Υψηλό είναι το ποσοστό των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα στον ώμο. Το 7% έως 36% του πληθυσμού πάσχει από κάποια πάθηση στην συγκεκριμένη άρθρωση, που προκαλεί πόνο και αδυναμία εκτέλεσης απλών κινήσεων, επιδεινώνοντας την καθημερινότητα και επομένως την ποιότητα ζωής τους.
Οι βλάβες των μαλακών ιστών είναι η πιο συχνή αιτία, συμπεριλαμβανομένης της τενοντίτιδας, του παγωμένου ώμου και της οστεοαρθρίτιδας. Για την ανακούφιση από τον πόνο υπάρχουν αρκετές επιλογές. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ενέσεις υαλουρονικού οξέως, ένα συστατικό που υπάρχει φυσιολογικά στο αρθρικό υγρό. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι επιβεβαιωμένη από πλήθος μελετών για διάφορες παθολογίες της άρθρωσης.
Για παράδειγμα, μια ανασκόπηση 18 μελετών που δημοσιεύθηκε στο Journal of Orthopaedic Reports και πραγματοποιήθηκε για να συγκρίνει την αποτελεσματικότητά του με άλλες συντηρητικές θεραπείες [στεροειδή, φυσικοθεραπεία, λιγνοκαΐνη, ενέσεις πλάσματος πλούσιο σε αιμοπετάλια (PRP) και θεραπεία κρουστικών κυμάτων (ESWT)] αποκάλυψε ότι η ενδαρθρική έγχυση υαλουρονικού οξέως σε ώμο με τενοντίτιδα στροφικού πετάλου μειώνει τον πόνο. Διαπιστώθηκε ότι είναι εξίσου αποτελεσματική με τη λήψη στεροειδών, χωρίς οι ασθενείς να διατρέχουν τον κίνδυνο παρενεργειών που πιθανώς να προκαλέσουν τα τελευταία.
«Ο πόνος στον ώμο επηρεάζει 1 στους 3 ανθρώπους και κυρίως τις γυναίκες. Προκαλείται από πολλές και διαφορετικές αιτίες, επειδή σε ένα μικρό χώρο συνυπάρχουν πολλοί μύες, σύνδεσμοι, τένοντες και οστά που συνεργάζονται στενά ώστε να μπορέσουν να τοποθετήσουν το χέρι στην επιθυμητή θέση. Έχει δε μεγάλο εύρος κίνησης, η οποία εξαρτάται κυρίως από τα μαλακά μόρια, καθιστώντας την έτσι ευάλωτη σε αστάθεια», εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός δρ Παναγιώτης Πάντος, Διευθυντής της Ορθοπαιδικής Κλινικής Άνω Άκρου στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, και υπεύθυνος των τμημάτων Άνω Άκρου και Αθλητικών Κακώσεων της Osteon Orthopedic & Spine Clinic.
«Είναι αποτέλεσμα υπέρχρησης ή τραυματισμού, με τους αθλητές και τους ηλικιωμένους να είναι οι δύο ομάδες ατόμων που υποφέρουν συχνότερα. Οι αθλητές που ασχολούνται ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με αθλήματα που επιβαρύνουν τους ώμους, όπως ρίψεις, άρση βαρών, πόλο, κολύμβηση, βόλεϊ, κινδυνεύουν και από τα δύο.
Στους ηλικιωμένους ο πόνος, που οφείλεται συχνά και σε οστεοαρθρίτιδα, υποεκτιμάται, αφού πολλοί δεν αναζητούν ιατρική συμβουλή. Έτσι η πάθηση δεν αντιμετωπίζεται, με συνέπεια ακόμα και την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης σε βάθος χρόνου», προσθέτει.
Σχεδόν το ήμισυ των περιστατικών πόνου στον ώμο οφείλονται σε τενοντίτιδες. Στους ασθενείς ο πόνος μπορεί να γίνεται αισθητός κατά την ανύψωση του χεριού πάνω από το επίπεδο του ώμου, κατά την κατάκλιση σε πλάγια θέση και πάνω στο χέρι, ακόμα και σε στάση ηρεμίας. Κάποιες φορές εκτείνεται έως τον αγκώνα.
Η συντηρητική θεραπεία είναι η πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, ξεκινώντας από την ανάπαυση, η οποία διαρκεί από 1-3 εβδομάδες. Σε περίπτωση επιμονής των συμπτωμάτων, χορηγούνται αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη ή στεροειδή φάρμακα. Στους ασθενείς που προσέρχονται για θεραπεία σε αρχικά στάδια, προτού η φλεγμονή γίνει χρόνια είναι δυνατή η χορήγηση πλούσιου σε αιμοπετάλια πλάσματος, το οποίο προσφέρει σημαντική ύφεση των συμπτωμάτων, συνδυαστικά με ανάπαυση και φυσικοθεραπεία.
«Η έγχυση υαλουρονικού οξέως είναι επίσης αποτελεσματική θεραπεία για τις διαταραχές των τενόντων, όπως έδειξαν πολλές κλινικές δοκιμές, καθώς επιταχύνει την επούλωση τους και μειώνει την πρόσκρουση. Επίσης, μειώνει την τριβή, λιπαίνει τις επιφάνειες των τενόντων και βελτιώνει το εύρος κίνησης του ώμου. Σε ασθενείς με προχωρημένο στάδιο τενοντίτιδας που υποβάλλονται σε αρθροσκοπική αποκατάσταση δύναται να χρησιμοποιηθεί προεγχειρητικά, καθώς αυξάνει τη λειτουργικότητα της άρθρωσης.
Για τους ασθενείς που η τενοντίτιδα είναι σε προχωρημένο στάδιο μπορεί να κριθεί πιο αποτελεσματική η αρθροσκόπηση του ώμου, κατά την οποία γίνεται χειρουργικός καθαρισμός του τένοντα, μέσω 2-3 μικρών τομών διαμέτρου ενός εκατοστού.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι εάν δεν ακολουθηθεί εγκαίρως κάποια θεραπεία, κάποια στιγμή ο τένοντας θα υποστεί ρήξη και τότε απαιτείται συρραφή του στην αρχική του θέση. Η επέμβαση γίνεται πάλι αρθροσκοπικά, διαρκεί όμως περισσότερο (1 ώρα) και ο ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του την επομένη», διευκρινίζει ο δρΠάντος.
Το υαλουρονικό οξύ χρησιμοποιείται επίσης επιτυχώς και για τον παγωμένο ώμο, μια πολύ συχνή, προοδευτική διαταραχή που περιορίζει τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό εύρος κίνησης του ώμου, σχεδόν προς όλες τις κατευθύνσεις και προκαλεί έντονο πόνο, ειδικά τη νύχτα. Αν και μπορεί να ιαθεί χωρίς καμία παρέμβαση σε 1-3 χρόνια, το χρονικό διάστημα είναι μεγάλο και οι ασθενείς δεν τον υπομένουν, αλλά αναζητούν θεραπεία.
Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται ενδαρθρικές ενέσεις υαλουρονικού οξέως για την αντιμετώπιση του παγωμένου ώμου, λόγω της αντιφλεγμονώδους επίδρασής του και των ελάχιστων πιθανών παρενεργειών του. Ιδιαίτερα μετά την επιβεβαίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητάς του από αρκετές μελέτες και ανασκοπήσεις. Μεταξύ αυτών και μια ανασκόπηση 7 μελετών που δημοσιεύθηκε στο JournalofOrthopaedicSurgeryandResearch, τα αποτελέσματα της οποίας αναγνώρισαν το υαλουρονικό οξύ ως μια ευεργετική θεραπεία και για τους ασθενείς με παγωμένο ώμο, αφού βελτιώνει το εύρος κίνησής του και ανακουφίζει από τον πόνο.
Ευεργετική έχει κριθεί ότι είναι η χρήση του και για την οστεοαρθρίτιδα ώμου. Ο χόνδρος που περιβάλει το αρθρικό τμήμα των οστών λιπαίνεται φυσιολογικά από υαλουρονικό οξύ. Η φθορά που προκύπτει με την ηλικία προκαλεί μείωση του εύρους κίνησης, στένωση του αρθρικού χώρου, υποχόνδρια σκλήρυνση και σχηματισμό οστεοφύτων.
Παλαιότερα, όταν αυτά τα συμπτώματα δε βελτιώνονταν με τη φυσικοθεραπεία ή τη λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, η χειρουργική επέμβαση ήταν η μοναδική επιλογή. Τα τελευταία χρόνια, όσοι δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε αυτή έχουν την επιλογή των ενδαρθρικών ενέσεων με υαλουρονικό οξύ. Η έρευνα έχει δείξει ότι είναι καλά ανεκτή και ακόμα με μία μόνο έγχυση μειώνεται σημαντικά ο πόνος.
«Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι κάθε τραυματισμός θα πρέπει να διερευνάται και να δέχεται την ανάλογη θεραπεία το συντομότερο δυνατόν. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικής επιδείνωσης της βλάβης που θα δυσκολέψει ιδιαίτερα την αποκατάσταση ή θα την καταστήσει αδύνατη», καταλήγει ο δρ Παναγιώτης Πάντος.