The New York Times: Η Αμερική αξίζει έναν καλύτερο πρόεδρο…

Διεθνείς Σχέσεις
Μοιραστείτε το:

Οι Ρεπουμπλικανοί οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους, επαναφέροντας το κόμμα στο δημοκρατικό τόξο

Ο δις παραπεμφθείς σε δίκη για υπονόμευση των εκλογών του 2020, Ντόναλντ Τραμπ, λέει ότι θα διεκδικήσει πάλι την προεδρία το 2024. Η νέα του εκστρατεία εγκαινιάσθηκε με την ίδια ασχήμια, τα ίδια ψεύδη και το ίδιο χάος, όπως και η προηγούμενη. Αυτή τη φορά, όμως, ο κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι άμεσος.

Ο Τραμπ και οι οπαδοί του δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι συμμετέχουν καλόπιστα στη δημοκρατική διαδικασία. Εχουν αναγάγει σε θρησκεία και καθοριστικό γνώρισμα του πολιτικού τους κινήματος την απόρριψη κάθε εκλογικού αποτελέσματος που δεν τους εξυπηρετεί και έχουν αποδείξει την προθυμία τους να καταφύγουν στη βία.

Ο Τραμπ είναι ακατάλληλος για το προεδρικό αξίωμα. Αποδείχθηκε ανίκανος και διεφθαρμένος. Θα έπρεπε να έχει καταδικασθεί από τη Γερουσία το 2019 για κατάχρηση εξουσίας και το 2021 για εξώθηση σε στάση. Παρότι οι ψηφοφόροι τον απαρνήθηκαν στην κάλπη, έχει δικαίωμα να διεκδικήσει πάλι την ψήφο τους και οι Αμερικανοί θα πρέπει να υποστούν μία ακόμη υποψηφιότητά του.

Αν βρεθεί στο ψηφοδέλτιο των προεδρικών εκλογών του 2024, αυτές θα μετατραπούν σε δημοψήφισμα με ερώτημα τη διατήρηση της αμερικανικής δημοκρατίας. Η επιβίωση του πολιτεύματός μας εξαρτάται από την επιλογή ηγετών, οι οποίοι σέβονται τις αρχές του κράτους δικαίου.

Στο μεταξύ, το Κογκρέσο οφείλει να νομοθετήσει προκειμένου οι σύμμαχοι του Τραμπ στη νομοθετική εξουσία να χάσουν τη δυνατότητα αμφισβήτησης των εκλογικών αποτελεσμάτων που υποβάλλονται από τις πολιτείες. Τον τελικό λόγο θα πρέπει να έχει η Δικαιοσύνη και όχι οι τοπικοί εκλεγμένοι άρχοντες.

Οι ψηφοφόροι απέρριψαν την περασμένη εβδομάδα στις κάλπες το σύνολο των επικίνδυνων αρνητών του αποτελέσματος των εκλογών του 2020 σε κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες. Ο κίνδυνος παρεμβάσεων από ιδεολογικά στρατευμένους τοπικούς άρχοντες και μέλη του Κογκρέσου, που αρνούνται την ήττα του Τραμπ το 2020, παραμένει υπαρκτός.

Ακόμη και όσοι Ρεπουμπλικανοί τάχθηκαν στο πλευρό του Τραμπ προκειμένου να εκμεταλλευθούν τη δημοτικότητά του, οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι η τακτική τους υπήρξε κοντόφθαλμη και καιροσκοπική, ενώ οδήγησε σε αμφισβήτηση της ακεραιότητας της πολιτικής διαδικασίας.

Αν οι Αμερικανοί αμφισβητούν τις εκλογές και οι ηγέτες τους ενισχύουν τις αμφιβολίες αυτές, θα πάψουν να αποδέχονται τη νομιμότητα των αποφάσεων και των πρωτοβουλιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Χωρίς τη νομιμοποίηση αυτή, η αμερικανική δημοκρατία θα καταρρεύσει.

Η ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αφού επέδειξε εγκληματική ανοχή στις παρανομίες του προέδρου Τραμπ, συνέχισε να καλλιεργεί τη λατρεία προσωπικότητας γύρω από το πρόσωπό του, παρά την απαίτησή του για απόλυτη αφοσίωση από το κόμμα και την εκδικητική μανία του απέναντι σε όσους τον αμφισβητούν. Ο «τραμπισμός» αποδείχθηκε διχαστικός παράγοντας ακόμη και στους κόλπους των πλέον συντηρητικών κύκλων, που έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα με αφορμή τον Τραμπ.

Η υποψηφιότητα Τραμπ πρέπει να λειτουργήσει σαν σάλπισμα για όσους είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν για την ψυχή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Παρά τις διαφωνίες της εφημερίδας μας με τις πολιτικές τους θέσεις, ηγετικά στελέχη του κόμματος, όπως οι Μάικ Πενς, Λιζ Τσέινι, Ρον ντε Σάντις και Νίκι Χέιλι, μεταξύ άλλων, έχουν αποδείξει την προσήλωσή τους στο κράτος δικαίου.

———————–

Πρέπει να είναι υποψήφιος για να μείνει έξω από τη φυλακή» – Τον εγκαταλείπουν οι χρηματοδότες

Κριτική από τον Τύπο, απουσίες πολιτικών στελεχών και διχασμοί πλαισίωσαν την αναγγελία Τραμπ για την προεδρία του 2024

Κομμάτι της ρεπουμπλικανικής βάσης θεωρεί τον τέως πρόεδρο σημείο αναφοράς, και σε αυτό ποντάρει ο Τραμπ ώστε να υποχρεώσει το κόμμα να τον αναγορεύσει αυτομάτως υποψήφιο, χωρίς προκριματικές εκλογές. Αναλυτές θεωρούν ότι ο Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για να επαναφέρει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, αλλά και για να αντιμετωπίσει από θέση μεγαλύτερης ισχύος τις έρευνες που διεξάγει εις βάρος του η Δικαιοσύνη.

 «Κάτοικος Φλόριντα έκανε ανακοίνωση». Ετσι κάλυψε το ταμπλόιντ New York Post, ιδιοκτησίας Ρούπερτ Μέρντοχ, τη συνέντευξη Τύπου με την οποία ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εκδήλωσε την πρόθεσή του να είναι εκ νέου υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ το 2024. Δεν είναι μόνο ο Μέρντοχ που βλέπει με καχυποψία τη νέα κάθοδο του Τραμπ στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στην ομιλία που εκφώνησε ο Τραμπ δεν παρευρέθηκε ούτε ένας βουλευτής, γερουσιαστής ή κυβερνήτης, ενώ ακόμη και η κόρη του, Ιβάνκα, που είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο συμβούλου, μαζί με τον σύζυγό της Τζάρεντ Κούσνερ, κατά την τετραετή παραμονή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ανακοίνωσε ότι δεν σκοπεύει να στηρίξει μια νέα απόπειρα. Ο διευθυντής του επενδυτικού κολοσσού Blackstone, Στέφεν Σβάρτσμαν, έγινε ο τελευταίος πρώην υποστηρικτής του Τραμπ που ανακοίνωσε δημοσίως ότι οι ηγέτες «πρέπει να αναφέρονται στο σήμερα και στο αύριο, όχι στο χθες».

Σημαντικό κομμάτι της ρεπουμπλικανικής βάσης συνεχίζει, ωστόσο, να θεωρεί τον τέως πρόεδρο σημείο αναφοράς, και σε αυτό ποντάρει ο Τραμπ ώστε να υποχρεώσει το κόμμα να τον αναγορεύσει αυτόματα υποψήφιο, χωρίς να διεξαχθούν προκριματικές εκλογές. Ομως, άλλα στελέχη του κόμματος, όπως ο τέως υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον ντε Σάντις, θα επιδιώξουν να υπάρξει τέτοια αναμέτρηση.

Αναλυτές θεωρούν ότι ο Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για να επαναφέρει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του αλλά και για να αντιμετωπίζει από θέση μεγαλύτερης ισχύος τις έρευνες που διεξάγει εις βάρος του η Δικαιοσύνη. «Το βασικό πρόβλημα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι ότι ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, ούτε καν για το αν θα εκλεγεί ξανά πρόεδρος. Πρέπει να είναι υποψήφιος για να μείνει έξω από τη φυλακή», εκτίμησε ο αναλυτής της εφημερίδας Guardian, Κας Μαντλ. «Είναι αντιμέτωπος με ομοβροντία υποθέσεων, για πλημμελή φύλαξη απόρρητων εγγράφων, υποκίνηση εξέγερσης και φορολογικές απάτες. Χρειάζεται πολλά χρήματα και πολιτική κάλυψη».

H υποτονική ομιλία με την οποία ο 76χρονος Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία περιείχε τις συνήθεις αναφορές για τους «ακραίους» Δημοκρατικούς, τους «κακούς» μετανάστες και το τείχος που επρόκειτο να χτίσει στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού. «Δεν υπήρξε ποτέ κίνημα όμοιο με το δικό μας και ποτέ δεν θα υπάρξει ξανά», είπε ο Τραμπ.

Συσπείρωση Δημοκρατικών

Ακόμη και η κόρη του, Ιβάνκα δεν σκοπεύει αυτή τη φορά να στηρίξει μια προεκλογική εκστρατεία.

Για τους Δημοκρατικούς, η επάνοδος του Τραμπ θα σημάνει περισσότερες επιθέσεις αλλά και περισσότερες ευκαιρίες να διχάσουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Σε περίπτωση που το κόμμα επιλέξει κάποιον άλλο ως υποψήφιο πρόεδρο για το 2024, ο τέως πρόεδρος είναι ικανός να συμμετάσχει ως ανεξάρτητος υποψήφιος, κάτι που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην επανεκλογή του Τζο Μπάιντεν ή όποιου κατέλθει ως υποψήφιος από το Δημοκρατικό Κόμμα.

Αντιθέτως, αν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τραμπ συνάψουν εγκαίρως εκεχειρία μαζί του, η μάχη για το 2024 θα είναι ανοικτή. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση η παρουσία του Τραμπ στο ψηφοδέλτιο θεωρείται ότι θα συσπειρώσει εκ νέου το Δημοκρατικό Κόμμα, κατεβάζοντας στις κάλπες τη συμμαχία νέων, γυναικών και προοδευτικών Αμερικανών που τόσο εντυπωσιακά φρέναρε τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης.

O σχολιαστής της Washington Post Γκάρι Αμπερνάτι θεωρεί ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα προσπαθήσουν να ξεφορτωθούν τον Τραμπ. «Αλλά αυτός δεν θα φύγει ησύχως. Είναι πασιφανές πλέον ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα με αξιοπρέπεια. Θα φύγει κλωτσώντας και ουρλιάζοντας. Τα διαζύγια είναι συχνά δύσκολα, ιδίως προς το τέλος».

Επανεκλογή Μακόνελ

Η καταμέτρηση των ψήφων των ενδιάμεσων εκλογών συνεχιζόταν χθες, με την ανακήρυξη των Ρεπουμπλικανών σε νικητές στη Βουλή να θεωρείται ζήτημα χρόνου. Στη Γερουσία, αντιθέτως, ο έλεγχος παρέμεινε στα χέρια των Δημοκρατικών, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί παρέμειναν μειοψηφία. Χθες, επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία επανεξελέγη ο Μιτς Μακόνελ.

Πηγή: kathimerini.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged