,  διότι,  όπως  έκανε  σαφές  ο  Marx,  η  τεχνολογική πρόοδος δεν είναι μόνο ένα συμπλήρωμα του καπιταλισμού αλλά ένα ζωτικό  συστατικό  του.  Για  να  επιζήσουν  οι  επιχειρήσεις  είναι  υποχρεωμένες  να  καινοτομούν,  να  εφευρίσκουν και να πειραματίζονται∙ η επιχείρηση που επαναπαύεται στα επιτεύγματα του  παρελθόντος δεν έχει πολύ μέλλον στον επιχειρηματικό κόσμο. Αντιπροσωπευτική είναι η  περίπτωση μιας μεγάλης εταιρίας χημικών που πρόσφατα ανακοίνωσε ότι περίπου τα τρία  τέταρτα  των  εισοδημάτων  της  προέρχονταν  από  προϊόντα  που  ήταν  άγνωστα  πριν  από  δέκα  χρόνια∙  και,  αν  και  πρόκειται  για  έναν  κλάδο  που  στηρίζεται  σε  μεγάλο  βαθμό  στις  εφευρέσεις, η σχέση μεταξύ βιομηχανικής εφευρετικότητας και κερδών ισχύει ευρύτερα.  Το μοντέλο υποδείκνυε τρεις ακόμη τάσεις του καπιταλισμού που επίσης επαληθεύτηκαν.  Δεν  χρειάζεται  να  τεκμηριώσουμε  την  ύπαρξη  οικονομικών  κρίσεων  στον  αιώνα  που  πέρασε  ή  την  εμφάνιση  της  επιχείρησης‐κολοσσού. 

Θα  μπορούσαμε  όμως  να  επισημάνουμε  την  τόλμη  των  προβλέψεων  του  Marx.  Η  τάση  για  κρίσεις  ‐αυτό  που  ονομάζουμε  «οικονομικοί  κύκλοι»‐  δεν  αναγνωριζόταν  σαν  εγγενές  γνώρισμα  του  καπιταλισμού από κανέναν άλλο οικονομολόγο τον καιρό του Marx, αν και τα γεγονότα που  ακολούθησαν,  σίγουρα  επαλήθευσαν  την  πρόβλεψή  του  για  τις  κυκλικές  διακυμάνσεις  άνθησης  και  ύφεσης.  Στον  κόσμο  των  επιχειρήσεων  τον  καιρό  που  εμφανίστηκε  το  Κεφάλαιο, το μεγάλο μέγεθος ήταν η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας και οι επιχειρήσεις  μικρού μεγέθους ακόμη κυριαρχούσαν.

Η πρόβλεψη, το 1867, ότι οι τεράστιες επιχειρήσεις θα  κυριαρχούσαν  στην  επιχειρηματική  σκηνή  ήταν  το  ίδιο  παράτολμη  με  το  να  κάναμε  σήμερα την πρόβλεψη ότι πενήντα χρόνια από σήμερα η Αμερική θα είναι μια χώρα όπου  οι μικρές ατομικές επιχειρήσεις θα έχουν εκτοπίσει τις γιγαντιαίες ανώνυμες εταιρίες.  Τέλος,  ο  Marx  πίστευε  ότι  ο  μικρός  ανεξάρτητος  τεχνίτης  και  ο  αυτοαπασχολούμενος  δεν  θα  μπορούσαν  να  αντισταθούν  στις  πιέσεις  της  μαζικής  παραγωγής  και  ένα  όλο  και  μεγαλύτερο  ποσοστό  του  εργατικού  δυναμικού  θα  αναγκαζόταν  να  πουλήσει  την  εργασιακή του δύναμη στην αγορά ‐ να γίνει, δηλαδή, «προλετάριος». Επαληθεύτηκε αυτή  η  πρόβλεψη;  Στο  πρώτο  τέταρτο  του  19ου  αιώνα,  περίπου  τρεις  στους  τέσσερις  Αμερικανούς αυτοαπασχολούνταν σε αγροκτήματα ή μικροκαταστήματα. Σήμερα, μόνο το  ένα  δέκατο  του  εργατικού  δυναμικού  είναι  αυτοαπασχολούμενοι.  Ίσως  να  μη  θεωρούμε  προλετάριους  τον  υπάλληλο  γραφείου,  τον  οδηγό  λεωφορείου  ή  τον  ταμία  της  τράπεζας  αλλά, με τους όρους του Marx, όλοι αυτοί είναι εργάτες που αναγκάζονται να προσφέρουν  την  εργασιακή  τους  δύναμη  στους  καπιταλιστές,  κάτι  που  δεν  αναγκάζονται  να  κάνουν  ο  αγρότης ή ο υποδηματοποιός, οι οποίοι διαθέτουν τα δικά τους μέσα παραγωγής.  Συνολικά, το μοντέλο έδειξε εξαιρετική προφητική ικανότητα. Σημειωτέον ότι όλες αυτές οι  αλλαγές, παρότι τεράστιες και μνημειώδεις, δεν ήταν δυνατό να ανιχνευθούν με μια απλή  εξέταση  του  κόσμου  όπως  εμφανιζόταν  στα  μάτια  του  Marx. 

Δεν  υπάρχει  ούτε  ένα  πρόσωπο‐κλειδί  για  την  πραγματοποίηση  του  οράματός  του  ‐  κανένας  διορατικός  συνδικαλιστής  ηγέτης,  ούτε  ήρωας  της  επερχόμενης  επανάστασης.  Υπάρχουν  βέβαια  τα  κεντρικά  πρόσωπα  του  δράματος  και,  πάνω  απ’  όλα,  ο  καπιταλιστής  που  αυτοκαταστρέφεται και ο εργάτης που θα θριάμβευε τελικά, αλλά και οι δυο τους δεν ήταν  παρά απλά πιόνια στο δράμα που θα κατέληγε στην ήττα του ενός και την επικράτηση του  άλλου. Η αντιπροσωπευτική «μορφή» στο σενάριο του Marx δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά  μια  διαδικασία:  είναι  η  διαλεκτική  δύναμη  των  πραγμάτων  που  αποτελεί  το  κεντρικό  στοιχείο του οράματος του.  Η  πρόβλεψη,  βέβαια,  δεν  ήταν  απολύτως  ακριβής. 

Ο  Marx  πίστευε  ότι  τα  κέρδη  δεν  θα  μειώνονταν μόνο μέσα στα πλαίσια του οικονομικού κύκλου ‐το οποίο είναι γεγονός‐ αλλά  θα  παρουσίαζαν  μια  μακροχρόνια  πτωτική  τάση∙  αυτό  το  τελευταίο  δεν  φαίνεται  να  έχει  συμβεί. Ωστόσο, παρά τα μειονεκτήματά του ‐και κάθε άλλο παρά αλάνθαστο είναι, όπως  θα  δούμε‐  το  μαρξιστικό  μοντέλο  για  τη  λειτουργία  του  καπιταλισμού  ήταν  εκπληκτικά  προφητικό.  Όμως  όλες  αυτές  οι  προβλέψεις  του  Marx  ήταν,  σε  τελική  ανάλυση,  σχετικά  ανώδυνες.  Έμενε  η  τελική  πρόβλεψη  του  μοντέλου  που,  όπως  θα  θυμάται  ο  αναγνώστης,  αφορούσε  την κατάρρευση του «καθαρού καπιταλισμού» του Marx.  Ας πούμε, ευθύς εξ αρχής, ότι ούτε αυτή την πρόβλεψη μπορούμε να αντιπαρέλθουμε με  ευκολία.  Στη  Ρωσία  και  την  Ανατολική  Ευρώπη  ο  καπιταλισμός  αντικαταστάθηκε  από  το  σοσιαλισμό‐ στη Γερμανία και την Ιταλία εκφυλίστηκε σε φασισμό.

 Και παρότι οι πόλεμοι, η  στυγνή  πολιτική  εξουσία,  τα  αναπόδραστα  προστάγματα  της  μοίρας  και  οι  πεισματικές  προσπάθειες των επαναστατών, όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους, το γεγονός παραμένει ότι  αυτές οι αλλαγές σε μεγάλο βαθμό συνέβησαν για το λόγο που είχε προβλέψει ο Marx: ο  καπιταλισμός κατέρρευσε.  Γιατί  κατέρρευσε  ο  καπιταλισμός;  Εν  μέρει  επειδή  εμφάνισε  την  αστάθεια  που  είχε  προβλέψει ο Marx. Μια σειρά από διαδοχικές, ολοένα επιδεινούμενες οικονομικές κρίσεις  που επιβαρύνονταν από τη μάστιγα των πολέμων, υπέσκαψε την πίστη της κατώτερης και  της  μεσαίας  τάξης  στο  σύστημα.  Αλλά  αυτή  δεν  είναι  η  πλήρης  απάντηση.  Τα  αίτια  της

χρεοκοπίας  του  ευρωπαϊκού  καπιταλισμού  δεν  ήταν  τόσο  οικονομικά  όσο  κοινωνικά  ‐  πράγμα που επίσης πρόβλεψε ο Marx!  Ο Marx αναγνώριζε ότι οι οικονομικές δυσκολίες του συστήματος δεν ήταν ανυπέρβλητες.  Αν  και  η  αντιμονοπωλιακή  νομοθεσία  και  οι  πολιτικές  για  την  καταπολέμηση  των  οικονομικών κύκλων ήταν άγνωστες στις μέρες του Marx, παρόμοιες ενέργειες δεν θα ήταν  δύσκολο να τις φανταστεί κανείς: στο όραμα του Marx δεν υπήρχε τίποτα το αναπόφευκτο  με  τη  φυσική  έννοια  του  όρου.  Η  μαρξιστική  πρόβλεψη  της  βαθμιαίας  αποσύνθεσης  στηρίχτηκε  σε  μια  αντίληψη  του  καπιταλισμού  σύμφωνα  με  την  οποία  ήταν  αδύνατο  για  μια  κυβέρνηση,  από  πολιτική  άποψη,  να  διορθώσει  τα  κακώς  κείμενα  του  συστήματος∙  αδύνατο  για  λόγους  ιδεολογικούς,  ακόμα  και  συναισθηματικούς. 

Η  θεραπεία  για  τις  αδυναμίες  του  καπιταλισμού  θα  απαιτούσε  από  μια  κυβέρνηση  να  αρθεί  πάνω  από  τα  συμφέροντα  μιας  και  μόνο  τάξης  ‐  πράγμα  που  συνεπαγόταν  ότι  οι  άνθρωποι  θα  μπορούσαν να ελευθερωθούν από τα δεσμά του άμεσου ατομικού συμφέροντός τους. Για  την ανάλυση του Marx, κάτι τέτοιο ήταν εξαιρετικά αμφίβολο.  Αυτή ακριβώς η έλλειψη κοινωνικής ευελιξίας, αυτή η προσήλωση στο κοντόθωρο ατομικό  συμφέρον,  εξασθένισε  τον  ευρωπαϊκό  καπιταλισμό  ‐  τουλάχιστον  μέχρι  το  τέλος  του  Β’  Παγκόσμιου Πολέμου. Για τον γνώστη του έργου του Marx, είναι τρομακτικό να σκέφτεται  την  ασυγκράτητη  αποφασιστικότητα  με  την  οποία  τόσο  πολλές  χώρες  ακολούθησαν  τη  διαδρομή που ο Marx επέμενε ότι θα οδηγούσε στην καταστροφή τους. Θα έλεγε κανείς ότι  οι  κυβερνήσεις  τους  προσπαθούσαν  ασυνείδητα  να  επαληθεύσουν  την  προφητεία  του  Marx  κάνοντας  αυτά  ακριβώς  που  έλεγε  ότι  θα  κάνουν.  Όταν  στη  Ρωσία  το  τσαρικό  καθεστώς  κατέπνιξε  κάθε  μορφή  δημοκρατικού  συνδικαλισμού,  όταν  στην  Αγγλία  και  τη  Γερμανία το ίδιο το κράτος ενθάρρυνε τα μονοπώλια και τα καρτέλ, η μαρξιστική διαλεκτική  έμοιαζε δυσοίωνα προφητική. Καθ’ όλη τη διάρκεια του τέλους του 19ου και της αρχής του  20ου αιώνα, όταν κάποιος εξέταζε το τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς  και  αντιλαμβανόταν  την  πλήρη  αδιαφορία  των  πρώτων  για  τους  δεύτερους,  θα  είχε  το  δυσάρεστο  συναίσθημα  ότι  τα  ψυχολογικά  στερεότυπα  που  χρησιμοποίησε  ο  Marx  στο  ιστορικό του δράμα ήταν πολύ πιστά βγαλμένα από την πραγματική ζωή.  Τα πράγματα εκτυλίχθηκαν διαφορετικά στην Αμερική εκείνα τα χρόνια. Είχαμε κι εμείς το  μερίδιό  μας  από  αντιδραστικούς  και  επαναστάτες.

 Η  οικονομική  ιστορία  των  Ηνωμένων  Πολιτειών  περιέχει  ουκ  ολίγη  εκμετάλλευση  και  απανθρωπιά.  Όμως  εδώ  ο  καπιταλισμός  αναπτύχθηκε  σε  μια  γη  ανέγγιχτη  από  το  νεκρωμένο  χέρι  της  αριστοκρατικής  καταγωγής  και  των  πατροπαράδοτων  ταξικών  διακρίσεων.  Μέχρι  κάποιου  σημείου  αυτό  είχε  σαν  αποτέλεσμα  τη  δημιουργία  ενός  ακόμα  σκληρότερου  κοινωνικού  κλίματος  αφού  οι  Αμερικανοί  πίστευαν  ακλόνητα  σ’  έναν  αυστηρό  ατομικισμό  ακόμα  κι  όταν  το  άτομο  κατατροπώθηκε  απελπιστικά  από  το  κλίμα  του  μαζικού  εκβιομηχανισμού,  ενώ  στην  Ευρώπη  οι  παραδοσιακές  ηθικές  υποχρεώσεις  της  αριστοκρατίας,  το  noblesse  oblige,  συνυπήρχε  με  τις  απροκάλυπτες  ταξικές  διαιρέσεις.  Ωστόσο,  απ’  το  αμερικανικό  περιβάλλον, αναδύθηκε ένας κάποιος πραγματισμός στην αντιμετώπιση της εξουσίας, τόσο  της  ιδιωτικής  όσο  και  της  κρατικής,  και  μια  γενικότερη  αποδοχή  των  ιδεωδών  της  δημοκρατίας που καθοδήγησε το πολιτικό σώμα μέσα απ’ τις συμπληγάδες πέτρες που σε  τόσες άλλες χώρες προκάλεσαν τη συντριβή του.  Σ’  αυτές  ακριβώς  τις  δυνατότητες  για  αλλαγή  βρίσκεται  η  απάντηση  στην  ανάλυση  του  Marx. Πράγματι, όσο περισσότερο μελετάμε την ιστορία του καπιταλισμού, ιδιαίτερα κατά  τις  τελευταίες  δεκαετίες,  τόσο  περισσότερο  μαθαίνουμε  όχι  μόνο  να  εκτιμούμε  τη  διεισδυτικότητα της σκέψης του Marx αλλά και να αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς της. 

Τα  προβλήματα  που  διέγνωσε  στον  καπιταλισμό  εν  πολλοίς  παραμένουν  και  στις  μέρες μας,  με  κυρίαρχα  την  τάση  για  οικονομική  αστάθεια  και  τη  συγκέντρωση  πλούτου  και  εξουσίας  σε  όλο  και  λιγότερα  χέρια.  Ωστόσο,  σε  διαφορετικές  χώρες  συναντούμε  διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων. Έτσι, πολλές ευρωπαϊκές  χώρες,  παρά  τα  υψηλότερα  ποσοστά  ανεργίας  σε  σχέση  με  τις  ΗΠΑ,  παρέχουν  δωρεάν  καθολική  παιδεία  (ακόμα  και  πανεπιστημιακή),  περίθαλψη  και  συντάξεις,  καθώς  και  επιδόματα ανεργίας σε κλίμακα ασύγκριτα υψηλότερη από τη δική μας. Κατά συνέπεια, το  ποσοστό  του  πληθυσμού  μας  που  ζει  στη  φτώχεια  είναι  τρεις  και  τέσσερις  φορές  μεγαλύτερο από το δικό τους!  Αυτό  που  πρέπει  να  επισημανθεί  κατά  την  αποτίμηση  του  οράματος  του  Marx  και  των  αναλύσεων που προκύπτουν απ’ αυτό, είναι η αποτυχία του να συμπεριλάβει το ρόλο της  κοινωνικοπολιτικής  κουλτούρας  ‐  ένα  στοιχείο  που  ελάχιστα  αναφέρει.

Υπάρχει  ένα  ευρύ  φάσμα απόψεων και αξιών για τα προνόμια του κεφαλαίου, τον κεντρικό ρόλο της αγοράς  και τους ρόλους που αντιστοιχούν στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε όλες τις χώρες με  καπιταλιστικούς θεσμούς ‐ σε χώρες δηλαδή που ενσωματώνουν αυτές τις προσδιοριστικές  πεποιθήσεις. Σ’ αυτό το φάσμα θεσμών, συμπεριφορών και αντιμετωπίσεων θα πρέπει να  αναζητηθεί το όραμα εκείνο που θα διαδεχθεί το όραμα του Marx.  Ωστόσο, αν αφαιρέσουμε τα περί αναπόφευκτης καταδίκης του καπιταλισμού, η ανάλυση  του Marx δεν μπορεί να αγνοηθεί. Παραμένει η πιο σοβαρή και διεισδυτική ανάλυση του  καπιταλιστικού  συστήματος.  Δεν  είναι  μια  εξέταση  που  γίνεται  στα  πλαίσια  της  ηθικής  συνοδευόμενη από αποδοκιμασίες για τις αδικίες του κινήτρου για κέρδος ‐ αυτά αφορούν  τους Μαρξιστές επαναστάτες και όχι τους Μαρξιστές οικονομολόγους. Παρ’ όλο το πάθος  της, παραμένει μια νηφάλια εκτίμηση και γι’ αυτό το λόγο οι δυσοίωνες διαπιστώσεις της  διατηρούν την εγκυρότητά τους.  Τέλος,  θα  πρέπει  να  θυμόμαστε  ότι  ο  Marx  δεν  ήταν  μόνο  ένας  μεγάλος  οικονομολόγος.  Στον  επικήδειο  λόγο  του,  ο  Engels  είπε  ότι  «όπως  ο  Δαρβίνος  ανακάλυψε  το  νόμο  της  εξέλιξης  στην  οργανική  φύση,  έτσι  κι  ο  Marx  ανακάλυψε  το  νόμο  της  εξέλιξης  στην  ανθρώπινη  ιστορία»170  Ίσως  αυτός  είναι  ένας  υπερβολικός  ισχυρισμός,  αλλά  ο  Engels  δεν  είχε  άδικο  να  θέλει  να  τονίσει  την  εξαιρετική  σημασία  του  μαρξιστικού  οράματος  της  ιστορικής  διαδικασίας  ως  μιας  αρένας  όπου  οι  κοινωνικές  τάξεις  μάχονται  για  την  επικράτησή  τους. 

Ο  Marx  μάς  δίδαξε  να  κοιτάμε  όχι  μόνο  την  επιφάνεια  αλλά  και  τα  υπόγεια ρεύματα της ιστορίας, ακριβώς όπως ο Φρόιντ μάς δίδαξε να κοιτάμε κάτω από το  προσωπείο της ανθρώπινης προσωπικότητας στις εσωτερικές ψυχικές διαδικασίες, ή όπως  ο  Πλάτων  μάς  έμαθε  να  ξεπερνάμε  το  πέπλο  των  ανεξερεύνητων  ιδεών  για  να  φτάνουμε  στα κρυμμένα ερωτήματα της φιλοσοφίας.  Γι’  αυτό  το  λόγο  το  όνομα  του  Marx,  όπως  και  το  όνομα  του  Φρόιντ  ή  του  Πλάτωνα,  παραμένει  σύγχρονο.  Ο  Marx  δεν  είναι  αλάνθαστος  όσο  κι  αν  έγινε  αντικείμενο  ειδωλολατρίας. Καλύτερο είναι να τον θεωρούμε κάτι το αναπόφευκτο ‐ σαν έναν μεγάλο  εξερευνητή που το πέρασμά του έχει αποτυπωθεί ανεξάλειπτα στην ήπειρο της κοινωνικής  σκέψης  που  ανακάλυψε.  Όλοι  όσοι  θέλουν  να  εξερευνήσουν  βαθύτερα  αυτή  την  ήπειρο,  είτε  συμφωνούν  με  τα  συμπεράσματα  του  Marx  είτε  όχι,  θα  πρέπει  να  αποτίσουν  φόρο  τιμής στον άνθρωπο που, πρώτος αυτός, την ανακάλυψε χάριν της ανθρωπότητας.

Πώς  όμως  προκύπτει  αυτή  η  κατάσταση  πραγμάτων; 

Η  απάντηση  βρίσκεται  στο  ότι  οι  καπιταλιστές μονοπωλούν ένα πράγμα: την πρόσβαση στα ίδια τα μέσα παραγωγής. Με το  νομικό  καθεστώς  της  ατομικής  ιδιοκτησίας,  οι  καπιταλιστές  είναι  οι  «ιδιοκτήτες»  των  θέσεων  εργασίας  στο  βαθμό  που  είναι  οι  ιδιοκτήτες  των  μηχανών  και  του  εξοπλισμού,  χωρίς τα οποία οι άνδρες και οι γυναίκες δεν μπορούν να εργαστούν.

Αν κάποιος δεν είναι  διατεθειμένος να δουλέψει τις ώρες που θέλει ο καπιταλιστής, δεν βρίσκει δουλειά. Όπως  και  κάθε  άλλος  στο  σύστημα,  ο  εργάτης  δεν  έχει  το  δικαίωμα  ή  την  ισχύ  να  ζητήσει  περισσότερα απ’ όσο αξίζει ως εμπόρευμα. Το σύστημα είναι απόλυτα «δίκαιο» και όμως  όλοι  οι  εργάτες  είναι  θύματα  εκμετάλλευσης,  επειδή  αναγκάζονται  να  εργάζονται  περισσότερες ώρες απ’ όσες είναι απαραίτητες για την αυτοσυντήρησή τους.  Φαίνεται  περίεργο  αυτό;  Ας  θυμηθούμε  ότι  ο  Marx  γράφει  σε  μια  εποχή  που  η  εργάσιμη  ημέρα  είχε  μεγάλη  διάρκεια,  συχνά  πέραν  των  αντοχών  των  εργαζομένων,  και  που  τα  μεροκάματα,  κατά  κανόνα,  ήταν  ελάχιστα  παραπάνω  από  όσο  χρειαζόταν  για  να  επιβιώσουν.

Είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος την ιδέα της υπεραξίας όταν ζει σε μια  χώρα  όπου  οι  χώροι  στυγνής  εκμετάλλευσης  του  ανθρώπινου  μόχθου  έχουν  εν  πολλοίς  καταργηθεί∙ όμως, στις μέρες του Marx δεν επρόκειτο για μια απλή θεωρητική κατασκευή.  Ίσως  αρκεί  ένα  μόνο  παράδειγμα:  σ’  ένα  εργοστάσιο  του  Μάντσεστερ  το  1862  η  μέση  εργάσιμη εβδομάδα για μια περίοδο ενάμιση μήνα ήταν 84 ώρες! Για τους προηγούμενους  δεκαοκτώ μήνες ήταν 78,5 ώρες.  Όλα  αυτά,  όμως,  δεν  είναι  ακόμα  παρά  το  σκηνικό  του  δράματος.  Έχουμε  τους  πρωταγωνιστές,  έχουμε  τα  κίνητρά  τους,  έχουμε  το  κλειδί  της  υπόθεσης  για  την  ανακάλυψη της «υπεραξίας». Και τώρα το έργο ξεκινά.  Όλοι οι καπιταλιστές έχουν κέρδη. Αλλά και όλοι βρίσκονται σε μεταξύ τους ανταγωνισμό.  Γι’ αυτό προσπαθούν να συσσωρεύσουν, να επεκτείνουν την κλίμακα της παραγωγής τους  σε  βάρος  των  ανταγωνιστών  τους.  Αλλά  η  επέκταση  δεν  είναι  τόσο  εύκολη.

Απαιτεί  περισσότερους  εργάτες  και,  για  να  τους  αποκτήσουν,  οι  καπιταλιστές  πρέπει  να  πλειοδοτήσουν για τις υπηρεσίες του εργατικού δυναμικού. Οι μισθοί τείνουν να αυξηθούν  και, αντιστρόφως, η υπεραξία τείνει να μειωθεί. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι καπιταλιστές του Marx  σύντομα  θα  αντιμετωπίσουν  το  δίλημμα  που  αντιμετώπισαν  οι  καπιταλιστές  του  Adam  Smith και του Ricardo ‐ τα κέρδη τους θα διαβρωθούν από τους ανερχόμενους μισθούς.  Για  τον  Smith  και  τον  Ricardo  η  λύση  στο  δίλημμα  βρισκόταν  στην  τάση  του  εργατικού  δυναμικού  να  αυξάνεται  με  κάθε  αύξηση  των  αμοιβών.  Αλλά  ο  Marx,  όπως  και  ο  Mill,  αποκλείει  αυτό  το  ενδεχόμενο.  Ο  Marx  δεν  αναπτύσσει  επιχειρήματα∙  αρκείται  να  στιγματίσει  το  μαλθουσιανό  δόγμα  ως  ένα  «λίβελο  κατά  του  ανθρώπινου  είδους»  ‐  στο  κάτω‐κάτω,  το  προλεταριάτο,  που  θα  αποτελέσει  την  άρχουσα  τάξη  του  μέλλοντος,  δεν  μπορεί  να  είναι  τόσο  κοντόθωρο  ώστε  να  κατασπαταλά  τις  κατακτήσεις  του  απλώς  λόγω  αχαλίνωτων  γενετήσιων  ορμών.

Αλλά  προβλέπει  σωτηρία  και  για  τους  καπιταλιστές  του.  Όπως  λέει,  θα  αντιμετωπίσουν  την  απειλή  των  ανερχόμενων  μισθών  με  την  εγκατάσταση  μηχανημάτων  που  εξοικονομούν  χρόνο  εργασίας.  Αυτό  θα  ρίξει  μέρος  του  εργατικού  δυναμικού  στο  δρόμο  και  εκεί,  ως  Εφεδρικός  Βιομηχανικός  Στρατός,  θα  επιτελεί  την  ίδια  λειτουργία με την πληθυσμιακή αύξηση του Smith και του Ricardo, καθώς θα ανταγωνίζεται  για  θέσεις  εργασίας  συμπιέζοντας  τους  μισθούς  στο  επίπεδο  της  προηγούμενης  «αξίας»  τους, το επίπεδο του μισθού συντήρησης.  Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την κρίσιμη τροπή. Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο καπιταλιστής  ξεπέρασε  τον  κίνδυνο,  αφού  απέτρεψε  την  αύξηση  των  μισθών  με  τα  μηχανήματα  που  δημιουργούν  ανεργία.  Αλλά  ας  μη  βιαζόμαστε.  Η  ίδια  ακριβώς  διαδικασία  με  την  οποία ελπίζει να απαλλαγεί από το ένα σκέλος του διλήμματος, τον «καρφώνει» πάνω στο άλλο  σκέλος.  Αυτό  γιατί,  καθώς  αντικαθιστά  τους  ανθρώπους  με  μηχανές,  ταυτόχρονα  αντικαθιστά  τα  κερδοφόρα μέσα παραγωγής με μη κερδοφόρα. Ας μην ξεχνάμε ότι στο μαρξιστικό μοντέλο  του  ιδανικού  καπιταλιστικού  κόσμου,  κανένας  δεν  εξασφαλίζει  κέρδος  επειδή  διαπραγματεύεται  σκληρά.

 Όποια  κι  αν  είναι  η  αξία  της  μηχανής  για  τον  καπιταλιστή,  το  βέβαιο  είναι  ότι  έχει  πληρώσει  το  σύνολο  της  αξίας  της.  Αν  μια  μηχανή  πρόκειται  να  δημιουργήσει  συνολική  αξία  δέκα  χιλιάδων  δολαρίων  στη  διάρκεια  της  ζωής  της,  ο  καπιταλιστής μας υποτίθεται ότι πλήρωσε τόσα ακριβώς για να την αγοράσει. Κέρδη μπορεί  να  εξασφαλίσει  μόνο  από  τη  ζωντανή  εργασία  που  απασχολεί,  μόνο  από  τις  απλήρωτες  ώρες υπερεργασίας. Άρα, όταν μειώνει τον αριθμό ή το ποσοστό των εργατών του, θυσιάζει  την κότα που γεννάει τα χρυσά αβγά.  Όμως ο δύστυχος το κάνει αυτό γιατί είναι αναγκασμένος. Οι ενέργειές του δεν έχουν κάτι  το σατανικό. Απλώς υπακούει στην παρόρμηση για συσσώρευση και προσπαθεί να μην τον  υπερφαλαγγίσουν  οι  ανταγωνιστές  του.  Όπως  αυξάνουν  οι  μισθοί,  αναγκάζεται  να  εγκαταστήσει  μηχανήματα  που  θα  αντικαταστήσουν  εργασία,  θα  μειώσουν  το  κόστος  παραγωγής  του  και  θα  διατηρήσουν  τα  κέρδη  του  ‐  αν  δεν  το  κάνει  αυτός,  θα  το  κάνει  ο  διπλανός του.

Αλλά καθώς πρέπει να αντικαταστήσει τους εργάτες με μηχανήματα, πρέπει  επίσης να περιορίσει τη βάση από την οποία αντλεί τα κέρδη του. Είναι ένα είδος ελληνικής  τραγωδίας, όπου οι άνθρωποι βαδίζουν εκόντες άκοντες προς τη μοίρα τους και όπου όλοι,  ασυναίσθητα, συμπράττουν να επιφέρουν την ίδια τους την καταστροφή.  Ο  κύβος  έχει  ριφθεί.  Καθώς  συρρικνώνονται  τα  κέρδη  του,  ο  καπιταλιστής  θα  εντείνει  τις  προσπάθειές του να εγκαταστήσει στο εργοστάσιό του μηχανές που εξοικονομούν εργατικά  χέρια και μειώνουν το κόστος. Μόνο αν βρεθεί ένα βήμα μπροστά από τους άλλους μπορεί  να ελπίζει ότι θα εξασφαλίσει κέρδη. Επειδή όμως όλοι κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, ο  λόγος  της  ζωντανής  εργασίας  (και  άρα  της  υπεραξίας)  προς  τη  συνολική  παραγωγή  μειώνεται συνεχώς. Το ποσοστό κέρδους πέφτει όλο και πιο πολύ.

Η καταστροφή βρίσκεται  ένα  βήμα  μπροστά.  Τα  κέρδη  περιορίζονται  σε  σημείο  που  η  παραγωγή  δεν  είναι  πλέον  καθόλου  κερδοφόρα.  Η  κατανάλωση  μειώνεται  καθώς  οι  μηχανές  αντικαθιστούν  τους  ανθρώπους  και  ο  αριθμός  των  απασχολουμένων  δεν  επαρκεί  για  να  απορροφήσει  την  παραγωγή.  Ακολουθούν  οι  χρεοκοπίες.  Οι  επιχειρήσεις  σπεύδουν  να  ξεφορτωθούν  τα  προϊόντα  τους  στην  αγορά  πουλώντας  τα  όσο  όσο,  με  αποτέλεσμα  να  αφανίζονται  οι  μικρότερες επιχειρήσεις. Ζούμε μια κρίση του καπιταλισμού.  Μια  κρίση  όμως  δεν  σημαίνει  το  τέλος  του  παιχνιδιού.  Το  αντίθετο,  μάλιστα.  Καθώς  οι  εργάτες  χάνουν  τις  δουλειές  τους,  αναγκάζονται  να  δεχτούν  μισθούς  κάτω  από  την  αξία  τους. Καθώς οι μηχανές βγαίνουν για ξεπούλημα, οι ισχυρότεροι καπιταλιστές μπορούν να  τις  αποκτήσουν  σε  τιμές  κάτω  από  την  πραγματική  αξία  τους.  Μετά  από  κάποιο  χρονικό  διάστημα,  επανεμφανίζεται  η  υπεραξία.  Η  προέλαση  ξαναρχίζει.  Έτσι,  κάθε  κρίση  εξυπηρετεί  στην  ανανέωση  της  ικανότητας  του  συστήματος  να  επεκτείνεται.  Η  κρίση  ‐ή  η  ύφεση  κατά  τη  σύγχρονη  ορολογία‐  είναι  συνεπώς  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  λειτουργεί  το  σύστημα και όχι ο τρόπος με τον οποίο αποτυγχάνει.  Αλλά,  βεβαίως,  αυτή  η  λειτουργία  είναι  πολύ  περίεργη.  Κάθε  ανανέωση  έχει  την  ίδια  κατάληξη:  ανταγωνισμός  για  εργατικά  χέρια∙  υψηλότεροι  μισθοί∙  μηχανές  για  εξοικονόμηση  εργασίας∙  μικρότερη  βάση  για  δημιουργία  υπεραξίας∙  ακόμα  εντονότερος  ανταγωνισμός∙  άλλη  μια  κρίση  ‐  χειρότερη  από  την  προηγούμενη.

Γιατί,  σε  κάθε  κρίση,  οι  μεγαλύτερες  επιχειρήσεις  απορροφούν  τις  μικρότερες  και,  όταν  τελικά  καταρρέουν  οι βιομηχανικοί  κολοσσοί,  τα  συντρίμμια  είναι  πολύ  περισσότερα  από  τα  συντρίμμια  που  δημιουργεί η κατάρρευση των μικρότερων επιχειρήσεων.  Εν τέλει, το δράμα παίρνει τέλος. Ο τρόπος που το περιγράφει ο Marx θυμίζει περιγραφές  απ’ την Κόλαση του Δάντη:  Μαζί με την αδιάκοπη μείωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας μετασχηματισμού, μεγαλώνει και το πλήθος εκείνων που βιώνουν τη φτώχεια, την καταπίεση, τη δουλεία, την εξαχρείωση, την εκμετάλλευση· μαζί μεγαλώνει και ο ξεσηκωμός της εργατικής τάξης, μιας τάξης που είναι όλο και πολυπληθέστερη αλλά και πειθαρχημένη, ενωμένη και οργανωμένη από τον ίδιο το μηχανισμό της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής… Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν τελικά σ’ ένα σημείο όπου είναι ασύμβατα με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Το περίβλημα διαρρηγνύεται. Σημαίνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται.

Κι έτσι τελειώνει το δράμα στη σειρά γεγονότων που οραματίστηκε ο Marx στη διαλεκτική  του.  Το  σύστημα  ‐το  καθαρό  σύστημα‐  καταρρέει  καθώς  με  δικές  του  ενέργειες  εξαντλεί  την  ίδια  την  πηγή  ενέργειάς  του,  την  υπεραξία.  Μολονότι  επενεργούν  δυνάμεις  που  βοηθούν να παρατείνουν το τέλος του, ο τελικός επιθανάτιος ρόγχος είναι αναπόδραστος.  Πόσο έντονη είναι η διαφορά όλων αυτών από τις προγενέστερες απόψεις! Για τον Adam  Smith,  η  καπιταλιστική  κυλιόμενη  κλίμακα  ανερχόταν  σταθερά,  τουλάχιστο  όσο  ψηλά  μπορούσε  να  δει  το  μάτι.  Για  τον  Ricardo,  αυτή  η  ανοδική  κίνηση  αναστελλόταν  από  την  πίεση  των  στομάτων  που  έπρεπε  να  τραφούν  από  την  καλλιεργήσιμη  γη,  πράγμα  που  αποτελμάτωνε την πρόοδο και έκανε πλούσιους τους τυχερούς γαιοκτήμονες.

Για τον Mill,  οι προοπτικές γίνονταν πιο αισιόδοξες από την ανακάλυψη του ότι η κοινωνία μπορούσε να  κατανείμει το προϊόν της όπως έκρινε σωστό, και όχι όπως όριζαν οι «οικονομικοί νόμοι».  Αλλά για τον Marx, ακόμα κι αυτή η σωτήρια δυνατότητα ήταν αβάσιμη, αφού η υλιστική  ερμηνεία της ιστορίας του έλεγε ότι το κράτος δεν ήταν παρά το πολιτικό όργανο εξουσίας  των οικονομικών αρχόντων. Η σκέψη ότι θα μπορούσε να δράσει ως επιδιαιτητής, ως μια  τρίτη  δύναμη  που  θα  εξισορροπούσε  τις  διεκδικήσεις  των  συγκρουόμενων  μερών  της  κοινωνίας,  δεν  ήταν  παρά  ευσεβής  πόθος.  Όχι,  δεν  υπήρχε  καμία  διαφυγή  από  την  εσωτερική  λογική,  τη  διαλεκτική  εξέλιξη,  ενός  συστήματος  που  όχι  μόνο  θα  αυτοκαταστρεφόταν αλλά ταυτόχρονα θα γεννούσε και το διάδοχο σύστημα.

 Όσο  για  το  πώς  θα  ήταν  αυτό  το  διάδοχο  σύστημα,  ο  Marx  δεν  είπε  πολλά.  Θα  ήταν,  βέβαια, «αταξικό» ‐ με το οποίο ο Marx εννοούσε ότι, από τη στιγμή που η κοινωνία ήταν ο  ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής των αγαθών, θα εξέλιπε ο λόγος για την οικονομική  διαίρεση  της  κοινωνίας  με  βάση  την  ατομική  ιδιοκτησία.  Το  πώς  ακριβώς  η  κοινωνία  θα  ήταν  ο  «ιδιοκτήτης»  των  εργοστασίων,  τι  σήμαινε  ακριβώς  η  «κοινωνία»,  κατά  πόσο  θα  υπήρχε  έντονη  διαμάχη  μεταξύ  διαχειριστών  και  υφισταμένων,  μεταξύ  πολιτικών  προϊσταμένων  και  απλών  μελών  της  κοινωνίας  ‐  ο  Marx  δεν  έθιξε  κανένα  απ’  αυτά  τα  ερωτήματα. Κατά τη μεταβατική περίοδο του «σοσιαλισμού» θα υπήρχε η «δικτατορία του  προλεταριάτου»∙ μετά απ’ αυτή ο «γνήσιος» κομουνισμός.  Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Marx δεν ήταν ο αρχιτέκτονας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το  φοβερό  αυτό  έργο  το  ανέλαβε  ο  Λένιν.  Το  Κεφάλαιο  είναι  το  Βιβλίο  της  Κρίσης  του  καπιταλισμού,  και  σ’  ολόκληρο  το  έργο  του  Marx  δεν  υπάρχει  σχεδόν  τίποτα  που  να  ατενίζει πέρα από την Ημέρα της Κρίσεως για να δει πώς διαγράφεται το μέλλον. 

Τι μπορεί να πει κανείς για την Αποκαλυπτική επιχειρηματολογία του;  Υπάρχει  ένας  εύκολος  τρόπος  να  την  απορρίψει  κανείς  στο  σύνολό  της.  Θυμάστε  ότι  το  σύστημα  στηρίζεται  πάνω  στην  αξία  ‐την  εργασιακή  αξία‐  και  ότι  αυτό  που  οδηγεί  στην  καταστροφή  του  είναι  αυτό  το  ειδικό  φαινόμενο  που  ονομάζεται  υπεραξία.  Όμως  ο  πραγματικός  κόσμος  δεν  αποτελείται  από  «αξίες»  αλλά  από  πραγματικές  χειροπιαστές  τιμές.  Ο  Marx  οφείλει  να  αποδείξει  ότι  ο  κόσμος  των  δολαρίων  και  των  σεντς  αντικατοπτρίζει, έστω και κατά προσέγγιση, το θεωρητικό κόσμο που κατασκεύασε. Αλλά,  στην  προσπάθειά  του  να  μεταπηδήσει  από  τον  κόσμο  των  αξιών  στον  κόσμο  των  τιμών,  εμπλέκεται στον πιο απαίσιο μαθηματικό κυκεώνα. Για την ακρίβεια, διαπράττει ένα λάθος.  Δεν  πρόκειται  για  λάθος  που  δεν  διορθώνεται,  και  μάλιστα  αν  εμπλακεί  κανείς  σ’  ένα  ακόμα  χειρότερο  μαθηματικό  κουβάρι  μπορεί  να  κάνει  τις  εξισώσεις  του  Marx  να  βγουν  σωστές.

Αλλά οι επικριτές που  υπέδειξαν το λάθος δεν ενδιαφέρονταν να διορθώσουν το  μαθηματικό  μοντέλο,  και  η  ετυμηγορία  τους  ότι  ο  Marx  είχε  κάνει  «λάθος»  θεωρήθηκε  τελεσίδικη.  Όταν  τελικά  διορθώθηκαν  οι  εξισώσεις,  κανένας  δεν  έδωσε  μεγάλη  σημασία,  διότι  παρ’  όλη  τη  μαθηματική  του  ορθότητα,  το  μοντέλο  του  Marx  παρουσιάζει  πλήθος  άλλων  προβλημάτων.  Μπορούμε  πραγματικά  να  χρησιμοποιήσουμε  την  έννοια  της  υπεραξίας  σ’  έναν  κόσμο  μονοπωλίων  ή  στα  πλαίσια  της  επιστημονικής  τεχνολογίας;  Μπόρεσε πράγματι ο Marx να παραμερίσει τις δυσκολίες που ενέχει η χρησιμοποίηση της  «εργασίας» ως μέτρου της αξίας;  Ερωτήματα  όπως  αυτά  εξακολουθούν  να  απασχολούν  τον  κόσμο  των  μαρξιστών  θεωρητικών  και  έχουν  βάλει  σε  πειρασμό  τους  περισσότερους  μη  μαρξιστές  οικονομολόγους να αγνοήσουν το όλο μοντέλο ως αδέξιο και άκαμπτο.

Κάτι τέτοιο, όμως,  παραβλέπει δύο πολύ σημαντικές ιδιότητες της μαρξιστικής ανάλυσης.  Πρώτα απ’ όλα, ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη «μοντέλο» οικονομικής ανάλυσης. Ο  Marx  κυριολεκτικά  εφηύρε  μια  νέα  αποστολή  για  την  κοινωνική  έρευνα  ‐  την  κριτική  της  ίδιας  της  οικονομικής  επιστήμης.  Ένα  μεγάλο  μέρος  του  Κεφαλαίου  αφιερώνεται  στο  να  αποδείξει  ότι  οι  προγενέστεροι  οικονομολόγοι  απέτυχαν  να  καταλάβουν  την  πραγματική  πρόκληση της μελέτης που είχαν αναλάβει. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το πρόβλημα της  αξίας που είχε ταλανίσει τον Smith και τον Ricardo. Και οι δύο τους επιδίωξαν, με μικρότερη  ή  μεγαλύτερη  επιτυχία,  να  δείξουν  πώς  οι  τιμές  αντανακλούν  ‐ή  δεν  αντανακλούν‐  τις  ποσότητες χρόνου εργασίας που είναι ενσωματωμένες στα διαφορετικά εμπορεύματα.

Αλλά, επισήμανε ο Marx, το πραγματικά δύσκολο ερώτημα δεν βρίσκεται εκεί. Το δύσκολο  ερώτημα  είναι  πώς  μπορεί  να  μιλά  κανείς  για  την  «εργασία»  ως  κοινό  παρονομαστή  της  αξίας όταν οι πραγματικές εργασίες ανδρών και γυναικών διαφέρουν τόσο πολύ. Ο Ricardo  αναφερόταν  στις  ώρες  εργασίας  που  χρειάζεται  για  να  πιάσεις  ένα  σολομό  και  να  σκοτώσεις ένα ελάφι ως τις ορίζουσες των λόγων ανταλλαγής τους, δηλαδή την τιμή τους.  Όμως,  κανένα  ελάφι  δεν  έχει  σκοτωθεί  με  καλάμι  ψαρέματος  και  κανένας  κυνηγός  στο  δάσος δεν έχει πιάσει σολομό. Πώς ήταν λοιπόν δυνατό να χρησιμοποιείται η «εργασία» ως  κοινός παρονομαστής για να καθορίσει τους λόγους ανταλλαγής;  Η  απάντηση,  κατά  τον  Marx,  είναι  ότι  η  καπιταλιστική  κοινωνία  δημιουργεί  μια  ειδική  μορφή  εργασίας  ‐  την  αφηρημένη  εργασία,  την  εργασία  που  αποστασιοποιείται  από  τις  ειδικές  προσωπικές  ιδιότητες  του  προκαπιταλιστικού  κόσμου,  την  εργασία  που  μπορεί  να  αγοράζεται  και  να  πουλιέται  όπως  το  σιτάρι  ή  το  κάρβουνο.  Έτσι,  αυτό  στο  οποίο  μια  «εργασιακή θεωρία της αξίας» μάς βοηθά να σχηματίσουμε μια καθαρή εικόνα, δεν είναι ο  καθορισμός  των  τιμών,  όπως  πίστευαν  ο  Smith  κι  ο  Ricardo,  αλλά  ο  προσδιορισμός  ενός κοινωνικού  συστήματος  όπου  η  εργασιακή  δύναμη  γίνεται  κι  αυτή  ένα  εμπόρευμα.

Το  κοινωνικό  αυτό  σύστημα  είναι  ο  καπιταλισμός,  όπου  ιστορικές  δυνάμεις  (όπως  το  κίνημα  για  την  περίφραξη  των  γαιών)  δημιούργησαν  μια  εργατική  τάξη  ακτημόνων  που  δεν  έχει  άλλη  διέξοδο  από  το  να  πουλήσει  σαν  εμπόρευμα  την  εργασιακή  της  δύναμη,  την  απλή  ικανότητά της να εργάζεται.  Έτσι  ο  Marx  επινόησε  ένα  είδος  «κοινωνικής  ανάλυσης»  που  ρίχνει  ένα  εντελώς  νέο  φως  στην οικονομική επιστήμη. Αλλά και πέρα απ’ αυτή τη μοναδική του συμβολή, το μαρξικό  μοντέλο του καπιταλισμού, παρ’ όλες τις αδεξιότητές του, φαινόταν να ζωντανεύει και να  εκτυλίσσεται  με  έναν  εκπληκτικό  τρόπο.  Με  δεδομένες  τις  βασικές  του  υποθέσεις  ‐το  στήσιμο  των  προσώπων  του  δράματος,  τα  κίνητρά  τους  και  τον  περίγυρό  τους‐  η  κατάσταση  που  παρουσίαζε  πράγματι  μεταβαλλόταν,  και  μεταβαλλόταν  με  τρόπο  που  μπορούσε να προβλεφθεί. Είδαμε ποιες ήταν αυτές οι αλλαγές: πώς έπεφταν τα κέρδη, πώς  οι καπιταλιστές χρειάζονταν νέες μηχανές, πώς κάθε οικονομική άνθηση κατέληγε σε κρίση,  πώς  οι  μικρές  επιχειρήσεις  μετά  από  κάθε  κρίση  αφομοιώνονταν  από  τις  μεγαλύτερες  επιχειρήσεις.

 Ο  Marx  ονόμασε  αυτές  τις  τάσεις  «νόμους  κίνησης»  του  καπιταλιστικού  συστήματος  ‐  ήταν  η  διαδρομή  που  θα  ακολουθούσε  ο  καπιταλισμός  στο  μέλλον.  Και  το  εκπληκτικό γεγονός είναι το πόσες απ’ αυτές τις προβλέψεις βγήκαν αληθινές.  Είναι  γεγονός  ότι  σε  μια  καπιταλιστική  οικονομία  τα  κέρδη  τείνουν  να  μειώνονται.  Η  διαπίστωση του Marx δεν ήταν πρωτότυπη, και άλλωστε τα κέρδη δεν μειώνονται μόνο για  τους λόγους που υπέδειξε. Αλλά, όπως επισήμαναν ο Adam Smith, ο Ricardo και ο Mill, και  όπως  θα  ομολογούσε  κάθε  επιχειρηματίας,  ο  ανταγωνισμός  και  οι  αυξανόμενοι  μισθοί  πράγματι  συμπιέζουν  τα  κέρδη.  Αν  εξαιρέσουμε  τα  απόρθητα  μονοπώλια  (που  δεν  είναι  πολλά), τα κέρδη είναι ταυτόχρονα η κορωνίδα και η αχίλλειος πτέρνα του καπιταλισμού,  γιατί  καμιά  επιχείρηση  δεν  μπορεί  να  κρατήσει  μόνιμα  τις  τιμές  της  πολύ  πάνω  από  το  κόστος. Μ’ έναν μόνο τρόπο μπορούν να διαιωνίζονται τα κέρδη: η επιχείρηση ‐ή ολόκληρη  η οικονομία‐ πρέπει να επεκτείνεται.  Αλλά η ανάγκη για επέκταση υποδεικνύει τη δεύτερη πρόβλεψη του μαρξιστικού μοντέλου:  την αδιάκοπη αναζήτηση νέων τεχνικών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός  χρονολογείται  από  τη  Βιομηχανική  Επανάσταση,  διότι,  όπως  έκανε  σαφές  ο  Marx,  η  τεχνολογική πρόοδος δεν είναι μόνο ένα συμπλήρωμα του καπιταλισμού αλλά ένα ζωτικό  συστατικό  του.  Για  να  επιζήσουν  οι  επιχειρήσεις  είναι  υποχρεωμένες  να  καινοτομούν,  να  εφευρίσκουν και να πειραματίζονται∙ η επιχείρηση που επαναπαύεται στα επιτεύγματα του  παρελθόντος δεν έχει πολύ μέλλον στον επιχειρηματικό κόσμο. Αντιπροσωπευτική είναι η  περίπτωση μιας μεγάλης εταιρίας χημικών που πρόσφατα ανακοίνωσε ότι περίπου τα τρία  τέταρτα  των  εισοδημάτων  της  προέρχονταν  από  προϊόντα  που  ήταν  άγνωστα  πριν  από  δέκα  χρόνια∙  και,  αν  και  πρόκειται  για  έναν  κλάδο  που  στηρίζεται  σε  μεγάλο  βαθμό  στις  εφευρέσεις, η σχέση μεταξύ βιομηχανικής εφευρετικότητας και κερδών ισχύει ευρύτερα.

Το μοντέλο υποδείκνυε τρεις ακόμη τάσεις του καπιταλισμού που επίσης επαληθεύτηκαν.  Δεν  χρειάζεται  να  τεκμηριώσουμε  την  ύπαρξη  οικονομικών  κρίσεων  στον  αιώνα  που  πέρασε  ή  την  εμφάνιση  της  επιχείρησης‐κολοσσού.  Θα  μπορούσαμε  όμως  να  επισημάνουμε  την  τόλμη  των  προβλέψεων  του  Marx.  Η  τάση  για  κρίσεις  ‐αυτό  που  ονομάζουμε  «οικονομικοί  κύκλοι»‐  δεν  αναγνωριζόταν  σαν  εγγενές  γνώρισμα  του  καπιταλισμού από κανέναν άλλο οικονομολόγο τον καιρό του Marx, αν και τα γεγονότα που  ακολούθησαν,  σίγουρα  επαλήθευσαν  την  πρόβλεψή  του  για  τις  κυκλικές  διακυμάνσεις  άνθησης  και  ύφεσης.  Στον  κόσμο  των  επιχειρήσεων  τον  καιρό  που  εμφανίστηκε  το  Κεφάλαιο, το μεγάλο μέγεθος ήταν η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας και οι επιχειρήσεις  μικρού μεγέθους ακόμη κυριαρχούσαν. Η πρόβλεψη, το 1867, ότι οι τεράστιες επιχειρήσεις θα  κυριαρχούσαν  στην  επιχειρηματική  σκηνή  ήταν  το  ίδιο  παράτολμη  με  το  να  κάναμε  σήμερα την πρόβλεψη ότι πενήντα χρόνια από σήμερα η Αμερική θα είναι μια χώρα όπου  οι μικρές ατομικές επιχειρήσεις θα έχουν εκτοπίσει τις γιγαντιαίες ανώνυμες εταιρίες.  Τέλος,  ο  Marx  πίστευε  ότι  ο  μικρός  ανεξάρτητος  τεχνίτης  και  ο  αυτοαπασχολούμενος  δεν  θα  μπορούσαν  να  αντισταθούν  στις  πιέσεις  της  μαζικής  παραγωγής  και  ένα  όλο  και  μεγαλύτερο  ποσοστό  του  εργατικού  δυναμικού  θα  αναγκαζόταν  να  πουλήσει  την  εργασιακή του δύναμη στην αγορά ‐ να γίνει, δηλαδή, «προλετάριος».

Επαληθεύτηκε αυτή  η  πρόβλεψη; 

Στο  πρώτο  τέταρτο  του  19ου  αιώνα,  περίπου  τρεις  στους  τέσσερις  Αμερικανούς αυτοαπασχολούνταν σε αγροκτήματα ή μικροκαταστήματα. Σήμερα, μόνο το  ένα  δέκατο  του  εργατικού  δυναμικού  είναι  αυτοαπασχολούμενοι.  Ίσως  να  μη  θεωρούμε  προλετάριους  τον  υπάλληλο  γραφείου,  τον  οδηγό  λεωφορείου  ή  τον  ταμία  της  τράπεζας  αλλά, με τους όρους του Marx, όλοι αυτοί είναι εργάτες που αναγκάζονται να προσφέρουν  την  εργασιακή  τους  δύναμη  στους  καπιταλιστές,  κάτι  που  δεν  αναγκάζονται  να  κάνουν  ο  αγρότης ή ο υποδηματοποιός, οι οποίοι διαθέτουν τα δικά τους μέσα παραγωγής.  Συνολικά, το μοντέλο έδειξε εξαιρετική προφητική ικανότητα. Σημειωτέον ότι όλες αυτές οι  αλλαγές, παρότι τεράστιες και μνημειώδεις, δεν ήταν δυνατό να ανιχνευθούν με μια απλή  εξέταση  του  κόσμου  όπως  εμφανιζόταν  στα  μάτια  του  Marx.  Δεν  υπάρχει  ούτε  ένα  πρόσωπο‐κλειδί  για  την  πραγματοποίηση  του  οράματός  του  ‐  κανένας  διορατικός  συνδικαλιστής  ηγέτης,  ούτε  ήρωας  της  επερχόμενης  επανάστασης.

Υπάρχουν  βέβαια  τα  κεντρικά  πρόσωπα  του  δράματος  και,  πάνω  απ’  όλα,  ο  καπιταλιστής  που  αυτοκαταστρέφεται και ο εργάτης που θα θριάμβευε τελικά, αλλά και οι δυο τους δεν ήταν  παρά απλά πιόνια στο δράμα που θα κατέληγε στην ήττα του ενός και την επικράτηση του  άλλου. Η αντιπροσωπευτική «μορφή» στο σενάριο του Marx δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά  μια  διαδικασία:  είναι  η  διαλεκτική  δύναμη  των  πραγμάτων  που  αποτελεί  το  κεντρικό  στοιχείο του οράματος του.  Η  πρόβλεψη,  βέβαια,  δεν  ήταν  απολύτως  ακριβής.  Ο  Marx  πίστευε  ότι  τα  κέρδη  δεν  θα  μειώνονταν μόνο μέσα στα πλαίσια του οικονομικού κύκλου ‐το οποίο είναι γεγονός‐ αλλά  θα  παρουσίαζαν  μια  μακροχρόνια  πτωτική  τάση∙  αυτό  το  τελευταίο  δεν  φαίνεται  να  έχει  συμβεί. Ωστόσο, παρά τα μειονεκτήματά του ‐και κάθε άλλο παρά αλάνθαστο είναι, όπως  θα  δούμε‐  το  μαρξιστικό  μοντέλο  για  τη  λειτουργία  του  καπιταλισμού  ήταν  εκπληκτικά  προφητικό.  Όμως  όλες  αυτές  οι  προβλέψεις  του  Marx  ήταν,  σε  τελική  ανάλυση,  σχετικά  ανώδυνες.  Έμενε  η  τελική  πρόβλεψη  του  μοντέλου  που,  όπως  θα  θυμάται  ο  αναγνώστης,  αφορούσε  την κατάρρευση του «καθαρού καπιταλισμού» του Marx.

Ας πούμε, ευθύς εξ αρχής, ότι ούτε αυτή την πρόβλεψη μπορούμε να αντιπαρέλθουμε με  ευκολία.  Στη  Ρωσία  και  την  Ανατολική  Ευρώπη  ο  καπιταλισμός  αντικαταστάθηκε  από  το  σοσιαλισμό‐ στη Γερμανία και την Ιταλία εκφυλίστηκε σε φασισμό. Και παρότι οι πόλεμοι, η  στυγνή  πολιτική  εξουσία,  τα  αναπόδραστα  προστάγματα  της  μοίρας  και  οι  πεισματικές  προσπάθειες των επαναστατών, όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους, το γεγονός παραμένει ότι  αυτές οι αλλαγές σε μεγάλο βαθμό συνέβησαν για το λόγο που είχε προβλέψει ο Marx: ο  καπιταλισμός κατέρρευσε.

Γιατί  κατέρρευσε  ο  καπιταλισμός; 

Εν  μέρει  επειδή  εμφάνισε  την  αστάθεια  που  είχε  προβλέψει ο Marx. Μια σειρά από διαδοχικές, ολοένα επιδεινούμενες οικονομικές κρίσεις  που επιβαρύνονταν από τη μάστιγα των πολέμων, υπέσκαψε την πίστη της κατώτερης και  της  μεσαίας  τάξης  στο  σύστημα.  Αλλά  αυτή  δεν  είναι  η  πλήρης  απάντηση.  Τα  αίτια  της χρεοκοπίας  του  ευρωπαϊκού  καπιταλισμού  δεν  ήταν  τόσο  οικονομικά  όσο  κοινωνικά  ‐  πράγμα που επίσης πρόβλεψε ο Marx!  Ο Marx αναγνώριζε ότι οι οικονομικές δυσκολίες του συστήματος δεν ήταν ανυπέρβλητες.  Αν  και  η  αντιμονοπωλιακή  νομοθεσία  και  οι  πολιτικές  για  την  καταπολέμηση  των  οικονομικών κύκλων ήταν άγνωστες στις μέρες του Marx, παρόμοιες ενέργειες δεν θα ήταν  δύσκολο να τις φανταστεί κανείς: στο όραμα του Marx δεν υπήρχε τίποτα το αναπόφευκτο  με  τη  φυσική  έννοια  του  όρου.

Η  μαρξιστική  πρόβλεψη  της  βαθμιαίας  αποσύνθεσης  στηρίχτηκε  σε  μια  αντίληψη  του  καπιταλισμού  σύμφωνα  με  την  οποία  ήταν  αδύνατο  για  μια  κυβέρνηση,  από  πολιτική  άποψη,  να  διορθώσει  τα  κακώς  κείμενα  του  συστήματος∙  αδύνατο  για  λόγους  ιδεολογικούς,  ακόμα  και  συναισθηματικούς.  Η  θεραπεία  για  τις  αδυναμίες  του  καπιταλισμού  θα  απαιτούσε  από  μια  κυβέρνηση  να  αρθεί  πάνω  από  τα  συμφέροντα  μιας  και  μόνο  τάξης  ‐  πράγμα  που  συνεπαγόταν  ότι  οι  άνθρωποι  θα  μπορούσαν να ελευθερωθούν από τα δεσμά του άμεσου ατομικού συμφέροντός τους.

Για  την ανάλυση του Marx, κάτι τέτοιο ήταν εξαιρετικά αμφίβολο.  Αυτή ακριβώς η έλλειψη κοινωνικής ευελιξίας, αυτή η προσήλωση στο κοντόθωρο ατομικό  συμφέρον,  εξασθένισε  τον  ευρωπαϊκό  καπιταλισμό  ‐  τουλάχιστον  μέχρι  το  τέλος  του  Β’  Παγκόσμιου Πολέμου. Για τον γνώστη του έργου του Marx, είναι τρομακτικό να σκέφτεται  την  ασυγκράτητη  αποφασιστικότητα  με  την  οποία  τόσο  πολλές  χώρες  ακολούθησαν  τη  διαδρομή που ο Marx επέμενε ότι θα οδηγούσε στην καταστροφή τους. Θα έλεγε κανείς ότι  οι  κυβερνήσεις  τους  προσπαθούσαν  ασυνείδητα  να  επαληθεύσουν  την  προφητεία  του  Marx  κάνοντας  αυτά  ακριβώς  που  έλεγε  ότι  θα  κάνουν.  Όταν  στη  Ρωσία  το  τσαρικό  καθεστώς  κατέπνιξε  κάθε  μορφή  δημοκρατικού  συνδικαλισμού,  όταν  στην  Αγγλία  και  τη  Γερμανία το ίδιο το κράτος ενθάρρυνε τα μονοπώλια και τα καρτέλ, η μαρξιστική διαλεκτική  έμοιαζε δυσοίωνα προφητική. Καθ’ όλη τη διάρκεια του τέλους του 19ου και της αρχής του  20ου αιώνα, όταν κάποιος εξέταζε το τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς  και  αντιλαμβανόταν  την  πλήρη  αδιαφορία  των  πρώτων  για  τους  δεύτερους,  θα  είχε  το  δυσάρεστο  συναίσθημα  ότι  τα  ψυχολογικά  στερεότυπα  που  χρησιμοποίησε  ο  Marx  στο  ιστορικό του δράμα ήταν πολύ πιστά βγαλμένα από την πραγματική ζωή.

Τα πράγματα εκτυλίχθηκαν διαφορετικά στην Αμερική εκείνα τα χρόνια. Είχαμε κι εμείς το  μερίδιό  μας  από  αντιδραστικούς  και  επαναστάτες.  Η  οικονομική  ιστορία  των  Ηνωμένων  Πολιτειών  περιέχει  ουκ  ολίγη  εκμετάλλευση  και  απανθρωπιά.  Όμως  εδώ  ο  καπιταλισμός  αναπτύχθηκε  σε  μια  γη  ανέγγιχτη  από  το  νεκρωμένο  χέρι  της  αριστοκρατικής  καταγωγής  και  των  πατροπαράδοτων  ταξικών  διακρίσεων.  Μέχρι  κάποιου  σημείου  αυτό  είχε  σαν  αποτέλεσμα  τη  δημιουργία  ενός  ακόμα  σκληρότερου  κοινωνικού  κλίματος  αφού  οι  Αμερικανοί  πίστευαν  ακλόνητα  σ’  έναν  αυστηρό  ατομικισμό  ακόμα  κι  όταν  το  άτομο  κατατροπώθηκε  απελπιστικά  από  το  κλίμα  του  μαζικού  εκβιομηχανισμού,  ενώ  στην  Ευρώπη  οι  παραδοσιακές  ηθικές  υποχρεώσεις  της  αριστοκρατίας,  το  noblesse  oblige,  συνυπήρχε  με  τις  απροκάλυπτες  ταξικές  διαιρέσεις.  Ωστόσο,  απ’  το  αμερικανικό  περιβάλλον, αναδύθηκε ένας κάποιος πραγματισμός στην αντιμετώπιση της εξουσίας, τόσο  της  ιδιωτικής  όσο  και  της  κρατικής,  και  μια  γενικότερη  αποδοχή  των  ιδεωδών  της  δημοκρατίας που καθοδήγησε το πολιτικό σώμα μέσα απ’ τις συμπληγάδες πέτρες που σε  τόσες άλλες χώρες προκάλεσαν τη συντριβή του.

Σ’  αυτές  ακριβώς  τις  δυνατότητες  για  αλλαγή  βρίσκεται  η  απάντηση  στην  ανάλυση  του  Marx. Πράγματι, όσο περισσότερο μελετάμε την ιστορία του καπιταλισμού, ιδιαίτερα κατά  τις  τελευταίες  δεκαετίες,  τόσο  περισσότερο  μαθαίνουμε  όχι  μόνο  να  εκτιμούμε  τη  διεισδυτικότητα της σκέψης του Marx αλλά και να αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς της.  Τα  προβλήματα  που  διέγνωσε  στον  καπιταλισμό  εν  πολλοίς  παραμένουν  και  στις  μέρες μας,  με  κυρίαρχα  την  τάση  για  οικονομική  αστάθεια  και  τη  συγκέντρωση  πλούτου  και  εξουσίας  σε  όλο  και  λιγότερα  χέρια.  Ωστόσο,  σε  διαφορετικές  χώρες  συναντούμε  διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων. Έτσι, πολλές ευρωπαϊκές  χώρες,  παρά  τα  υψηλότερα  ποσοστά  ανεργίας  σε  σχέση  με  τις  ΗΠΑ,  παρέχουν  δωρεάν  καθολική  παιδεία  (ακόμα  και  πανεπιστημιακή),  περίθαλψη  και  συντάξεις,  καθώς  και  επιδόματα ανεργίας σε κλίμακα ασύγκριτα υψηλότερη από τη δική μας. Κατά συνέπεια, το  ποσοστό  του  πληθυσμού  μας  που  ζει  στη  φτώχεια  είναι  τρεις  και  τέσσερις  φορές  μεγαλύτερο από το δικό τους!

Αυτό  που  πρέπει  να  επισημανθεί  κατά  την  αποτίμηση  του  οράματος  του  Marx  και  των  αναλύσεων που προκύπτουν απ’ αυτό, είναι η αποτυχία του να συμπεριλάβει το ρόλο της  κοινωνικοπολιτικής  κουλτούρας  ‐  ένα  στοιχείο  που  ελάχιστα  αναφέρει.  Υπάρχει  ένα  ευρύ  φάσμα απόψεων και αξιών για τα προνόμια του κεφαλαίου, τον κεντρικό ρόλο της αγοράς  και τους ρόλους που αντιστοιχούν στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε όλες τις χώρες με  καπιταλιστικούς θεσμούς ‐ σε χώρες δηλαδή που ενσωματώνουν αυτές τις προσδιοριστικές  πεποιθήσεις. Σ’ αυτό το φάσμα θεσμών, συμπεριφορών

Ο Marx και οι λάθος διδαχές του… Όταν διακήρυττε το τέλος του καπιταλισμού

και αντιμετωπίσεων θα πρέπει να  αναζητηθεί το όραμα εκείνο που θα διαδεχθεί το όραμα του Marx.

Ωστόσο, αν αφαιρέσουμε τα περί αναπόφευκτης καταδίκης του καπιταλισμού, η ανάλυση  του Marx δεν μπορεί να αγνοηθεί. Παραμένει η πιο σοβαρή και διεισδυτική ανάλυση του  καπιταλιστικού  συστήματος.  Δεν  είναι  μια  εξέταση  που  γίνεται  στα  πλαίσια  της  ηθικής  συνοδευόμενη από αποδοκιμασίες για τις αδικίες του κινήτρου για κέρδος ‐ αυτά αφορούν  τους Μαρξιστές επαναστάτες και όχι τους Μαρξιστές οικονομολόγους. Παρ’ όλο το πάθος  της, παραμένει μια νηφάλια εκτίμηση και γι’ αυτό το λόγο οι δυσοίωνες διαπιστώσεις της  διατηρούν την εγκυρότητά τους.  Τέλος,  θα  πρέπει  να  θυμόμαστε  ότι  ο  Marx  δεν  ήταν  μόνο  ένας  μεγάλος  οικονομολόγος.  Στον  επικήδειο  λόγο  του,  ο  Engels  είπε  ότι  «όπως  ο  Δαρβίνος  ανακάλυψε  το  νόμο  της  εξέλιξης  στην  οργανική  φύση,  έτσι  κι  ο  Marx  ανακάλυψε  το  νόμο  της  εξέλιξης  στην  ανθρώπινη  ιστορία»170  Ίσως  αυτός  είναι  ένας  υπερβολικός  ισχυρισμός,  αλλά  ο  Engels  δεν  είχε  άδικο  να  θέλει  να  τονίσει  την  εξαιρετική  σημασία  του  μαρξιστικού  οράματος  της  ιστορικής  διαδικασίας  ως  μιας  αρένας  όπου  οι  κοινωνικές  τάξεις  μάχονται  για  την  επικράτησή  τους.

Πηγή: sofokleous10.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged