Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Απέρριψε προσφυγή Έλληνα δικαστή κατά απόφασης του Αρείου Πάγου

Δικαιοσύνη
Μοιραστείτε το:

Ο δικαστής Π.Κ. έχασε την προσφυγή του κατά της Ελλάδας για τη δικαστική μάχη ώστε να βλέπει το παιδί του

Το ΕΔΔΑ ουσιαστικά έκρινε πως δεν υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος του αφού ο ίδιος δεν επιδίωξε να βλέπει την κόρη του μη αποδεχόμενος το πρόγραμμα επικοινωνίας με το παιδί του που όρισαν τα εθνικά δικαστήρια αφού όπως κατήγγειλε “έπρεπε να την βλέπει παρουσία της μητέρας της και ενός συγγενούς της” κάτι που “περιόριζε κατάφωρα τα δικαιώματά του στο σεβασμό της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής”. Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του και για έλλειψη αμεροληψίας του Αρείου Πάγου στην υπόθεσή του.

—————

Απορρίφθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) οι ισχυρισμού που παρέθετε στην προσφυγή του κατά της Ελλάδας, ο δικαστής Παναγιώτης Κατσικερός, η υπόθεση του οποίου απασχόλησε την κοινή γνώμη λόγω του δικαστικού αγώνα που είχε ξεκινήσει για να βλέπει την ανήλικη κόρη του. Ο δικαστής με δημόσια επιστολή του, ανέφερε πως:

  • Δεν έχω επικοινωνήσει ποτέ, μόνος μου ή στην οικία μου, με την κόρη μου.
  • Την έχω αντικρύσει μόνον επτά ημέρες, από μία ώρα κάθε φορά, σε όλη τη ζωή μας.
  • Και πάντοτε με παρουσία τρίτων, ωσάν να είμαι ειδεχθής εγκληματίας.
  • Από την κόρη μου έχω μόνο μία φωτογραφία όταν ήταν βρέφος τριών μηνών.
  • Οι γονείς μου ομοίως έχουν στερηθεί κάθε δικαίωμα επικοινωνίας με την εγγονή τους.
  • Αμφιβάλω αν το παιδί μου γνωρίζει ότι έχει πατέρα, παππού και γιαγιά.
  • Η αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτήν την αθλιότητα ανήκει στα Ελληνικά Δικαστήρια.
  • Με αποφάσεις που προσβάλουν κάθε έννοια νόμου, ηθικής και λογικής”.

Ανακοίνωνε μάλιστα πως προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η προσφυγή

Ο δικαστής στην προσφυγή του καταλόγιζε στην ελληνική δικαιοσύνη πως ουσιαστικά είχαν θέσει ένα πολύ περιοριστικό πρόγραμμα επικοινωνίας με την κόρη του, μη επιτρέποντάς του να δημιουργήσει ουσιαστική σχέση μαζί της. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το πρόγραμμα επικοινωνίας με το παιδί του που όρισαν τα εθνικά δικαστήρια περιόριζε κατάφωρα τα δικαιώματά του στο σεβασμό της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής που απορρέουν από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Δηλαδή πως στην επικοινωνία (όπως ορίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια) επέτρεπε την επικοινωνία του πατέρα με την κόρη του με την παρουσία της μητέρας και ενός συγγενούς της επιλογής της (δύο άτομα κατά την επικοινωνία).

Κατήγγειλε επίσης βάσει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ότι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης που είχε καταθέσει στον Άρειο Πάγο απορρίφθηκαν για φορμαλιστικούς λόγους και ότι η αναίρεσή του δεν εξετάστηκε από αμερόληπτο δικαστήριο. Συγκεκριμένα κατήγγειλε πως στη σύνθεση του Αρείου Πάγου συμμετείχαν και δικαστές που είχαν ψηφίσει κατά της προαγωγής του στον επόμενο βαθμό.

Η απόφαση του ΕΔΔΑ

Το ΕΔΔΑ με την απόφασή του αναφέρει:

Α) Σχετικά με την επικοινωνία με το παιδί του που ορίστηκαν να γίνονται παρουσία της μητέρας του και ενός συγγενούς της: “….Ωστόσο, μετά τη διαπίστωση της πατρότητάς του και τη χορήγηση των δικαιωμάτων επικοινωνίας του από τα εθνικά δικαστήρια, ο προσφεύγων αρνήθηκε να ασκήσει τα δικαιώματά του υπό τους όρους που είχαν οριστεί στις αποφάσεις και, ως εκ τούτου, είδε την … μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στις εγχώριες αποφάσεις. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν επαρκής για να καταδείξει το ενδιαφέρον του προσφεύγοντος για το παιδί του. Επομένως, η παρούσα υπόθεση πρέπει να διακρίνεται από εκείνη της Anayo (προαναφερθείσα), στην οποία ο προσφεύγων δεν είχε καμία επικοινωνία με τα βιολογικά του παιδιά επειδή η μητέρα τους και ο νόμιμος πατέρας τους είχαν αρνηθεί τα αιτήματά του να επιτρέψουν την επικοινωνία μαζί τους. Επομένως, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία διαπιστωμένη οικογενειακή σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και της …. μπορεί να αποδοθεί στον προσφεύγοντα”.

Και συνεχίζει: “…Έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι ήταν επιλογή του προσφεύγοντος να μην διατηρήσει στενότερη σχέση με την κόρη του, καθώς είχε αρνηθεί να επικοινωνήσει με την .. υπό τους όρους που όρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ως προς την παρουσία της …(μητέρας) και συγγενή της κατά την συνάντηση, τα εθνικά δικαστήρια το έκριναν απαραίτητο μετά από αίτημα της …(μητέρας). Τα εθνικά δικαστήρια περιλάμβαναν επιπρόσθετα συστάσεις και στους δύο γονείς να απόσχουν από εντάσεις μεταξύ τους και μια σύσταση προς την …. (μητέρα) να προσπαθήσει να καταστήσει ουσιαστική την επαφή μεταξύ του προσφεύγοντος και της …(παιδιού).

Επίσης πως “…κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν κατά την επικοινωνία του προσφεύγοντος με τη … δεν ήταν τόσο ακραίοι, ώστε να εμποδίζουν τον προσφεύγοντα να δημιουργήσει μια σταθερή σχέση μαζί της, αλλά επέτρεπαν αντιθέτως τη σταδιακή σύνδεση μεταξύ τους. Σημειώνεται επίσης ότι οι σχετικοί περιορισμοί αμβλύνθηκαν σταδιακά, καθώς στο δεύτερο εξάμηνο σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, ο προσφεύγων θα μπορούσε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην …. και τον δεύτερο χρόνο μετά την απόφαση, μπορούσε να την συναντήσει χωρίς την παρουσία της μητέρας της και σε τόπο εκτός από το σπίτι της. Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι έπρεπε να του επιτραπεί να περνά περισσότερο χρόνο με το παιδί του για να μπορέσουν να συνδεθούν, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία ασχολήθηκαν επισταμένα με την υπόθεση και εξέδιδαν αποφάσεις με πλήρη αιτιολογία, ήταν σε καλύτερη θέση από το ΕΔΔΑ να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων της … να ζει σε ένα ειρηνικό περιβάλλον και του ενδιαφέροντος του προσφεύγοντος να βλέπει την κόρη του πιο συχνά… Έχοντας υπόψη τα προαναφερθέντα και το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η διαδικαστική προσέγγιση των ελληνικών δικαστηρίων ήταν λογική υπό τις περιστάσεις και παρείχε επαρκές υλικό για να καταλήξει σε αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με το ζήτημα της επικοινωνίας στη συγκεκριμένη υπόθεση”.

Β) Για το θέμα της παραβίασης περί δίκαιης δίκης (άρθρο 6) για την απόρριψη των πρόσθετων λόγων αναίρεσης στον Άρειο Πάγο λόγω εκπρόθεσμης υποβολής τους:

“….Υπό αυτές τις συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος εκδικάστηκε σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων που ασκούσαν πλήρη δικαιοδοσία επί του θέματος, δεν προέκυψε κανένα ζήτημα έλλειψης απονομής της δικαιοσύνης στην υπόθεση, ο περιορισμός ήταν προβλέψιμος και ότι ο ρόλος του Αρείου Πάγου περιορίστηκε στον έλεγχο της εφαρμογής του σχετικού εσωτερικού δικαίου από τα κατώτερα δικαστήρια. Τέλος δεν μπορεί να λεχθεί ότι η απόφασή του Αρείου Πάγου συνιστούσε ένα δυσανάλογο εμπόδιο που προσέβαλε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται βάσει του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ή υπερέβη το εθνικό περιθώριο εκτίμησης”.

Γ) Για τον ισχυρισμό περί αμεροληψίας της σύνθεσης του Αρείου Πάγου επειδή συμμετείχαν δυο αρεοπαγίτες που είχαν ψηφίσει κατά της προαγωγής του:

“…Παρατήρησε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να λάβει αντίγραφο της απόφασης με αριθ. 1/2018 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στις 2 Φεβρουαρίου 2018, ημερομηνία που ολοκληρώθηκε η διαδικασία καθαρογραφής και θεώρησής της. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει τους δικαστές που είχαν ψηφίσει κατά της προαγωγής του στο βαθμό του Εφέτη λόγω της ιδιωτικής διαμάχης που είχε ήδη με τη μητέρα του παιδιού του στις 2 Φεβρουαρίου 2018.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα η αναίρεση του προσφεύγοντος να είχε εξεταστεί από τη σύνθεση πέντε δικαστών (από τους έξι που διορίστηκαν σε αυτό το Τμήμα) στην οποία θα συμμετείχαν τουλάχιστον οι δύο δικαστές που είχαν τοποθετηθεί στο Τμήμα Α2 και είχαν ψηφίσει κατά στο να γίνει δεκτή η έφεση του προσφεύγοντος στην υπόθεση της προαγωγής του (βλ. Juričić κατά Κροατίας της 26.07.2011, αρ. 58222/09, § 63, και αντίθεση με την Κροατική Ομοσπονδία Γκολφ § 118). Επιπλέον, ο προσφεύγων πρέπει να γνώριζε αυτή τη δυνατότητα, ωστόσο παρέλειψε να υποβάλει Αίτηση εξαίρεσης των δικαστών, παρόλο που γνώριζε ήδη ή όφειλε να γνωρίζει από τις 2 Φεβρουαρίου 2018 τα περιστατικά στα οποία μπορούσε να στηρίξει την Αίτησή του.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων έπρεπε να είχε ζητήσει την εξαίρεση των δικαστών, ανεξάρτητα από την υποχρέωση των δικαστών να απέχουν από υποθέσεις στις οποίες υπάρχει νόμιμος λόγος δημιουργίας υποψίας μεροληψίας, προκειμένου να διατηρηθεί η ακεραιότητα της δικαστικής εξουσίας.

Συνεπάγεται ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με την εικαζόμενη έλλειψη αμεροληψίας είναι απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης για τη μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4 αυτής.

Συνεπώς:

κηρύσσει παραδεκτές τις προσφυγές βάσει των άρθρων 8 και 6 της ΕΣΔΑ σχετικά με την απόρριψη των πρόσθετων λόγων αναίρεσης και το υπόλοιπο της προσφυγής ως απαράδεκτο.

Κρίνει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 και του άρθρου 6 της Σύμβασης λόγω της απόρριψης των πρόσθετων λόγων αναίρεσης”.

Πηγή: dikastiko.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged