Η επέλαση των έμμεσων φόρων «σκότωσε» τη μεσαία τάξη

Κοινωνία Φορολογικά
Μοιραστείτε το:

Ποιος πληρώνει τους φόρους στην Ελλάδα; Στο ερώτημα αυτό επιδιώκει να απαντήσει έρευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Πώς η μεσαία τάξη πλήρωσε για μια ακόμη φορά το «μάρμαρο» των μνημονίων. Η αδικία των έμμεσων φόρων και η άνιση κατανομή της λιτότητας.

Η μεσαία τάξη ήταν η μεγάλη χαμένη της πρόσφατης δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα, καθώς η αύξηση της φορολογίας στη δεκαετία που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση, εν μέσω των προγραμμάτων λιτότητας, ήταν άνιση στην κατανομή της, καταλήγει έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Κι αυτό, γιατί το μεγαλύτερο βάρος της φορολογικής επιβάρυνσης επωμίσθηκαν τα νοικοκυριά, των οποίων η αγοραστική δύναμη συρρικνώθηκε.

Σύμφωνα με την έκθεση, που εκπονήθηκε από την καθηγήτρια του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Γεωργία Καπλάνογλου και παρουσιάστηκε χθες σε εκδήλωση που συντόνισε ο Γιώργος Αργείτης, Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ με τη συμμετοχή των κ. Βασίλη Ράπανου, Ομότιμου Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, Παναγιώτη Λιαργκόβα, Πρόεδρο του ΚΕΠΕ και Φραγκίσκου Κουτεντάκη, Συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η αύξηση του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα, κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης (2009-2019) και των τριών μνημονίων, δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου.

Η αύξηση αυτή, της τάξης των 8,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, είναι με διαφορά η μεγαλύτερη ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ και σχεδόν πενταπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών αυτών, ο οποίος βρίσκεται κάτω από 2 ποσοστιαίες μονάδες.

Κι ενώ οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή φορολογικών εσόδων σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας, ο ρόλος τους ενισχύθηκε περαιτέρω κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, καθώς το μερίδιο των έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 13,9% το 2009 σε 17,5% το 2019.

Συνδυαστικά, σε καθένα ευρώ φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων αντιστοιχούν πάνω από 2,5 ευρώ φόρων κατανάλωσης, και αυτή η αναλογία σπάνια γίνεται ευθέως αντιληπτή από τους φορολογούμενους πολίτες. Το 2008, πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, οι έμμεσοι φόροι απορροφούσαν κατά μέσο όρο το 11,4% περίπου της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, με την επιβάρυνση αυτή να εκτοξεύεται στο 15,2% το 2014 και περαιτέρω στο 15,7% το 2019, ως αποτέλεσμα των εκτεταμένων και αλλεπάλληλων αυξήσεων στους συντελεστές των έμμεσων φόρων. Παράλληλα μεταβλήθηκε και η κατανομή της επιβάρυνσης αυτής στα νοικοκυριά διαφορετικού βιοτικού επιπέδου.

Ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε. Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%.

Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς υπήρξε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης, χωρίς όμως η αλλαγή αυτή να μπορέσει να ανατρέψει τις εξελίξεις της περιόδου 2008-2014.

Στην περίπτωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων όπως εφαρμόζεται στη χώρα μας, παρόλο που η φορολογική κλίμακα έχει όντως σχεδιαστεί με προοδευτικό τρόπο, η προοδευτικότητά της υπονομεύεται σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, από το γεγονός ότι δεν υπάγονται σε αυτήν όλα τα εισοδήματα. Κι αυτό γιατί είτε αυτά δεν δηλώνονται στις φορολογικές αρχές, είτε ο ίδιος ο νόμος προβλέπει τη φορολόγησή τους σε ξεχωριστή κλίμακα (π.χ. τα ενοίκια) ή με ενιαίο αυτοτελή συντελεστή (π.χ. τα μερίσματα).

Σαφέστατα βέβαια, το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτό το επίπεδο έγκειται στη δυσκολία να εντοπίσουν οι φορολογικές αρχές τα πραγματικά εισοδήματα. Έτσι, για παράδειγμα, το επιχειρηματικό εισόδημα φορολογείται από το πρώτο ευρώ, ανεξάρτητα από το εάν τα σχετικά εισοδήματα έχουν δηλωθεί με ακρίβεια ή όχι, η μικρή μείωση φόρου που σχετίζεται με τα παιδιά δεν ενεργοποιείται όταν τα εισοδήματα προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ ένα πολύπλοκο σύστημα τεκμηρίων προσθέτει μεν αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ στη φορολογητέα ύλη, δεν φαίνεται όμως να εντοπίζει υψηλά εισοδήματα που δεν δηλώνονται και από τα οποία θα προέκυπταν σημαντικά φορολογικά έσοδα.

Στην έκθεση φαίνεται πως η χώρα μας εισήλθε στην κρίση τιμών με δεδομένη την υπέρμετρη επιβάρυνση των πολιτών εξαιτίας του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς η αύξηση του φορολογικού βάρους -άμεσου και έμμεσου- από το 2009 έως το 2019 δεν συγκρίνεται με καμία άλλη χώρα του ανεπτυγμένο κόσμου (8,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).

Ο ΦΠΑ αποφέρει το 60% των εσόδων από την έμμεση φορολογία και επιβάλλεται στους καταναλωτές ανεξαρτήτως εισοδήματος. Μάλιστα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ είναι ο τέταρτος υψηλότερος στα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στη βενζίνη, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται στη δεκάδα των χωρών με την υψηλότερη φορολόγηση του πετρελαίου θέρμανσης.

Η έμμεση φορολόγηση μετακυλίεται στον καταναλωτή σε εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό, το οποίο στην περίπτωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης αγγίζει ακόμα και το 100%.

Ως προς το κεφάλαιο αποταμίευση, από το 2009 έως το 2019, ο ρυθμός καθαρής αποταμίευσης διαμορφώθηκε στο -12%. Γεγονός το οποίο αποτελεί την «πλέον ακραία εξέλιξη» μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ. Από το 2008 έως το 2014, οι πολίτες που δεν είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν τις δαπάνες για την υγειονομική φροντίδα τους αυξήθηκαν κατά 230%, ποσοστό το οποίο υποχώρησε μόλις κατά 25% μεταξύ 2014 και 2019.

Η φορολογική πολιτική δεν βοήθησε ούτε το δημογραφικό καθώς, όπως διαπιστώνεται στη μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης οδήγησαν στη φορολογική επιβάρυνση οικογενειών με εξαρτώμενα τέκνα, ειδικά για οικογένειες με τρία ή τέσσερα παιδιά και μεσαίο προς υψηλό επίπεδο εισοδημάτων.

Πηγή: euro2day.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged