Έγκλημα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και ασυλία: Οι Γερμανοί παραμένουν πάντα ηθικοί αρκεί να μην πρόκειται για Γερμανούς

Κοινωνία
Μοιραστείτε το:

Τα 30 χρόνια σιωπής του πιο σκανδαλώδους πειράματος σε ανθρώπους εν καιρώ ειρήνης.

Το διεστραμμένο πρόγραμμα του παιδόφιλου Χέλμουτ Κέντλερ, που με τις ευλογίες του κράτους τραυμάτισε χιλιάδες παιδικές ψυχές. Η κατάντια του ανθρώπινου είδους εν καιρώ πολέμου δεν έχει αποτυπωθεί μόνο στις θηριωδίες στα πεδία των μαχών και κατά όλων αυτών που καταχωρούνται ως «παράπλευρες απώλειες», αλλά και στα εργαστήρια που μετέτρεπαν κατά συρροή ανθρώπους σε κανονικά πειραματόζωα.

του Δημήτρη Καναβαράκη

Στο background της διακριτής απάνθρωπης δράσης τους κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ναζί υπέβαλαν κρατούμενους σε ιατρικά πειράματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ η Ιαπωνία έδινε τη δική της εκδοχή στην έννοια αποκτήνωση με τις φονικές δοκιμές στη διαβόητη «Μονάδα 731».

Ωστόσο από τα κατά καιρούς πειράματα πάνω σε ανθρώπους που έχει εκπονήσει ποτέ μια κυβέρνηση, το πιο ανήκουστο απ’ όλα είναι το «πείραμα του Κέντλερ», που εφαρμόστηκε στη Δυτική Γερμανία μεταπολεμικά. Ακριβώς επειδή συνέβη εν καιρώ ειρήνης. Και επιπλέον γιατί αυτό το ανοσιούργημα, με «θύματα» χιλιάδες παιδικές ψυχές και θύτη έναν παράφρονα επιστήμονα, διήρκεσε για περισσότερα από 30 χρόνια

Ο γεννηθείς το 1928 Χέλμουτ Κέντλερ υπήρξε ένας από τους διασημότερους Γερμανούς ψυχολόγους της γενιάς του. Εκτός από ψυχολογία, είχε σπουδάζει ιατρικά και παιδαγωγικά, ειδικεύτηκε όμως στη σεξολογία. Πρωτοπόρος στον τομέα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νέων, ήταν ο ίδιος ομοφυλόφιλος με τέσσερις υιοθετημένους γιους. Οι ιδέες του άκρως ανατρεπτικές. Σε μία απ’ αυτές υποστήριζε με σθένος ότι οι άντρες με παιδοφιλικές τάσεις είναι οι ιδανικοί ανάδοχοι γονείς για παιδιά χωρίς οικογένεια…

Χέλμουτ Κέντλερ

Οι κοινωνικές ρίζες της απήχησής του

Ο Κέντλερ έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της συγκεκριμένης οπτικής γύρω από την παιδοφιλία, πετυχαίνοντας να ενστερνιστούν τις αντιλήψεις του κύκλοι της κοινωνικής ελίτ του Βερολίνου. Ήταν ευνοϊκό βέβαια για αυτές το περιβάλλον στο οποίο τις κυοφόρησε και ανέπτυξε. Τη δεκαετία του ’60 οι νέες γενιές Δυτικογερμανών είχαν την τάση να αναθεωρήσουν όλες τις αξίες που τους είχαν μεταλαμπαδεύσει οι παλαιότεροι, τους οποίους κατηγορούσαν για τα δεινά που επέφερε η στήριξη τους στο Ναζισμό.

Οι ιδέες που άρχισαν να διαμορφώνονται ήταν ολότελα κόντρα στις αυταρχικές και άκρως συντηρητικές που εκπροσωπούσε το Γ’ Ράιχ. Συνυφασμένες με την ουτοπία μιας ελεύθερης και αποδεσμευμένης κοινωνίας και σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και η σεξουαλική απελευθέρωση. Κάπως έτσι, το μέχρι πρότινος απαγορευμένο και taboo ζήτημα της παιδοφιλίας, άρχισε – υπό την επιρροή και του Κέντλερ – να φαντάζει στα μάτια πολλών ανθρώπων «προοδευτικό».

Ο Κέντλερ είχε τη φήμη του οραματιστή επιστήμονα, τα βιβλία του πήγαιναν εξαιρετικά σε πωλήσεις και οι εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές ήταν συχνές. Έχοντας κερδίσει το σεβασμό της γερμανικής επιστημονικής κοινότητας και καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους στον τομέα του, έλαβε το αξίωμα του προέδρου στο τμήμα Κοινωνικής Παιδαγωγικής στο Παιδαγωγικό Κέντρο Βερολίνου.

Ο ορισμός και η αποδοχή της διαστροφής

Οι έρευνες και το ενδιαφέρον του επικεντρώνονταν κυρίως στις νεαρές ηλικίες. Ήταν υπέρμαχος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης από τα πρώτα σχολικά χρόνια και μαχόταν για την απενοχοποίηση της παιδικής και νεανικής σεξουαλικότητας. Ακόμα και για την αποποινικοποίηση σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 επικοινώνησε την αδιανόητη θεωρία ότι η ανάθεση ορφανών παιδιών σε άτεκνους – όχι απλώς ομοφυλόφιλους, αλλά – παιδόφιλους μπορούσε να έχει «θετική επίδραση» στην πνευματική ανάπτυξη τους! Πίστευε ότι η ερωτική προσέγγιση των θετών γονιών προς τα παιδιά θα μετουσιωνόταν σε πραγματική προσοχή και προσφορά ουσιαστικής αγάπης.

Εκμεταλλευόμενος το θεσμικό ρόλο του, ο Κέντλερ κατάφερε τα 1969 να πείσει την τοπική γερουσία του Βερολίνου ότι τα άστεγα παιδιά, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν εκατοντάδες στους δρόμους της πρωτεύουσας, θα ήταν καλύτερο να ζήσουν με παιδόφιλους άντρες. Ο ίδιος ερχόταν σε επαφή με παιδιά από δυσλειτουργικές ή διαλυμένες οικογένειες, αναλαμβάνοντας να πάρει αποφάσεις για το μέλλον τους. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν ο 13χρονος Ούλριχ. Ορφανός και άστεγος, ο μικρός είχε καταφύγει στην πορνεία, προκειμένου να μπορεί να επιβιώσει μόνος στους δρόμους του Βερολίνου.

«Το πλεονέκτημα του Ούλριχ ήταν ότι ήταν όμορφος και απολάμβανε το σεξ. Άρα μπορούσε να δώσει κι αυτός κάτι στους παιδόφιλους που τον φρόντιζαν. Σταθήκαμε τυχεροί με τον κ. Βίντερ (τον κηδεμόνα που του ανατέθηκε), αλλά σίγουρα και οι τακτικές μου επισκέψεις άσκησαν θετική επιρροή», έγραφε ο Κέντλερ στις επιστημονικές του σημειώσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο Βίντερ μπορούσε να προσφέρει απεριόριστη και ειλικρινή αγάπη στον ορφανό Ούλριχ, αλλά και σωστή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.

Μετά την ανάδειξη της πρώτης απόπειρας σε «επιτυχία», ο Κέντλερ κλιμάκωσε το πρόγραμμα, δίνοντας απλόχερα την κηδεμονία παιδιών ηλικίας 13-15 σε παιδόφιλους. Γνώριζε ότι οι ενήλικοι θα μπορούσαν να αναπτύξουν παράνομες σεξουαλικές σχέσεις με τους εφήβους, υποστήριζε όμως ότι αυτό θα τους βοηθούσε στην επανένταξή τους στην κοινωνία! Καθώς τα χρόνια περνούσαν και τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τον Κέντλερ, ήταν θετικά, ο ψυχολόγος συνέχισε το πείραμά του με την σιωπηρή ανοχή των αρμόδιων υπηρεσιών. Μάλιστα χρησιμοποιούσε όλο και μικρότερα παιδιά. Οι ηλικίες κυμαίνονταν από 6 έως 15 ετών.

Η διαστροφή δεν σταματούσε εκεί. Οι άνδρες κηδεμόνες λάμβαναν ακόμα και το προβλεπόμενο επίδομα από το κράτος για τη «φροντίδα» των υιοθετημένων παιδιών. Το «πείραμα Κέντλερ» διήρκεσε περισσότερα από 30 χρόνια και αποτελούσε κοινό μυστικό στα κλιμάκια της γερμανικής Πρόνοιας. Από το 1969 μέχρι και το 2003, χιλιάδες παιδιά από ιδρύματα του Βερολίνου δόθηκαν σε διαπιστωμένους παιδόφιλους. Στη λογική ότι αφού θα έφευγαν από τους δρόμους, τα ναρκωτικά και την πορνεία, θα έπρεπε να λένε κι «ευχαριστώ» για την… τύχη που τους επεφύλασσε το κράτος.

Μαρτυρίες και αποκάλυψη

Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε δύο χρόνια μετά το θάνατο του Χέλμουτ Κέντλερ, το 2008. Όσο ο Γερμανός ψυχολόγος βρισκόταν εν ζωή, είχε αναφερθεί δημόσια σε περιπτώσεις παιδόφιλων κηδεμόνων, προκειμένου να αποδείξει στην επιστημονική κοινότητα την εγκυρότητα της θεωρίας του. Φρόντιζε όμως πάντα να αναφέρεται σε μεμονωμένες υποθέσεις με παρελθόν άνω των 10 ετών, ώστε να έχει παραγραφεί το έγκλημα και να είναι νομικά καλυμμένος.

Χρειάστηκε να σπάσουν τη σιωπή τους δύο από τα θύματα του διεστραμμένου πειράματος, για να γίνει ευρέως γνωστό. Το 2010, δύο άνδρες που είχαν υιοθετηθεί ως παιδιά, μίλησαν για τη βία και την κακοποίηση που βίωσαν στην παιδική και εφηβική ηλικία από παιδόφιλους θετούς γονείς. Οι μαρτυρίες του Μάρκο και του Σβεν οδήγησαν σε μια σειρά μεγάλων αποκαλύψεων και μια έρευνα από το Πανεπιστήμιο Χίλντεσχαϊμ, προκειμένου να βρεθεί η αλήθεια.

Η έρευνα συμπέρανε ότι είχε δημιουργηθεί ένα δίκτυο που απλωνόταν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, την κρατική υπηρεσία Πρόνοιας για τους νέους και τη Γερουσία του Βερολίνου, στους κόλπους του οποίου η παιδοφιλία ήταν «αποδεκτή και υποστηριζόμενη». Διαπιστώθηκε ότι πολλοί από τους ανάδοχους πατέρες ήταν διακεκριμένοι Ακαδημαϊκοί και για ένα δίκτυο που περιλάμβανε υψηλόβαθμα μέλη του Ινστιτούτου Max Planck, του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου και του διαβόητου Σχολείου Όντενβαλντ στην Έσση, που βρέθηκε στο επίκεντρο ενός τεράστιου σκανδάλου παιδοφιλίας και αναγκάστηκε να κλείσει το 2015 ύστερα από 105 χρόνια ιστορίας.

Μία από τις πιο ανατριχιαστικές αποκαλύψεις ήταν ότι ο Μάρκο και ο Σβέν είχαν υιοθετηθεί από τον «Φριτς Χ», ο οποίος είχε γίνει ανάδοχος για οχτώ ακόμα αγόρια και εφήβους από το 1973 έως το 2003. Μολονότι γνωστός παιδόφιλος, ο «Φριτς Χ» ήταν ένας από τους… εκλεκτούς της κρατικής υπηρεσίας Πρόνοιας του Βερολίνου. Ουσιαστικά ο άνδρας αυτός έζησε μια ζωή κακοποιώντας ανήλικα αγόρια, με τις «ευλογίες» των αρχών και ουδέποτε χρειάστηκε να λογοδοτήσει καν για τα εγκλήματά του, αφού πέθανε το 2005.

Μελετητές από το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, που ξεκίνησαν μια νέα έρευνα πριν από μερικά χρόνια, είχαν δηλώσει το 2016 ότι οι αρχές της πόλης δεν ήταν καθόλου συνεργάσιμες, κατηγορώντας τη Γερουσία του Βερολίνου ότι δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για την αποκάλυψη της αλήθειας.

Στόματα ερμητικά κλειστά

Τον Ιούνιο του 2020, η Deutsche Welle επανέφερε το θέμα στην επικαιρότητα, κάνοντας λόγο για 16.000 καταγγελλόμενες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ωστόσο, παρότι στον απόηχο των νέων αποκαλύψεων, η Γερουσία του Βερολίνου υποστήριξε ότι – ανεξάρτητα από την παραγραφή των αδικημάτων – θα κυνηγήσει την καταδίκη των όποιων υπευθύνων, το μόνο που έχει γίνει έως σήμερα είναι να δημιουργηθεί μια… γραμμή επικοινωνίας για τα θύματα του πειράματος.

Πρακτικά, λόγω των ετών που έχουν περάσει, τα εγκλήματα έχουν παραγραφεί για τους περισσότερους συμμετέχοντες, πολλοί εκ των οποίων βέβαια έχουν πεθάνει. Το σύστημα και το διεφθαρμένο κύκλωμα μιας ελίτ που αντιμετώπιζε παιδιά ως «σεξουαλικούς σκλάβους», αποδείχτηκε ότι είχαν βρει τον τρόπο να παρακάμπτουν το νόμο και να ξεπλένουν όλες τις αμαρτίες τους, ενταφιάζοντας τις στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Μοναδική ελπίδα των Μάρκο και Σβεν για δικαιοσύνη είναι να τιμωρηθεί ο τότε επικεφαλής της κοινωνικής υπηρεσίας για τους νέους, ο οποίος έως και σήμερα παραμένει ζωντανός. Θα χρειαζόταν όμως μια νομοθετική αλλαγή για να αρθεί η παράμετρος της παραγραφής και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πιθανότατα αλυσιδωτές εξελίξεις.

Και δυστυχώς η δικαίωση μερικών χιλιάδων «αθλίων» εις βάρος διανοούμενων «ευγενών» δεν θεωρείται ακόμη διαδικασία… προοδευτική ούτε στο απελευθερωμένο απ’ όλα τα προπολεμικά taboo Βερολίνο.

Πηγή:  ethnos.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged