ΚΕΔΕ: Προσφυγή στο ΣτΕ κατά της ΥΑ «υποχρεωτικής κατάθεσης διαθεσίμων ΟΤΑ στη Τράπεζα της Ελλάδας»

Δήμοι
Μοιραστείτε το:

Την ομαδική κατάθεση προσφυγών των ΟΤΑ μελών της, στο ΣτΕ, για την αντισυνταγματικότητα  της πρόσφατης Υπουργικής Απόφασης των υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, με την οποία είναι υποχρεωτική η κατάθεση των διαθεσίμων των Δήμων, Περιφερειών, κλπ, σε ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, αποφάσισε η ΚΕΔΕ.

Για τον σκοπό αυτό, έστειλε στους ΟΤΑ όλης της χώρας, Σχέδιο Προσφυγής και Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου της, προκειμένου οι Οικονομικές Επιτροπές  και τα Δημοτικά Συμβούλια των Δήμων να λάβουν τις σχετικές αποφάσεις.

Δείτε στην συνέχεια και τα δύο έγγραφα.

—————————

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

Του Δήμου …………………………………, με έδρα στην ………………………, ΑΦΜ ………………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται

ΚΑΤΑ

Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ

Της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών: «Καθορισμός λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακός προγραμματισμός, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 όπως ισχύει»», κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τους ΟΤΑ Α’ βαθμού.

*****

Α. Συνοπτική Έκθεση τιθέμενων νομικών ζητημάτων (άρθρου 19 παρ. 2 π.δ. 18/1989)

Με την αίτηση ακυρώσεως ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών: «Καθορισμός λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακός προγραμματισμός, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 όπως ισχύει»», κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεών της τους ΟΤΑ Α’ βαθμού, καθ’ όσον δι’ αυτής, και δια της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 (143Α΄) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 80 του ν. 4549/2018 (105Α΄): α) θίγεται  η συνταγματικά κατοχυρωμένη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ (Συντ. 102 παρ. 1, 2 & 5), β) ασκείται έλεγχος σκοπιμότητας επ’ αυτών, κατά τρόπο που «εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους» (Συντ. 102 παρ. 4), γ) εξομοιώνονται αδικαιολόγητα, και κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης μεταχείρισης (Συντ. 4), τα αυτοδιοικούμενα, κατά το Σύνταγμα, νομικά πρόσωπα με εκείνα που δεν αυτοδιοικούνται, δ) η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 69Α παρ. 10 του ν. 4270/2014  πάσχει αοριστίας, και κατά τούτο παραβιάζει το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β’ Συντ., στο μέτρο που δεν προβλέπει κριτήρια για την δυνατότητα εξαίρεσης από το νέο θεσμικό πλαίσιο, ε)  παραβιάζονται οι διατάξεις της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης  Νοεμβρίου 2011 της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, στ) παραβιάζεται το άρθρ. 9 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος με το ν. 1850/1989.

  1. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 80 του ν. 4549/2018 (105Α΄) και η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019).
  2. Η εξουσιοδοτική διάταξη

Με το ν. 4270/2014 με τίτλο «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – Δημόσιο Λογιστικό», καταργήθηκε ο ν. 2362/1995, ο οποίος είχε διαμορφώσει το θεσμικό πλαίσιο δημοσιονομικής διαχείρισης. Το νέο θεσμικό πλαίσιο εστίασε κυρίως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου στους ρόλους και στις αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων, που συμμετέχουν στη δημοσιονομική διαχείριση, στους δημοσιονομικούς κανόνες, που διέπουν τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής στην προετοιμασία της κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού και στον σχεδίασμό του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής, στην ενσωμάτωση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας και στην εισαγωγή της έννοιας του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου καθώς και στη θεσμοθέτηση των κατάλληλων διορθωτικών μηχανισμών σε περίπτωση απόκλισης από το στόχο αυτό. Παράλληλα, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, ότι θεσμοθετείται ένα ανεξάρτητο δημοσιονομικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παραγωγό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα είναι επιφορτισμένο, μεταξύ άλλων, με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της χώρας στους δημοσιονομικούς κανόνες.

Ο ως άνω νόμος, όταν τέθηκε σε ισχύ, δεν περιείχε τις διατάξεις του άρθρ. 69Α, το οποίο προστέθηκε (κατ’ αρχάς) με το άρθρ. 10 παρ. 24 του ν. 4337/2015 (ΦΕΚ Α’ 129/2015). Με το άρθρ. 10 του ν. 4337/2015 επήλθαν τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο που διαμόρφωσε ο ν. 4270/2014, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της διαδικασίας κατάρτισης, παρακολούθησης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού, την ενίσχυση της υπευθυνότητας των οικονομικών υπηρεσιών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και την αποδοτικότερη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων, μέσω της αποφυγής του άσκοπου δανεισμού. Ειδικότερα, με το άρθρο 69Α του ν. 4270/2012, όπως αυτό προστέθηκε με την ανωτέρω διάταξη του ν. 4337/2015, ορίστηκε ότι ο κεντρικός λογαριασμός του Δημοσίου μετονομάζεται σε «Ελληνικό Δημόσιο – Ενιαίος Λογαριασμός Θησαυροφυλακίου», στον οποίο εντάσσονται όλοι οι λογαριασμοί της Κεντρικής Διοίκησης, υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων για τα αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα. Προβλέφθηκε, επίσης, ότι τα διαθέσιμα των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης, πλην των όσων ανήκουν στην Κεντρική Διοίκηση, θα μεταφέρονταν στον Ενιαίο Λογαριασμό σε αντίστοιχους υπολογαριασμούς. Η προστεθείσα με το ν. 4337/2015 διάταξη του άρθρ. 69Α, προέβλεπε ότι ο Υπουργός Οικονομικών μέσω του Ενιαίου Λογαριασμού, παρακολουθεί και προγραμματίζει με ενιαίο τρόπο τις ταμειακές ροές από και προς αυτόν, προσδιορίζει το ύψος των διαθεσίμων και τις ανάγκες δανεισμού, και διαχειρίζεται τα διαθέσιμα προς τοποθέτηση πλεονάσματα.

Με τις διατάξεις του ισχύοντος άρθρ. 80 του ν. 4549/2018 (ΦΕΚ Α’ 105/14/06.2018) αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014 ως εξής:

«Άρθρο 69Α

Ενιαίος Λογαριασμός Θησαυροφυλακίου

  1. Ο κεντρικός λογαριασμός του Δημοσίου μετονομάζεται σε «Ελληνικό Δημόσιο – Ενιαίος Λογαριασμός Θησαυροφυλακίου» («Ενιαίος Λογαριασμός»). Όλοι οι λογαριασμοί της Κεντρικής Διοίκησης τηρούνται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος και εντάσσονται στον Ενιαίο Λογαριασμό. Ο Υπουργός Οικονομικών μέσω του Ενιαίου Λογαριασμού παρακολουθεί και προγραμματίζει με ενιαίο τρόπο τις ταμειακές ροές από και προς αυτόν, προσδιορίζει το ύψος των διαθεσίμων και τις ανάγκες δανεισμού και διαχειρίζεται τα διαθέσιμα προς τοποθέτηση πλεονάσματα.
  2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται η διαδικασία και οι προθεσμίες μεταφοράς στον Ενιαίο Λογαριασμό των υπολοίπων των λοιπών λογαριασμών της Κεντρικής Διοίκησης, η διαδικασία κλεισίματος αυτών, οι όροι και οι προϋποθέσεις εξαίρεσης από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
  3. Το άνοιγμα οποιουδήποτε λογαριασμού της Κεντρικής Διοίκησης διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του αρμόδιου φορέα ή οργάνου, με την οποία καθορίζονται τα όργανα διαχείρισης του λογαριασμού, ο τρόπος εμ-φάνισής του στην δημόσια ληψοδοσία, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση διενεργείται το κλείσιμο των λογαριασμών του Ελληνικού Δημοσίου σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα. Λογαριασμοί της Κεντρικής Διοίκησης εκτός του Ενιαίου Λογαριασμού ανοίγονται μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της απόφασης της παραγράφου 2.
  4. Η κίνηση των λογαριασμών της Κεντρικής Διοίκησης σε πιστωτικά ιδρύματα ενεργείται με έγγραφες εντολές του Υπουργού Οικονομικών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε νόμους ή συμβάσεις στις οποίες έχει συμπράξει ο Υπουργός Οικονομικών. Στις περιπτώσεις αυτές, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να αναγγέλλουν αμέσως τη γενόμενη εγγραφή στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Για τη χρέωση των λογαριασμών αυτών απαιτείται η έγκριση του Υπουργού Οικονομικών.
  5. Σε περίπτωση δέσμευσης λογαριασμού για ειδικούς σκοπούς του Δημοσίου απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια.
  6. Το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων όλων των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης, πέραν εκείνων που ανήκουν στην Κεντρική Διοίκηση, μεταφέρονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος κίνησης των λογαριασμών, η λειτουργία της ταμειακής τους διαχείρισης, η λογιστική απεικόνιση των κινήσεών τους, η περαιτέρω διάρθρωσή τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια ή με όμοια απόφαση δύνανται να καθορίζονται οι λογαριασμοί που εξαιρούνται από την υποχρέωση μεταφοράς στον Ενιαίο Λογαριασμό.
  7. Με την απόφαση της παραγράφου 6 ή με όμοιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λοιποί φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που υποχρεούνται να μεταφέρουν το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων τους σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό. Η μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων στον Ενιαίο Λογαριασμό πραγματοποιείται με την ανωτέρω απόφαση, με την οποία καθορίζονται επίσης ο τρόπος κίνησης των λογαριασμών, η λειτουργία της ταμειακής τους διαχείρισης, η λογιστική απεικόνιση των κινήσεών τους, η περαιτέρω διάρθρωσή τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Οι φορείς της Κεντρικής και της Γενικής Κυβέρνησης που έχουν υπαχθεί στις αποφάσεις των παραγράφων 6 και 7 λαμβάνουν πληροφόρηση σε καθημερινή βάση αναφορικά με το ύψος των τηρούμενων στον αντίστοιχο υπολογαριασμό ταμειακών διαθεσίμων τους. Οι αποφάσεις των παραγράφων 6 και 7 εκδίδονται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2021.
  8. Το άνοιγμα σε πιστωτικά ιδρύματα, οποιουδήποτε λογαριασμού φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που συμμετέχουν στον Ενιαίο Λογαριασμό, επιτρέπεται αποκλειστικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του φορέα, με την οποία καθορίζονται τα όργανα διαχείρισης του λογαριασμού, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση διενεργείται το κλείσιμο των λογαριασμών, σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, των ανωτέρω φορέων.
  9. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 έως 8 ενεργοποιούνται με την έκδοση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 6 σχετικά με την μεταφορά του συνόλου των διαθεσίμων των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης στον Ενιαίο Λογαριασμό. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, οι φορείς της Κεντρικής Κυβέρνησης και της Γενικής Κυβέρνησης συμμετέχουν υποχρεωτικά στο Σύστημα Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου (Σ.Λ.Θ.) κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. Το Σύστημα Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου περιλαμβάνει, πέραν του Ενιαίου Λογαριασμού, το Κοινό Κεφάλαιο της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997 (Α΄ 38), καθώς και την ταμειακή διαχείριση που τηρούν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, περιλαμβανομένου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Ο Υπουργός Οικονομικών μέσω του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου παρακολουθεί και προγραμματίζει με ενιαίο τρόπο τις ταμειακές ροές προς και από αυτό και προσδιορίζει το ύψος των διαθεσίμων ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή διενέργεια των πληρωμών των συμμετεχόντων φορέων. Όπου στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά σε «ταμειακή διαχείριση» ή «λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης» που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, νοούνται οι λογαριασμοί της περίπτωσης η΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Η «ταμειακή διαχείριση», περιλαμβανομένης της κατανομής των προσόδων στους δικαιούχους, λειτουργεί κατά τρόπο ανάλογο του Κοινού Κεφαλαίου. Σε ό,τι αφορά τις επιτρεπόμενες επενδύσεις και την κάλυψη τυχόν κεφαλαιακών ζημιών, ισχύουν τα οριζόμενα στην ως άνω περίπτωση η΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Οι Φορείς λαμβάνουν πληροφόρηση σε καθημερινή βάση αναφορικά με το ύψος των τηρούμενων στην ταμειακή διαχείριση περιουσιακών τους στοιχείων.

  1. Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε εν ισχύ «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, συμπεριλαμβανομένων και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, τηρούν υποχρεωτικά το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων στην ταμειακή τους διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω υποχρέωση δεν ισχύει για τα κεφάλαια που έχουν μεταφερθεί από τους ανωτέρω Φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επί των κεφαλαίων που έχουν ήδη μεταφερθεί ή θα μεταφερθούν στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης η΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Η διαχείριση των κεφαλαίων που τηρούνται στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Κοινό Κεφάλαιο, και τα οποία ανήκουν σε φορείς που δεν υπάγονται κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, διέπεται από τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Εξαίρεση από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου είναι δυνατή μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του Φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γ.Δ.Ο.Υ..
  2. Τα προς επένδυση ταμειακά διαθέσιμα των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος δύνανται να μεταφέρονται στο Κοινό Κεφάλαιο με απόφαση των Φορέων.
  3. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται σε αποκατάσταση της θετικής ζημίας (penalties) που δύναται να προκύψει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 10 σε βάρος των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης από την πρόωρη λήξη των προθεσμιακών τους καταθέσεων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αποκατάστασης της τυχόν θετικής ζημίας των ως άνω φορέων από τη μεταφορά των κεφαλαίων προθεσμιακών καταθέσεων στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος.
  4. Κατ΄ εξαίρεση των οριζόμενων στην παράγραφο 10, οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης δύνανται να διατηρούν λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα για τη διευκόλυνση των συναλλαγών τους. Οι Φορείς Γενικής Κυβέρνησης μεριμνούν για τον περιορισμό των λογαριασμών που διατηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο που απαιτείται για την ομαλή διενέργεια των συναλλαγών τους.
  5. Το μέγιστο όριο της ρευστότητας που οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης επιτρέπεται να διατηρούν εκτός του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για το επόμενο δεκαπενθήμερο. Τα ταμειακά διαθέσιμα των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης πέραν του ανωτέρω μεγίστου ορίζονται ως πλεονάζοντα και τηρούνται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 11. Εναλλακτικά, το μέγιστο όριο ρευστότητας εκτός του Σ.Λ.Θ. μπορεί να ισούται με ένα σταθερό ποσό, κατόπιν πρότασης του Φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γ.Δ.Ο.Υ. και του Γ.Λ.Κ. Με την απόφαση της παραγράφου 18 δύναται να καθορίζονται συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται ο κάθε τρόπος προσδιορισμού του μέγιστου ορίου ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, η τήρηση του μεγίστου ορίου ρευστότητας δύναται να διασφαλίζεται μέσω της λειτουργίας συστήματος αυτόματης μεταφοράς ποσών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 22. Το ακριβές ύψος των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων και το μέγιστο ύψος της ρευστότητας που οι φορείς διατηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα προκύπτουν μέσω του ταμειακού προγραμματισμού που διενεργούν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης βάσει των σχετικών οδηγιών του Γ.Λ.Κ..

Ο ταμειακός προγραμματισμός των φορέων υποβάλλεται προς έγκριση στην εποπτεύουσα Γ.Δ.Ο.Υ. και εν συνεχεία αποστέλλεται στο Γ.Λ.Κ.. Η υποχρέωση κατάρτισης και αποστολής ταμειακού προγραμματισμού εκκινεί από την έκδοση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 18.

  1. Το Γ.Λ.Κ. παρακολουθεί σε τουλάχιστον μηνιαία βάση τις κινήσεις και τα υπόλοιπα των λογαριασμών Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, καθώς και στην ταμειακή διαχείριση και στο Κοινό Κεφάλαιο στην Τράπεζα της Ελλάδος και τηρεί μητρώο των ανωτέρω λογαριασμών. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι φορείς Γενικής Κυβέρνησης, περιλαμβανομένων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, υποχρεούνται να αποστέλλουν στο Γ.Λ.Κ. τα σχετικά στοιχεία κατόπιν αιτήματός του. Σε περίπτωση εντοπισμού λογαριασμών με υπόλοιπα τα οποία υπερβαίνουν συστηματικά τις ταμειακές ανάγκες των φορέων κατά ποσοστό μεγαλύτερο του οριζόμενου στην απόφαση της παραγράφου 18, η αρμόδια Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. ενημερώνει τον Υπουργό Οικονομικών και εισηγείται την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου 16.
  2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του εκάστοτε εποπτεύοντος Υπουργού είναι δυνατή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φορέα της Γενικής Κυβέρνησης με τις διατάξεις των παραγράφων 10, 14 και 15, η καθαίρεση των μελών του Δ.Σ. του φορέα, των εκτελεστικών του οργάνων και του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών. Με την ίδια ή όμοια απόφαση δύναται να μειώνεται το ύψος της ετήσιας επιχορήγησης του φορέα από τον Τακτικό Προϋπολογισμό. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 18.
  3. Τα κεφάλαια που μεταφέρονται από κάθε Φορέα Γενικής Κυβέρνησης στην ταμειακή διαχείριση και στο Κοινό Κεφάλαιο στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι διαθέσιμα προς απόληψη από τον δικαιούχο φορέα, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 20 και της περίπτωσης στ΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/ 1997. Με την απόφαση της παραγράφου 18 δύναται να ορίζεται η υποχρέωση έγκαιρης προειδοποίησης της Τράπεζας της Ελλάδος, του Γ.Λ.Κ. και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) σε περίπτωση απόληψης ποσού υψηλότερου από συγκεκριμένο όριο το οποίο καθορίζεται με την ίδια απόφαση. Από τη θέση σε ισχύ της υποχρέωσης έγκαιρης προειδοποίησης του προηγούμενου εδαφίου παύει να ισχύει η αντίστοιχη προς την Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτική διάταξη της περίπτωσης στ΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/ 1997. Σε περιπτώσεις ακραίων συνθηκών ρευστότητας και αποκλειστικά για λόγους προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να προσδιορίζει ειδικά όρια απολήψεων για την πληρωμή των ανελαστικών δαπανών των φορέων. Ως έκτακτες συνθήκες ρευστότητας νοούνται αποκλειστικά οι περιστάσεις στις οποίες καθίσταται αδύνατη η χρηματοδότηση ανελαστικών υποχρεώσεων του Κράτους. Η προϋπόθεση της προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος θεωρείται ότι εκπληρώνεται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες ο μη προσδιορισμός ειδικών ορίων απολήψεων ποσών από τους ανωτέρω λογαριασμούς θα οδηγούσε σε άμεσο κίνδυνο αθέτησης ανελαστικών υποχρεώσεων του Κράτους ή μη επιτέλεσης στοιχειωδών λειτουργιών του. Η δυνατότητα προσδιορισμού ειδικών ορίων δεν ισχύει σε περιπτώσεις καταβολής τοκοχρεολυσίων. Ο προσδιορισμός των λοιπών ανελαστικών δαπανών, πέραν των καταβολών τοκοχρεολυσίων, καθώς και της σειράς προτεραιότητας αυτών, πραγματοποιείται με την απόφαση της παραγράφου 18. Η απόφαση περί προσδιορισμού ειδικών ορίων απολήψεων αναρτάται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών.
  4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η οποία εκδίδεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, καθορίζονται η διαδικασία μεταφοράς των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι κανόνες, η διαδικασία και η συχνότητα υποβολής στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού από τους φορείς Γενικής Κυβέρνησης, η διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου της συμμόρφωσης των φορέων από τις εποπτεύουσες Γ.Δ.Ο.Υ. και το Γ.Λ.Κ., η μέθοδος προσδιορισμού του μεγίστου ορίου ρευστότητας και το ποσοστό υπέρβασης των ταμειακών αναγκών του φορέα πέραν του οποίου μπορούν να ενεργοποιηθούν οι κυρώσεις της παραγράφου 16, οι βασικές αρχές προσδιορισμού του ελαχίστου ύψους ρευστών διαθεσίμων του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου, η μέγιστη χρονική διάρκεια προσδιορισμού ειδικών ορίων, απολήψεων βάσει της παραγράφου 17 και κάθε άλλο ζήτημα που σχετίζεται με την εφαρμογή των παραγράφων 9 έως 17 του παρόντος άρθρου και την ομαλή λειτουργία του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 περί της υποχρέωσης υποβολής ταμειακού προγραμματισμού ισχύουν για φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, το ύψος του προϋπολογισμού δαπανών των οποίων υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο το οποίο προσδιορίζεται με την απόφαση της παρούσας παραγράφου.
  5. Οι επιχορηγήσεις των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης από τον Τακτικό Προϋπολογισμό καταβάλλονται σε πίστωση της ταμειακής διαχείρισης που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο χρόνος έναρξης ισχύος της παρούσας παραγράφου καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 20.
  6. Η απόληψη ποσών από την ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται βάσει των εγκεκριμένων κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 14 ταμειακών αναγκών των φορέων. Σε περιπτώσεις επιπλέον απόληψης ποσών από την ταμειακή διαχείριση, ο φορέας υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την εποπτεύουσα Γ.Δ.Ο.Υ., το Γ.Λ.Κ. και τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ.. Σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδος ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο για την ακριβή εκτέλεση της εντολής που έχει λάβει από τον φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης της ανωτέρω διαδικασίας, η διαδικασία απόληψης ποσών από την ταμειακή διαχείριση των φορέων, καθώς και όλες οι απαιτούμενες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου λεπτομέρειες. Με την ίδια ή όμοια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η πιλοτική εφαρμογή της ανωτέρω διαδικασίας με συμμετοχή συγκεκριμένων φορέων. Οι προβλέψεις των παραγράφων 19 και 20 ισχύουν για φορείς Γενικής Κυβέρνησης οι οποίοι επιχορηγούνται ετησίως από τον Τακτικό Προϋπολογισμό με ποσό υψηλότερο από συγκεκριμένο όριο το οποίο τίθεται με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου.
  7. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 έως 20 παύουν να ισχύουν για τους φορείς της Κεντρικής και της Γενικής Κυβέρνησης που μεταφέρουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα στον Ενιαίο Λογαριασμό δυνάμει των υπουργικών αποφάσεων των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος άρθρου. Διά των ίδιων αποφάσεων καθορίζονται όλες οι τεχνικές λεπτομέρειες της μετάβασης από το Σύστημα Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου της παραγράφου 9 στον Ενιαίο Λογαριασμό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 έως 20 συνεχίζουν να ισχύουν και μετά την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων των παραγράφων 6 και 7 για τους φορείς για τους οποίους η μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων στον Ενιαίο Λογαριασμό δεν καθίσταται υποχρεωτική.
  8. Στο πλαίσιο λειτουργίας του Ενιαίου Λογαριασμού Θησαυροφυλακίου και του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου, ο Υπουργός Οικονομικών εξουσιοδοτείται να συνάπτει ειδικές συμφωνίες παροχής υπηρεσιών με πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό τον καθορισμό όρων και προϋποθέσεων για την αυτόματη μεταφορά ποσών μεταξύ λογαριασμών φορέων Γενικής Κυβέρνησης στα εν λόγω ιδρύματα και της ταμειακής διαχείρισης των φορέων στην Τράπεζα της Ελλάδος ή μεταξύ λογαριασμών φορέων Γενικής Κυβέρνησης στα εν λόγω ιδρύματα και του Ενιαίου Λογαριασμού. Η ένταξη φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στο σύστημα αυτόματης μεταφοράς ποσών πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του φορέα και του Υπουργείου Οικονομικών. Οι προς ένταξη φορείς εξουσιοδοτούν τα πιστωτικά ιδρύματα και την Τράπεζα της Ελλάδος να προβαίνουν στις απαιτούμενες αυτόματες μεταφορές.
  9. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου για τους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης ισχύουν με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 49 του ν. 4370/2016 (Α΄ 37) και της παρ. 5 του άρθρου 202 του ν. 4389/2016. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου για τη Βουλή των Ελλήνων ισχύουν υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 26 του άρθρου 34 του ν. 4484/2017 (Α΄ 110)».

Οι ως άνω διατάξεις επηρεάζουν (και θίγουν) ευθέως τους ΟΤΑ ως εξής: Με τις διατάξεις του άρθρ. 80 του ν. 4549/2018 αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014, αφενός, διατηρώντας την υποχρέωση μεταφοράς των διαθεσίμων της Κεντρικής Κυβέρνησης στον Ενιαίο Λογαριασμό, και αφετέρου, επεκτείνοντας την εν λόγω υποχρέωση και για τους λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των ΟΤΑ. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι καθοριζόμενοι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται να μεταφέρουν το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό. Περαιτέρω, με τις αυτές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται μέχρι 31.12.2021, πραγματοποιείται η μεταφορά των ως άνω ταμειακών διαθεσίμων και καθορίζεται, μεταξύ άλλων, ο τρόπος κίνησης των λογαριασμών και η λειτουργία της ταμειακής τους διαχείρισης. Με τη μεταφορά των ταμειακών τους διαθεσίμων στον Ενιαίο Λογαριασμό, το άνοιγμα σε πιστωτικά ιδρύματα οποιοσδήποτε λογαριασμού φορέων της Γενικής Κυβέρνησης επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του φορέα.

Επιπλέον, οι νέες διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014 περιγράφουν τις ισχύουσες ρυθμίσεις κατά τη μεταβατική περίοδο, μέχρι δηλαδή να λάβει χώρα η προβλεπόμενη μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στον Ενιαίο Λογαριασμό. Ορίζεται ότι μέχρι την ως άνω υπαγωγή στον Ενιαίο Λογαριασμό, οι φορείς της Κεντρικής και της Γενικής Κυβέρνησης συμμετέχουν υποχρεωτικά στο Σύστημα Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου (Σ.Λ.Θ.), ο οποίος περιλαμβάνει τον Ενιαίο Λογαριασμό, το Κοινό Κεφάλαιο του άρθρ. 15 παρ. 11 του ν. 2469/1997 και την ταμειακή διαχείριση που τηρούν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, περιλαμβανόμενου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης», συμπεριλαμβανομένων και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, υποχρεούνται σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, να τηρούν το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων στην ταμειακή τους διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος, με εξαίρεση τα κεφάλαια που έχουν μεταφερθεί από αυτούς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επιπλέον, για τους όρους «ταμειακή διαχείριση» ή «λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης» που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι με αυτούς νοούνται οι λογαριασμοί της περίπτωσης η’ της παραγράφου 11 του άρθρ. 15 του ν. 2469/1997. Η ως άνω διάταξη του ν. 2469/1997, εφαρμόζεται για τα κεφάλαια που έχουν μεταφερθεί ή θα μεταφερθούν από τους Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και των δύο βαθμών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρ. 15 παρ. 11 περ. η’ του ν. 2469/1997, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρ. 81 του ν. 4549/2018, τα κεφάλαια που τηρούνται από τους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης στην Τράπεζα της Ελλάδος σε λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης, επενδύονται σε συμβάσεις αγοράς ή πώλησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου με σύμφωνα επαναπώλησης/ επαναγοράς με αντισυμβαλλόμενο το Ελληνικό Δημόσιο (repos, reverse repos, buy/sell back, sell/buy back). Η διαχείριση των επενδυόμενων κεφαλαίων από λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης και η κατανομή των προσόδων στους δικαιούχους γίνεται κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον του Κοινού Κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτ. α’- ζ’ της παρ. 11 του άρθρ. 15 του ν. 2649/1997, η Τράπεζα της Ελλάδος, διαχειρίζεται το Κοινό Κεφάλαιο επενδύοντας το ενεργητικό του σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου και σε τίτλους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης. Το ύψος της αμοιβής που θα καταβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος από το Κοινό Κεφάλαιο για τη διαχείρισή του, ο τρόπος υπολογισμού και η καταβολής της, καθορίζεται με σύμβαση μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.

Η διαχείριση, συνεπώς, των λογαριασμών ταμειακής διαχείρισης των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων πλέον κι εκείνων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, με απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τα ως άνω κεφάλαια των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, επενδύονται σε συμβάσεις αγοράς ή πώλησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου με σύμφωνα επαναπώλησης/επαναγοράς με αντισυμβαλλόμενο το Ελληνικό Δημόσιο. Το ύψος της αμοιβής που θα καταβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος για την ταμειακή διαχείριση των λογαριασμών των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ο υπολογισμός και η καταβολή της, καθορίζεται με σύμβαση μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Εξαίρεση από την ως άνω επιταγή του νόμου, η οποία επί της ουσίας προβλέπει έναν συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης και διάθεσης των κεφαλαίων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπορεί να εισαχθεί μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και εφόσον έχει υποβληθεί αιτιολογημένο αίτημα εκ μέρους του φορέα. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα μεταφοράς των προς επένδυση ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, μετά από απόφαση των φορέων, στο Κοινό Κεφάλαιο, η διαχείριση των οποίων γίνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρ. 15 παρ. 11 περιπτ. α’ – ζ’ του ν.2649/1997.

Περαιτέρω, το άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014 προβλέπει ότι οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, των οποίων το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων τηρείται υποχρεωτικά στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος ένεκα της υποχρεωτικής συμμετοχής στο Σύστημα Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου (Σ.Λ.Θ.), δύνανται κατ’ εξαίρεση, να διατηρούν λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα για τη διευκόλυνση των συναλλαγών τους, μεριμνώντας, όμως, για των περιορισμό τους στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, που απαιτείται για την ομαλή διενέργεια των συναλλαγών τους.

Επίσης, το μέγιστο όριο ρευστότητας, το οποίο επιτρέπεται να διατηρούν οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, εκτός του ΣΛΘ, δηλαδή εκτός του Ενιαίου Λογαριασμού, του Κοινού Κεφαλαίου της παρ. 11 του άρθρ, 15 του ν. 2469/1997, καθώς και της ταμειακής διαχείρισης, περιλαμβανόμενου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της Ελλάδος, ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες. Εναλλακτικά, υπάρχει η δυνατότητα το μέγιστο όριο ρευστότητας να ισούται με ένα σταθερό ποσό, το οποίο καθορίζεται μετά από πρόταση του εκάστοτε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης και τη σύμφωνη γνώμη της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (παρ. 14 εδ.β).

Τα ταμειακά διαθέσιμα πέραν του ανωτέρω μεγίστου ορίου ορίζονται ως πλεονάζοντα και τηρούνται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το ακριβές ύψος των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων και το μέγιστο ύψος ρευστότητας που οι φορείς τηρούν εκτός ΣΛΘ προκύπτει μέσω του ταμειακού προγραμματισμού που διενεργούν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης βάσει των σχετικών οδηγιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ο ταμειακός προγραμματισμός των φορέων υποβάλλεται προς έγκριση στη εποπτεύουσα Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και εν συνεχεία αποστέλλεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Η υποχρέωση υποβολής ταμειακού προγραμματισμού ισχύει για φορείς Γενικής Κυβέρνησης, των οποίων το ύψος του προϋπολογισμού των δαπανών υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο, το οποίο προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Προβλέπεται επίσης, ότι η τήρηση του μεγίστου ορίου ρευστότητας μπορεί να διασφαλίζεται μέσω της λειτουργίας συστήματος αυτόματης μεταφοράς ποσών.

Ακολούθως, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους παρακολουθεί τουλάχιστον σε μηνιαία βάση τις κινήσεις και τα υπόλοιπα των λογαριασμών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, καθώς και στην ταμειακή διαχείριση και στο Κοινό Κεφάλαιο στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σε περίπτωση, κατά την οποία εντοπισθούν υπόλοιπα λογαριασμών, τα οποία υπερβαίνουν συστηματικά τις ταμειακές ανάγκες του φορέα βάσει του εγκεκριμένου ταμειακού προγραμματισμού, η αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ενημερώνει τον Υπουργό Οικονομικών και εισηγείται την επιβολή κυρώσεων. Κατόπιν, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του εκάστοτε εποπτεύοντος Υπουργού, είναι δυνατή σε περίπτωση μη  συμμόρφωσης του φορέα προς την υποχρέωση τήρησης των ταμειακών του διαθεσίμων στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και προς την υποχρέωση μη υπέρβασης του μεγίστου ορίου ρευστότητας εκτός του ΣΛΘ, η καθαίρεση των μελών του Δ.Σ. του φορέα, των εκτελεστικών οργάνων και του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών, καθώς και η μείωση του ύψους της ετήσιας επιχορήγησης του φορέας από τον Τακτικό Προϋπολογισμό.

Τα κεφάλαια που μεταφέρονται από κάθε Φορέα της Γενικής Κυβέρνησης στην ταμειακή διαχείριση και στο Κοινό Κεφάλαιο στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι διαθέσιμα προς απόληψη από το δικαιούχο φορέα, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 20 του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014 και της περιπτ. στ’ της παρ. 11 του ν. 2469/1997.

Σύμφωνα με τις υπό εξέταση διατάξεις, η απόληψη ποσών από την ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται βάσει των εγκεκριμένων ταμειακών αναγκών των φορέων, ενώ σε περίπτωση επιπλέον απόληψης ποσών από την ταμειακή διαχείριση, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την εποπτεύουσα Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.

Όσον αφορά το Κοινό Κεφάλαιο, οι φορείς που συμμετέχουν σε αυτό μπορούν να ζητήσουν την απόληψη συγκεκριμένων χρηματικών ποσών και μέχρι της τρέχουσας αξίας της μερίδας τους. Ο Υπουργός Οικονομικών, σε περιπτώσεις ακραίων συνθηκών ρευστότητας και για λόγους αναγόμενους στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να προσδιορίζει ειδικά όρια απολήψεων για την πληρωμή ανελαστικών δαπανών των φορέων. Ως έκτακτες συνθήκες ρευστότητας νοούνται οι περιστάσεις, κατά τις οποίες καθίσταται αδύνατη η χρηματοδότηση ανελαστικών υποχρεώσεων του Κράτους, ενώ η προϋπόθεση της προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος θεωρείται ότι πληρούται, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο μη προσδιορισμός ειδικών ορίων απολήψεων ποσών από τους λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης και του Κοινού Κεφαλαίου στην Τράπεζα της Ελλάδος, θα οδηγούσε σε άμεσο κίνδυνο αθέτησης των ανελαστικών υποχρεώσεων του Κράτους ή μη επιτέλεσης στοιχειωδών λειτουργιών του.

Τέλος, προβλέπεται ότι η διαδικασία μεταφοράς των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι κανόνες, η διαδικασία και η συχνότητα υποβολής στοιχείων ταμειακού  προγραμματισμού από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, η διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου της συμμόρφωσης των φορέων από τις εποπτεύουσες Γενικές Διευθύνσεις Οικονομικών Υπηρεσιών και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η μέθοδος προσδιορισμού του μεγίστου ορίου ρευστότητας και το ποσοστό υπέρβασης των ταμειακών αναγκών του φορέα πέραν του οποίου μπορούν να ενεργοποιηθούν οι προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 69 Α του ν. 4270/2014, ως ισχύει, κυρώσεις, οι βασικές αρχές προσδιορισμού του ελάχιστου ύψους ρευστών διαθεσίμων του ΣΛΘ, η μέγιστη χρονική διάρκεια προσδιορισμού ειδικών ορίων απολήψεων και κάθε άλλο ζήτημα που σχετίζεται με την εφαρμογή και την ομαλή λειτουργία του ΣΛΘ καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός 30 ημερών από τη θέση σε ισχύ του ν. 4549/2018, το άρθρ. 80 του οποίου αντικατέστησε το άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014.

Από τα ως άνω εκτεθέντα προκύπτει ότι οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, υποχρεούνται μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μέχρι 31.12.2021 δυνάμει των διατάξεων του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014:

να μεταφέρουν το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων τους σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω του οποίου ο Υπουργός Οικονομικών παρακολουθεί και προγραμματίζει με ενιαίο τρόπο τις ταμειακές ροές από και προς αυτόν, προσδιορίζει το ύψος των διαθεσίμων και τις ανάγκες δανεισμού και διαχειρίζεται τα διαθέσιμα προς τοποθέτηση πλεονάσματα.

Μέχρι να καταστεί εφικτή η μεταφορά των ταμειακών τους διαθεσίμων με την έκδοση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού συμμετέχουν υποχρεωτικά στο ΣΛΘ, το οποίο περιλαμβάνει τον Ενιαίο Λογαριασμό, το Κοινό Κεφάλαιο και την ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος, περιλαμβανόμενου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Μέσω αυτού, ο Υπουργός Οικονομικών παρακολουθεί και προγραμματίζει με ενιαίο τρόπο τις ταμειακές ροές, από και προς αυτό και προσδιορίζει το ύψος των διαθεσίμων, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή διενέργεια των πληρωμών των συμμετεχόντων φορέων.

Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού οφείλουν να τηρούν το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία τα διαχειρίζεται επενδύοντάς τα σε συμβάσεις αγοράς ή πώλησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου με σύμφωνα επαναπώλησης/επαναγοράς με αντισυμβαλλόμενο το Ελληνικό Δημόσιο (repos, reverse repos, buy/sell back, sell/buy back), ήτοι δηλαδή χωρίς οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης να αποφασίζουν είτε για τα μέσα, είτε για τους σκοπούς της εν λόγω διαχείρισης.  

Υποχρεούνται να μην τηρούν λογαριασμούς σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, παρά μόνον κατ’ εξαίρεση για την διευκόλυνση των συναλλαγών τους.

Υποχρεούνται να μην υπερβαίνουν το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ρευστότητας, εκτός του ΣΛΘ, το οποίο ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για το επόμενο δεκαπενθήμερο ή με ένα σταθερό ποσό, το οποίο ορίζεται μετά από πρόταση του εκάστοτε οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης α ή β’ βαθμού και σύμφωνη γνώμη της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις, προβλέπεται η δυνατότητα με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εσωτερικών, κατόπιν ενημέρωσης και εισήγησης της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η καθαίρεση των μελών του Δ.Σ. του Δήμου, του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών και η μείωση του ύψους της ετήσιας επιχορήγησης του εκάστοτε οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης α’ ή β’ βαθμού από τον Τακτικό προϋπολογισμό.

  1. Η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση

Σε εκτέλεση της παραπάνω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφαση του Αν. Υπουργού Οικονομικών: «Καθορισμός λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακός προγραμματισμός, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 όπως ισχύει», που προβλέπει τα εξής:

«Άρθρο 1

Άνοιγμα λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος και μεταφορά των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων

  1. Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014, όπως ισχύει (εφεξής, Φορείς) ανοίγουν υποχρεωτικά λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας. Δεν απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες για τους Φορείς οι οποίοι τηρούν ήδη λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος.
  2. Για το άνοιγμα λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης, υποβάλλονται από τους Φορείς στην Τράπεζα της Ελλάδος τα κάτωθι δικαιολογητικά:

α) Απόσπασμα Πρακτικού του Δ.Σ. του Φορέα με απόφαση για:

  • το άνοιγμα λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος και
  •  τον ορισμό των εξουσιοδοτημένων οργάνων για την κίνηση του λογαριασμού.

β) Έγγραφα νομιμοποίησης των εξουσιοδοτημένων οργάνων του Φορέα.

γ) Φωτοαντίγραφα των ταυτοτήτων των νομίμων εκπροσώπων του Φορέα.

δ) Δείγματα υπογραφών των νομίμων εκπροσώπων του Φορέα.

ε) Διαβιβαστικό έγγραφο υπογεγραμμένο από τους νομίμους εκπροσώπους του Φορέα, το οποίο απευθύνεται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το έγγραφο αίτημα μπορεί να υποβάλλεται και μέσω Υποκαταστήματος, Πρακτορείου ή Θυρίδας του δικτύου της Τράπεζας της Ελλάδος συνοδευόμενο με τα ανωτέρω έγγραφα, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Για την διευκόλυνση των Φορέων, αναρτάται στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος επικαιροποιημένος κατάλογος με τα δικαιολογητικά που απαιτούνται.

  1. Εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας, οι Φορείς μεταφέρουν τα πλεονάζοντα ταμειακά τους διαθέσιμα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 της παρούσας, από τους λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου (εφεξής ΣΛΘ) στον λογαριασμό τους ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος.
  2. Οι Φορείς δύνανται να υποβάλλουν, μέσω της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών (εφεξής ΓΔΟΥ), στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (εφεξής ΓΛΚ) αιτιολογημένη πρόταση με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μεταφοράς των πλεοναζόντων ταμειακών τους διαθεσίμων το οποίο εκτείνεται χρονικά πέραν της προθεσμίας της παραγράφου 3. Το ΓΛΚ, εφόσον εγκρίνει το χρονοδιάγραμμα μεταφοράς, παρακολουθεί τη συμμόρφωση του Φορέα με αυτό.

Άρθρο 2

Διαθέσιμα προς επένδυση

Τα προς επένδυση διαθέσιμα των Φορέων δύνανται να μεταφέρονται, με απόφαση των ίδιων των Φορέων, από τους λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος σε μερίδες στο Κοινό Κεφάλαιο της παρ. 11 του άρθρου 15του ν. 2469/1997 (εφεξής Κοινό Κεφάλαιο).

Άρθρο 3

Λογαριασμός ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου

  1. Οι Φορείς δύνανται να διατηρούν λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός ΣΛΘ για τη διευκόλυνση των συναλλαγών τους. Η ορθή χρήση του όρου «διευκόλυνση των συναλλαγών» ελέγχεται και αξιολογείται από το ΓΛΚ και τις εποπτεύουσες ΓΔΟΥ με βάση τα εξής κριτήρια:

α) παροχή από το πιστωτικό ίδρυμα, της δυνατότητας στο Φορέα, να κάνει χρήση χρεωστικής ή πιστωτικής ή προπληρωμένης κάρτας,

β) να διενεργεί συναλλαγές εξ αποστάσεως μέσω δικτυακών ηλεκτρονικών εφαρμογών.

Δε νοείται διευκόλυνση συναλλαγών για τις περιπτώσεις που η ίδια δυνατότητα παρέχεται από τα συστήματα της Τράπεζας της Ελλάδος.

  1. Οι Φορείς μεριμνούν για τον περιορισμό του πλήθους των λογαριασμών που διατηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο που απαιτείται για την ομαλή διενέργεια των συναλλαγών τους. Επίσης άμεσα θα πρέπει να προβούν στο κλείσιμο των αδρανών τραπεζικών λογαριασμών, των λογαριασμών με ιδιαίτερα χαμηλά ή μηδενικά υπόλοιπα, καθώς και λογαριασμών των οποίων έχει παύσει ο σκοπός για τον οποίο συστάθηκαν και να μεταφέρουν τα υπόλοιπα τους στον λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 4

Υποχρεωτικές συναλλαγές των φορέων μέσω του λογαριασμού Ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος

  1. Από 01/03/2019 και εφεξής, οι επιχορηγήσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού καταβάλλονται υποχρεωτικά σε πίστωση του λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης που τηρούν οι Φορείς στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αιτήματα για τη καταβολή επιχορηγήσεων σε λογαριασμούς των Φορέων σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ δεν θα γίνονται δεκτά από την αρμόδια ΓΔΟΥ και το ΓΛΚ. Τα ποσά των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων που κατανέμονται, βάσει των σχετικών αποφάσεων του Υπουργείου Εσωτερικών, στους OTA Α΄ και Β΄ Βαθμού, αποδίδονται υποχρεωτικά από την ως άνω ημερομηνία, με μεταφορά από το λογαριασμό του Υπουργείου Εσωτερικών που τηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε λογαριασμό της ταμειακής διαχείρισης που τηρούν οι εν λόγω Φορείς στην Τράπεζα της Ελλάδος.
  2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του Φορέα και τη σύμφωνη γνώμη της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ και του ΓΛΚ, δύναται να εξαιρεθεί ο Φορέας από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 5

Ειδική δικτυακή εφαρμογή στην Τράπεζας της Ελλάδος

  1. Για την ασφαλή και αποτελεσματική μεταφορά κεφαλαίων από το λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης που τηρούν οι Φορείς στην Τράπεζα της Ελλάδος προς λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης που τηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα, ή προς λογαριασμούς τρίτων, η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει ειδική προς τούτο διαδικτυακή εφαρμογή με τη χρήση της διατραπεζικής υποδομής της ΔΙΑΣ Α.Ε., στην οποία οι Φορείς εντάσσονται σταδιακά, με την καθοδήγηση της αρμόδιας ΓΔΟΥ και του ΓΛΚ.
  2. Για τους σκοπούς της παρ. 1. του παρόντος άρθρου, οι Φορείς υποβάλουν προς την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικό τυποποιημένο έντυπο αίτημα προσχώρησης, βάσει του οποίου δρομολογείται η πρόσβαση τους στη διαδικτυακή εφαρμογή. Για την προσχώρηση αυτή, οι Φορείς προσκομίζουν τα προκαθορισμένα νομιμοποιητικά τους έγγραφα, εξουσιοδοτώντας την Τράπεζα της Ελλάδος για την κάλυψη του ανά συναλλαγή κόστους, όπως αυτό διαμορφώνεται από την ενιαία τιμολογιακή πολιτική της ΔΙΑΣ Α.Ε.
  3. Στον κατάλογο των εγγράφων του Φορέα περιλαμβάνεται και η εξουσιοδότηση του, με τον ορισμό των χρηστών και των αντίστοιχων επιπέδων πρόσβασης στη διαδικασία εισαγωγής και καταχώρησης συναλλαγών.
  4. Για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών, η πρόσβαση και ο έλεγχος της ταυτότητας του φορέα-χρήστη (Two-Factor Authentication) μπορεί να παρέχεται στους εξουσιοδοτημένους χρήστες του Φορέα, με τη χρήση κινητού τηλεφώνου τύπου «Smart Phone» και σάρωσης τύπου «QR Code», ή τύπου «Yu Bi Key».
  5. Για τη διευκόλυνση της παρακολούθησης των συναλλαγών και του ελέγχου τους, παράγονται αναφορές ανά συναλλαγή από τη νέα διαδικτυακή εφαρμογή (με τη μορφή αρχείων pdf), οι οποίες δύνανται να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά χρέωσης των λογαριασμών των Φορέων προκειμένου να συσχετιστούν με το αντίγραφο κίνησης λογαριασμού που εκδίδεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 6

Παρακολούθηση τραπεζικών λογαριασμών στα Πιστωτικά Ιδρύματα

  1. Η Διεύθυνση Λογαριασμών και Ταμειακού Προγραμματισμού του ΓΛΚ παρακολουθεί τουλάχιστον σε μηνιαία βάση τις κινήσεις και τα υπόλοιπα των λογαριασμών των Φορέων που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, καθώς και στην ταμειακή διαχείριση και στο κοινό κεφάλαιο στην Τράπεζα της Ελλάδος και τηρεί μητρώο των ανωτέρω λογαριασμών.
  2. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, υποχρεούνται να αποστέλλουν τα σχετικά στοιχεία στο ΓΛΚ σύμφωνα με τις οδηγίες του. Η αποστολή των στοιχείων των τραπεζικών λογαριασμών των Φορέων διενεργείται με κάθε πρόσφορο τρόπο που υποδεικνύεται από το ΓΛΚ προς τα πιστωτικά ιδρύματα.
  3. Από την αρμόδια Διεύθυνση Λογαριασμών και Ταμειακού Προγραμματισμού του ΓΛΚ ενημερώνονται με τα στοιχεία της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών, κατά το μέρος των αρμοδιοτήτων τους, ο προϊστάμενος της ΓΔΟΥ, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται η εποπτεία των Φορέων, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και η Γενική Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Αναφορών.

Άρθρο 7

Ταμειακός προγραμματισμός Φορέων -Διαδικασία υποβολής στοιχείων στην εποπτεύουσα ΓΔΟΥ

  1. Το ΓΛΚ καταρτίζει και διαχειρίζεται για λογαριασμό του Υπουργού Οικονομικών ενιαίο ταμειακό πρόγραμμα με σκοπό την παρακολούθηση της συνολικής ρευστότητας των Φορέων, την αποτελεσματική διαχείριση των πλεονασμάτων τους και τη διασφάλιση της ομαλής διενέργειας των πληρωμών τους. Το ενιαίο ταμειακό πρόγραμμα προκύπτει μέσω του ταμειακού προγραμματισμού που υποχρεωτικά διενεργούν οι Φορείς βάσει των σχετικών διατάξεων της παρούσας και των οδηγιών του ΓΛΚ και της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ.
  2. Ο ταμειακός προγραμματισμός καθίσταται υποχρεωτικός για όλους τους Φορείς, καλύπτει τον ετήσιο εγκεκριμένο προϋπολογισμό τους και αναλύεται σε μηνιαία και ημερήσια βάση. Σε ημερήσια βάση ο ταμειακός προγραμματισμός καλύπτει περίοδο τουλάχιστον ενενήντα ημερών.
  3. Ο ετήσιος ταμειακός προγραμματισμός σε μηνιαία βάση υποβάλλεται από τον Φορέα στη ΓΔΟΥ το αργότερο μέχρι 15 Δεκεμβρίου του προηγούμενου οικονομικού έτους. Η ΓΔΟΥ αξιολογεί και εγκρίνει τον ετήσιο ταμειακό προγραμματισμό των Φορέων βάσει των κριτηρίων του άρθρου 9. Σε περίπτωση μη έγκρισης του ταμειακού προγραμματισμού, η ΓΔΟΥ ενημερώνει τον Φορέα, ο οποίος υποχρεούται να υποβάλει εκ νέου τον ταμειακό προγραμματισμό προς έγκριση εντός δύο εργάσιμων ημερών, βάσει των οδηγιών της ΓΔΟΥ. Η διαδικασία έγκρισης του ετήσιου ταμειακού προγραμματισμού των Φορέων πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου αναφοράς. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας με υπαιτιότητα του Φορέα, η ΓΔΟΥ ενημερώνει το ΓΛΚ, το οποίο δύναται να ενεργοποιήσει τις από τον νόμο προβλεπόμενες κυρώσεις.
  4. Ο ετήσιος ταμειακός προγραμματισμός σε μηνιαία βάση είναι κυλιόμενος στη βάση του ετήσιου εγκεκριμένου προϋπολογισμού του Φορέα και αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με τα απολογιστικά στοιχεία του μήνα. Οι Φορείς υποχρεούνται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από το τέλος κάθε μήνα, να υποβάλλουν στη ΓΔΟΥ τον ταμειακό προγραμματισμό ενημερωμένο α) με τα απολογιστικά στοιχεία του προηγούμενου μήνα και β) με τις προβλέψεις για τον υπολειπόμενο χρονικό διάστημα του έτους στη βάση του προϋπολογισμού τους.
  5. Ο ταμειακός προγραμματισμός σε ημερήσια βάση καλύπτει περίοδο ενενήντα ημερών και υποβάλλεται στη ΓΔΟΥ του εποπτεύοντος Υπουργείου αρχικά μαζί με τον ετήσιο προγραμματισμό. Είναι κυλιόμενος στη βάση του μηνιαίου προγραμματισμού και αναπροσαρμόζεται με τα απολογιστικά στοιχεία ανά δεκαπενθήμερο. Οι Φορείς δύνανται να αναθεωρούν τον ταμειακό τους προγραμματισμό σε τακτικότερη βάση εφ’ όσον υπάρχουν ουσιώδεις μεταβολές στις προβλέψεις τους αναφορικά με τις εκτιμώμενες εισπράξεις τους ή τις εκτιμώμενες πληρωμές τους. Στην περίπτωση αυτή οι Φορείς υποχρεούνται σε ενημέρωση της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ και του ΓΛΚ.
  6. Κατά την αρχική υποβολή του ετήσιου ταμειακού προγραμματισμού και εφόσον δεν έχει εγκριθεί ο προϋπολογισμός του Φορέα, ο ταμειακός προγραμματισμός συντάσσεται βάσει του συνοπτικού προϋπολογισμού του φορέα, τα στοιχεία του οποίου έχουν ενσωματωθεί στο σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Αμέσως μετά την έγκριση του προϋπολογισμού υποβάλλεται εκ νέου με βάση τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό.
  7. Σε περίπτωση άμεσων αναγκών οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί, οι Φορείς δύνανται να πραγματοποιούν πληρωμές σε υπέρβαση του εγκεκριμένου ταμειακού τους προγραμματισμού χωρίς να υποχρεούνται σε επανυποβολή αυτού στη ΓΔΟΥ, υπό την αίρεση των διαλαμβανομένων στο άρθρο 13. Εάν οι πληρωμές αυτές επηρεάζουν το πραγματικό ή εκτιμώμενο ύψος των διαθεσίμων που οι Φορείς τηρούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι Φορείς υποχρεούνται, άμεσα και πριν την πραγματοποίηση των πληρωμών να ενημερώσουν την εποπτεύουσα ΓΔΟΥ και το ΓΛΚ.
  8. Ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του Φορέα και τη σύμφωνη γνώμη της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ και του ΓΛΚ, δύνανται να εξαιρεθούν Φορείς από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού στην εποπτεύουσα ΓΔΟΥ.

Άρθρο 8

Πίνακες ταμειακού προγραμματισμού

  1. Οι πίνακες του ταμειακού προγραμματισμού καταρτίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδονται κάθε φορά από το ΓΛΚ.
  2. Οι πίνακες του ετήσιου ταμειακού προγραμματισμού σε μηνιαία βάση καθώς και οι πίνακες του μηνιαίου ταμειακού προγραμματισμού σε ημερήσια βάση έχουν ακριβώς την ίδια δομή τόσο για τα στοιχεία των προβλέψεων όσο και τα απολογιστικά στοιχεία.

Άρθρο 9

Κριτήρια αξιολόγησης ταμειακού προγραμματισμού Φορέων

  1. Οι ΓΔΟΥ αξιολογούν τον ταμειακό προγραμματισμό των Φορέων αρμοδιότητας τους βάσει των κάτωθι κριτηρίων:

α) Έχει συνταχθεί με βάση τον ετήσιο εγκεκριμένο προϋπολογισμό του Φορέα. Σε περίπτωση μη ύπαρξης εγκεκριμένου προϋπολογισμού, ο ταμειακός προγραμματισμός έχει συνταχθεί με βάση τον συνοπτικό προϋπολογισμό του φορέα, τα στοιχεία του οποίου έχουν ενσωματωθεί στο σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού.

β) Είναι σύμφωνος με τον μηνιαίο προγραμματισμό για την καταβολή των μεταβιβάσεων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

γ) Είναι αντικειμενικός αναφορικά με το εκτιμώμενο ύψος εισπράξεων και πληρωμών του Φορέα στη βάση του εγκεκριμένου προϋπολογισμού του.

δ) Τα απολογιστικά στοιχεία των εισπράξεων και πληρωμών δεν αποκλίνουν σημαντικά από τα στοιχεία των προβλέψεων.

Άρθρο 10

Υποβολή στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού στο ΓΛΚ

  1. Οι ΓΔΟΥ υποβάλλουν στο ΓΛΚ ενοποιημένους τους πίνακες ταμειακού προγραμματισμού για το σύνολο των φορέων αρμοδιότητας τους. Οι ενοποιημένοι πίνακες καταρτίζονται από τις ΓΔΟΥ βάσει των εγκεκριμένων ταμειακών προβλέψεων και των απολογιστικών στοιχείων των Φορέων.
  2. Αρχικά οι ενοποιημένοι πίνακες τόσο του ετήσιου σε μηνιαία βάση όσο και του μηνιαίου σε ημερήσια βάση ταμειακού προγραμματισμού των Φορέων υποβάλλονται από τις ΓΔΟΥ στο ΓΛΚ το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη του έτους αναφοράς.
  3. Κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς οι ενοποιημένοι πίνακες ενημερωμένοι με τα απολογιστικά στοιχεία και με αναθεωρημένες τις προβλέψεις για το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα αναφοράς, υποβάλλονται στο ΓΛΚ το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες μετά το πέρας κάθε μήνα.
  4. Ειδικότερα, τα στοιχεία των προβλέψεων του μηνιαίου σε ημερήσια βάση ταμειακού προγραμματισμού

υποβάλλονται στο ΓΛΚ επικαιροποιημένα κάθε φορά που συντρέχουν οι λόγοι της παραγράφου 7 του άρθρου 7.

  1. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση μη έγκαιρης ολοκλήρωσης της διαδικασίας έγκρισης του ταμειακού προγραμματισμού κάποιου Φορέα από τη ΓΔΟΥ, οι ενοποιημένοι πίνακες καταρτίζονται χρησιμοποιώντας τα μη εγκεκριμένα στοιχεία ταμειακών προβλέψεων για τον συγκεκριμένο φορέα και υποβάλλονται στο ΓΛΚ. Στην περίπτωση αυτή, η ΓΔΟΥ ενημερώνει το ΓΛΚ αναφορικά με τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης του ταμειακού προγραμματισμού των Φορέων αρμοδιότητας της και επανυποβάλλει αναθεωρημένους ενοποιημένους πίνακες ταμειακών προβλέψεων όταν η διαδικασία ολοκληρωθεί.
  2. Εφόσον ζητηθεί από το ΓΛΚ, οι ΓΔΟΥ είναι υποχρεωμένες να στείλουν τους πίνακες του ταμειακού προγραμματισμού για κάθε Φορέα αρμοδιότητος τους ξεχωριστά.
  3. Οι Ανεξάρτητες Αρχές οι οποίες δεν εποπτεύονται από ΓΔΟΥ υποβάλλουν απευθείας στο ΓΛΚ τους πίνακες ταμειακού προγραμματισμού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
  4. Οι πίνακες του ταμειακού προγραμματισμού καθορίζονται με οδηγίες του ΓΛΚ.

Άρθρο 11

Υποχρέωση υποβολής στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού στην εποπτεύουσα ΓΔΟΥ και το ΓΛΚ

Υποχρέωση υποβολής στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού στην εποπτεύουσα ΓΔΟΥ και το ΓΛΚ έχουν οι Φορείς των οποίων το ύψος του προϋπολογισμού δαπανών, κατά το προηγούμενο του έτους αναφοράς έτος, υπερβαίνει το ποσό των τριάντα εκατομμυρίων ευρώ.

Άρθρο 12

Όρια ρευστότητας σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ

  1. Η αναγκαία ρευστότητα που οι Φορείς διατηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ για τη διευκόλυνση των συναλλαγών τους, σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας, προκύπτει από τον ταμειακό προγραμματισμό του Φορέα όπως αυτός αποτυπώνεται στους πίνακες ταμειακού προγραμματισμού.
  2. Οι Φορείς που εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας, παρακολουθούνται και ελέγχονται ως προς την αναγκαία ρευστότητα με βάση τα απολογιστικά μηνιαία ταμειακά στοιχεία και τα στοιχεία της κίνησης των τραπεζικών τους λογαριασμών.
  3. Το μέγιστο όριο ρευστότητας που οι Φορείς επιτρέπεται να διατηρούν σε λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ υπολογίζεται σε καθημερινή βάση και ισούται με τις εκτιμώμενες καθαρές ταμειακές ανάγκες του Φορέα (εισπράξεις μείον πληρωμές) για το επόμενο δεκαπενθήμερο. Το δεκαπενθήμερο νοείται σε ημερολογιακούς όρους.
  4. Είναι δυνατή η εξαίρεση λογαριασμών που τηρούν οι Φορείς σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός ΕΛΘ από τον υπολογισμό του μέγιστου ορίου ρευστότητας σε περιπτώσεις ύπαρξης σχετικών συμβατικών υποχρεώσεων των Φορέων Η εξαίρεση χορηγείται από το ΓΛΚ κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του Φορέα μέσω της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ.
  5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να εξαιρούνται λογαριασμοί που τηρούν οι Φορείς σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός ΕΛΘ, από τον υπολογισμό του μέγιστου ορίου ρευστότητας, σε περιπτώσεις έκτακτου και εξαιρετικού χαρακτήρα που σχετίζονται με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
  6. Για τον υπολογισμό του μέγιστου ορίου ρευστότητας του Φορέα δεν περιλαμβάνονται στις εισπράξεις και τις πληρωμές, αυτές που σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα απόφαση, υποχρεωτικά διενεργούνται από τον λογαριασμό της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος.
  7. Εάν το αποτέλεσμα των συναλλαγών που διενεργούνται μέσω των λογαριασμών της ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ (εισπράξεις μείον πληρωμές) για το διάστημα αναφοράς διαμορφώνεται θετικό, αποτελεί πλεόνασμα ρευστότητας και μεταφέρεται στον λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Εάν το αποτέλεσμα των συναλλαγών που διενεργούνται μέσω των λογαριασμών της ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ (εισπράξεις μείον πληρωμές) για το διάστημα αναφοράς διαμορφώνεται αρνητικό, αποτελεί έλλειμμα ρευστότητας και καλύπτεται με τη μεταφορά χρημάτων από τον λογαριασμό της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος.
  8. Εναλλακτικά, το μέγιστο όριο ρευστότητας του Φορέα δύναται να οριστεί σε σταθερό ύψος κατόπιν σχετικής πρότασης του Φορέα και συμφωνίας της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ και του ΓΛΚ.

Δύναται δε να αναθεωρείται εάν και εφ’ όσον αυτό κριθεί αναγκαίο από τη ΓΔΟΥ ή από το ΓΛΚ. Ο ορισμός του μέγιστου ορίου ρευστότητας του Φορέα σε σταθερό ύψος δεν απαλλάσσει τον Φορέα από την υποχρέωση κατάρτισης και υποβολής πινάκων ταμειακών προβλέψεων και πινάκων απολογιστικών στοιχείων.

  1. Με απόφαση του ίδιου του Φορέα δύναται να οριστεί ο λογαριασμός ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ ως λογαριασμός μηδενικού υπολοίπου υπό την έννοια ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μεταφέρεται στο τέλος της ημέρας στον λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 13

Παρακολούθηση και έλεγχος συμμόρφωσης της ρευστότητας του λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του ΣΛΘ

  1. Σε περίπτωση που από τα στοιχεία του Φορέα προκύπτει συστηματική υπέρβαση του μέγιστου ορίου ρευστότητας, η ΓΔΟΥ ενημερώνει σχετικά το ΓΛΚ και παρέχει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν στον συγκεκριμένο Φορέα. Το ΓΛΚ καταρτίζει χρονοδιάγραμμα μεταφοράς πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων του Φορέα στην Ταμειακή Διαχείριση στην Τράπεζα της

Ελλάδος, το οποίο αποστέλλεται στον Φορέα και κοινοποιείται στη ΓΔΟΥ. Ο Φορέας υποχρεούται να προβεί στις απαραίτητες κινήσεις για τη συμμόρφωση του με το εν λόγω χρονοδιάγραμμα.

  1. Ο Φορέας μέσω της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ δύνανται να υποβάλλει στο ΓΛΚ αιτιολογημένες αντιρρήσεις και να προτείνει εναλλακτικό χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης το οποίο εγκρίνεται ή απορρίπτεται από το ΓΛΚ.
  2. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Φορέα με το αρχικό ή το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα μεταφοράς πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων, το ΓΛΚ δύναται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69Α του ν. 4270/2014.

Άρθρο 14

Υποχρέωση έγκαιρης προειδοποίησης

Οι Φορείς υποχρεούνται σε έγκαιρη προειδοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΓΛΚ και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) σε περίπτωση απόληψης από την Ταμειακή Διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή το Κοινό Κεφάλαιο ποσού υψηλότερου των δέκα εκατομμυρίων ευρώ. Η προειδοποίηση πρέπει να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία απόληψης. Η υποχρέωση έγκαιρης προειδοποίησης δεν ισχύει για τις απολήψεις των Φορέων από την Ταμειακή Διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή από το Κοινό Κεφάλαιο οι οποίες έχουν ήδη συμπεριληφθεί στον ταμειακό προγραμματισμό και έχουν αποσταλεί στην εποπτεύουσα ΓΔΟΥ και το ΓΛΚ.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος – Πιλοτική εφαρμογή

  1. Οι διατάξεις που προβλέπουν την υποβολή των πινάκων με τα στοιχεία του ταμειακού προγραμματισμού στην εποπτεύουσα ΓΔΟΥ και το ΓΛΚ ισχύουν πιλοτικά μόνο για τους Φορείς που αναφέρονται στο Παράρτημα της παρούσας. Κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του ταμειακού προγραμματισμού, οι ημερομηνίες πρώτης υποβολής των εν λόγω πινάκων καθορίζονται με οδηγίες του ΓΛΚ».

Η ως άνω Υπουργική Απόφαση, κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της του ΟΤΑ, θίγει ευθέως τους Δήμους καθ’ όσον, με αυτήν προβλέπονται:

Εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την δημοσίευση αυτής (από 24-01- 2019) η υποχρέωση ανοίγματος λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. (άρθρο 1 παρ. 1).

Η υποχρεωτική μεταφορά των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων (όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 11 της ΥΑ) στο λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης της Τράπεζας της Ελλάδος. (άρθρο 1 παρ. 3)

Η υποχρέωση των Φορέων όπως προβαίνουν σε συναλλαγές μέσω του ανωτέρω λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. (άρθρο 4)

Την υποχρεωτική απόδοση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων που κατανέμονται, βάσει των σχετικών αποφάσεων του Υπουργείου Εσωτερικών, στους ΟΤΑ Α’και Β’ Βαθμού, από την ως άνω ημερομηνία, με μεταφορά από το λογαριασμό του Υπουργείου Εσωτερικών, που τηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στους λογαριασμούς της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. (άρθρο 4 παρ. 1)

Η ορθή χρήση του όρου «διευκόλυνση των συναλλαγών», ελέγχεται και αξιολογείται από το ΓΛΚ και τις εποπτεύουσες ΓΔΟΥ με βάση κριτήρια, που περιορίζουν δυσανάλογα – και στην πράξη αποκλείουν – την τήρηση λογαριασμών σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα πλην της ΤτΕ (άρθρο 3 παρ. 1).

Την παρακολούθηση από την Διεύθυνση Λογαριασμών και Ταμειακού Προγραμματισμού του ΓΛΚ, τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, των κινήσεων και των υπολοίπων των λογαριασμών των δήμων, που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, και στην Τράπεζα της Ελλάδος. (άρθρο 5)

Την έγκριση ετήσιου ταμειακού προγραμματισμού των ΟΤΑ  από την ΓΔΟΥ του Υπουργείου Εσωτερικών, μετά την πιλοτική εφαρμογή του άρθρου 15 της ΥΑ (άρθρο 7 παρ. 3).

Την προσαρμογή του ετήσιου ταμειακού προγραμματισμού των ΟΤΑ  στον προγραμματισμό των καταβολών των μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό (άρθρο 9 παρ. 1 β’)

Την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69Α του ν. 4270/2014, και αναφέρθηκαν ανωτέρω, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ΟΤΑ με το αρχικό ή το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα μεταφοράς πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων. (άρθρο 13)

Την υποχρέωση των δήμων για έγκαιρη προειδοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΓΛΚ και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), σε περίπτωση απόληψης από την Ταμειακή Διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος ποσού υψηλότερου των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 14).

Από τα ανωτέρω -σε συνδυασμό με τους κατ’ ιδίαν λόγους ακυρώσεως που έπονται- συνάγεται ότι οι Δήμοι θίγονται κατά την διοικητική και οικονομική τους λειτουργία, και προσβάλλεται ο πυρήνας της διοικητικής και οικονομικής τους αυτοτέλειας από το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως. Ως εκ τούτου, έχουν άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον προς προσβολή της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τους Δήμους της χώρας. 

Γ. Λόγοι Ακυρώσεως

1ος Λόγος Ακυρώσεως: Οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018, και της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που υποχρεώνουν τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να μεταφέρουν τα πλεονάζοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ), με την απειλή κυρώσεων, αντίκεινται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ (άρθρο 102 παρ. 2, 4 και 5 Συντ.).

  1. Οι συνταγματικές διατάξεις

Στο άρθρο 102 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους.

  1. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. (…).

Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους. Ο έλεγχος νομιμότητας ασκείται, όπως νόμος ορίζει. Πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις που συνεπάγονται αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία, επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος ορίζει.

Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το Κράτος. Κάθε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τον καθορισμό και την είσπραξη τοπικών εσόδων απευθείας από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης».

  1. Η νομολογιακή κατοχύρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ

Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού ως θεσμός και ως οργανωτικό σχήμα της δημόσιας διοίκησης.

Με το εν λόγω άρθρο 102 δεν καθιερώνεται μεν αυτονομία υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.), δηλαδή εξουσία αυτοτελούς θεσπίσεως κανόνων δικαίου, διασφαλίζεται όμως η αυτοδιοίκηση αυτών, δηλαδή εξουσία να αποφασίζουν επί των τοπικών υποθέσεων (ή επί των κρατικών υποθέσεων που κατ’ εξαίρεση έχουν ανατεθεί σε αυτούς από το νόμο) δι’ ιδίων οργάνων, εντός των πλαισίων των κανόνων που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους και θεσπίζονται από τον τυπικό νόμο ή την κατ’ εξουσιοδότηση τούτου κανονιστικώς δρώσα διοίκηση (ΣτΕ 1871/2017, 1067/2016, 4077, 389/2009, Ολομ. 1809/1983).

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος, όχι μόνον επιφυλάσσεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, αλλά επιπροσθέτως επιβάλλεται η λήψη μέτρων για την εξασφάλιση της οικονομικής τους αυτοτέλειας και των αναγκαίων πόρων για την εκπλήρωση της αποστολής τους και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους κατά τρόπο ώστε να παρέχουν καλύτερη και αποτελεσματικότερη ποιότητα υπηρεσιών προς τους δημότες τους (ΣτΕ 1104/2017, πρβλ. ΣτΕ 1181/2014 Ολομ.). Στο πλαίσιο δε, της υποχρέωσης του Κράτους να εξασφαλίζει την οικονομική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α. , προβλέπεται ότι σε περίπτωση μεταφοράς αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς Ο.Τ.Α. απαιτείται συγχρόνως με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων να μεταφέρονται και οι αντίστοιχοι πόροι που είναι αναγκαίοι για την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, η σχετική δε αξίωση είναι αγώγιμη. Τουτέστιν, για την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του κράτους προς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, απαιτείται συγχρόνως με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων να μεταφέρονται και οι αντίστοιχοι πόροι που είναι αναγκαίοι για την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Σε περίπτωση δε μη εκπληρώσεως της εν λόγω προϋποθέσεως η κατ’ εξουσιοδότηση νόμου εκδιδόμενη κανονιστική διοικητική πράξη περί μεταφοράς συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων από το Κράτος προς τους Ο.Τ.Α. είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα  (βλ. ΣτΕ 1717/2014, ΣτΕ 2599/2011, 506/2010 επταμ., 389/2009).

  1. Η θωράκιση της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

Ειδικώς σχετικά με την αρχή της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ (άρθρο 102§2), επισημαίνεται ότι καθιερώθηκε για πρώτη φορά ρητά κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ως αναγκαίο συμπλήρωμα της διοικητικής αυτοτέλειάς τους. Η οικονομική αυτοτέλεια αποτελεί conditio sine qua non της θεσμικής υπόστασης της αυτοδιοίκησης, πεμπτουσία της οποίας είναι «η εξουσία των ΟΤΑ να αποφασίζουν αποκλειστικά με δικά τους όργανα για τις τοπικές υποθέσεις» (ΣτΕ 1397/1995). Αποτελεί δε, και λυδία λίθο του σεβασμού της λαϊκής εντολής και της δημοκρατικής νομιμοποίησης της οποίας απολαύουν τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Τούτο διότι η οικονομική εξάρτηση από την κεντρική εξουσία καθυποτάσσει την πολιτική βούληση των αιρετών εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης σ’ αυτήν των κρατικών οργάνων, αναιρώντας έτσι κατ’ αποτέλεσμα τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη να αποτελέσει η αυτοδιοίκηση θεμελιώδη θεσμό πολιτικής συμμετοχής στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, χειραφετημένο από το Κράτος και ταυτόχρονα ένα διοικητικό φορέα άσκησης αποφασιστικών αρμοδιοτήτων επί των τοπικών υποθέσεων , υποκείμενο μόνο σε έλεγχο νομιμότητας  από κρατικά όργανα.

Η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη να προσδώσει πλήρη κανονιστική δύναμη στη νέα θεσμική εγγύηση της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ ήταν σαφής (ΣτΕ 2599/2011). Κατά την χαρακτηριστική διατύπωση του Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας ενώπιον της αναθεωρητικής Βουλής, που αποτυπώνει κατά τεκμήριο την βούληση του ιστορικού νομοθέτη: «Η ισχύουσα τελευταία παράγραφος του ά. 102 (…) ερμηνεύθηκε (…) ως κατευθυντήρια διάταξη. Αλλάζει η νομική φύση της διάταξης αυτής (ενν. με την Αναθεώρηση) γιατί καθορίζεται με πολύ πιο επιτακτικό τρόπο η υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει όλα τα αναγκαία κανονιστικά, νομοθετικά, διοικητικά, και δημοσιονομικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ» (Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΛΘ’, 24/10/2000, σ. 1410).

  1. Η εμβέλεια της συνταγματικής προστασίας

Επομένως, ουσιώδη στοιχεία της ρύθμισης του Συντάγματος, όπως διαμορφώνονται μετά την αναθεώρηση του 2001, τα οποία αφορούν στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι: α) η ρητή καθιέρωση τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ των Ο.Τ.Α. για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, β) ο καθορισμός από τον νόμο του εύρους των τοπικών υποθέσεων, των κατηγοριών τοπικών υποθέσεων και της κατανομής τους στους επιμέρους βαθμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) η θέσπιση διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας υπέρ των Ο.Τ.Α., δ) η δυνατότητα ανάθεσης με νόμο στους οργανισμούς αυτούς αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του κράτους, ε) η εκλογή των αρχών των Ο.Τ.Α., σε όλες τις βαθμίδες τους, με καθολική και μυστική ψηφοφορία, στ) η δυνατότητα ίδρυσης, με νόμο, για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών ή την άσκηση αρμοδιοτήτων των Ο.Τ.Α., αναγκαστικών ή εκούσιων συνδέσμων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που διοικούνται από αιρετά όργανα, ζ) η άσκηση από το κράτος εποπτείας επί των Ο.Τ.Α., η οποία συνίσταται αποκλειστικούς σε έλεγχο νομιμότητας, και η) η θέσπιση της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα, για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των αναγκαίων πόρων προς εκπλήρωση της αποστολής των Ο.Τ.Α.. Τα ανωτέρω αποτελούν και τα συνταγματικά όρια ως προς την παρέμβαση του κοινού νομοθέτη.

  1. Η διοικητική αυτοτέλεια ειδικότερα

Η διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ έναντι της κρατικής διοίκησης περιλαμβάνει την κατοχύρωση του διοικητικού τους έργου, δηλαδή την εξουσία των ΟΤΑ να αποφασίζουν αποκλειστικούς επί των τοπικών υποθέσεων αρμοδιότητάς τους, με δικά τους όργανα, εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους, καθώς και την κατοχύρωση των διοικούντων οργάνων τους (ΣτΕ 4077-4080/2009). Κατά τα ανωτέρω, οι ΟΤΑ έχουν τεκμήριο αρμοδιότητας επί των τοπικών υποθέσεων, το οποίο θεμελιώνεται απευθείας στο Σύνταγμα, και αυτοτέλεια των τοπικών αρχών τους, οι οποίες εποπτεύονται από την κεντρική διοίκηση μόνο ως προς τη νομιμότητα των πράξεων ή παραλείψεών τους και όχι ως προς τη σκοπιμότητά τους.

Η διοικητική αυτοτέλεια έγκειται ειδικότερα, στον τυπικό χωρισμό του διοικητικού προσωπικού του αυτοδιοικούμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης από το προσωπικό των άμεσων κρατικών υπηρεσιών και αφετέρου, στην ανεξαρτησία έναντι των υπηρεσιών αυτών κατά τον ορισμό των προσώπων που διοικούν τον αυτοδιοικούμενο οργανισμό και την διεξαγωγή του διοικητικού έργου. Στην διοικητική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ερείδεται η εκλογή ή ο αυτοκαθορισμός (δηλαδή ο μη κρατικός καθορισμός) των φορέων των οργάνων, ο τυπικός χωρισμός του προσωπικού των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από το προσωπικό των κρατικών υπηρεσιών, καθώς και ο αυτοκαθορισμός του τρόπου εργασίας και των προτεραιοτήτων κατά την επιδίωξη των σκοπών τους

  1. Η οικονομική αυτοτέλεια: α) υπό οργανική και λειτουργική έννοια, και β) υπό περιουσιακή και δημοσιονομική έννοια

Περαιτέρω, η οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ προσδιορίζεται κατ’ αρχάς τόσο υπό λειτουργική όσο και υπό οργανική άποψη. Η οργανική οικονομική αυτοτέλεια έχει την έννοια ότι οι ΟΤΑ έχουν ίδια αποφασιστικά όργανα επί των οικονομικών τοπικών υποθέσεων.

Η οικονομική αυτοτέλεια διακρίνεται, ακόμη, στην περιουσιακή αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπό την έννοια αφενός, ότι μπορεί να έχουν τη δική τους περιουσία και τα δικά τους έσοδα και στην δημοσιονομική αυτοτέλεια, δηλαδή, στο ότι οι ίδιοι έχουν τη δυνατότητα να τα διαχειρίζονται και να τα διαθέτουν κατά τη δική τους κρίση, να καταρτίζουν τον προϋπολογισμό και απολογισμό τους, και να ασκούν αυτοτελώς την δική τους δημοσιονομική διαχείριση . Απόρροια της δημοσιονομικής αυτοτέλειας, είναι το γεγονός ότι η περιουσία και τα έσοδα του αυτοδιοικούμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης διατίθενται αποκλειστικά για το συγκεκριμένο σκοπό, για τον οποίο έχουν προβλεφθεί, ο οποίος κατατείνει στην αποτελεσματική διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Έτσι, είναι ανεπίτρεπτη εκείνη, η μεταφορά κεφαλαίων, που δεν εξυπηρετεί τον συγκεκριμένο σκοπό, για τον οποίο έχουν διατεθεί στον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ στο πλαίσιο αυτής, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, μπορούν να διαχειρίζονται και να διαθέτουν τα κεφάλαιά τους, με γνώμονα την εκπλήρωση της κατά το άρθρ. 102 του Συντάγματος αποστολής τους, η οποία είναι η σύμφωνη με τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας, διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Διαχείριση και διάθεση των κεφαλαίων τους, οι οποίες δεν εξυπηρετούν τον ανωτέρω σκοπό, είναι μη επιτρεπτές.

  1. Ο περιορισμός του κρατικού ελέγχου επί των ΟΤΑ

Τέλος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, η οποία συνίσταται, όπως ειπώθηκε, αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας, αποκλειομένης της δυνατότητας άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας επί των πράξεων και αποφάσεων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο ανωτέρω περιορισμός της εποπτείας που ασκεί το Κράτος σε έλεγχο νομιμότητας και ταυτόχρονα ο περιορισμός της κρατικής πειθαρχικής εξουσίας επί των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, αποσκοπεί στη διασφάλιση της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και της ελεύθερης δράσης τους.

  1. Οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 69Α παρ. 7 & 10 ν. 4270/2014, και της προσβαλλόμενης ΥΑ

Με τις διατάξεις του άρθρου 69Α παρ. 7, 10, 16 ν. 4270/2014, όπως αντικαταστάθηκαν δυνάμει του άρθρ. 80 του ν. 4549/2018,   προβλέφθηκε ότι : «7. Με την απόφαση της παραγράφου 6 ή με όμοιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λοιποί φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που υποχρεούνται να μεταφέρουν το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων τους σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό. Η μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων στον Ενιαίο Λογαριασμό πραγματοποιείται με την ανωτέρω απόφαση, με την οποία καθορίζονται επίσης ο τρόπος κίνησης των λογαριασμών, η λειτουργία της ταμειακής τους διαχείρισης, η λογιστική απεικόνιση των κινήσεών τους, η περαιτέρω διάρθρωσή τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Οι φορείς της Κεντρικής και της Γενικής Κυβέρνησης που έχουν υπαχθεί στις αποφάσεις των παραγράφων 6 και 7 λαμβάνουν πληροφόρηση σε καθημερινή βάση αναφορικά με το ύψος των τηρούμενων στον αντίστοιχο υπολογαριασμό ταμειακών διαθεσίμων τους. Οι αποφάσεις των παραγράφων 6 και 7 εκδίδονται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2021. (…) 10. Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε εν ισχύ «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, συμπεριλαμβανομένων και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, τηρούν υποχρεωτικά το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων στην ταμειακή τους διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω υποχρέωση δεν ισχύει για τα κεφάλαια που έχουν μεταφερθεί από τους ανωτέρω Φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επί των κεφαλαίων που έχουν ήδη μεταφερθεί ή θα μεταφερθούν στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης η΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Η διαχείριση των κεφαλαίων που τηρούνται στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Κοινό Κεφάλαιο, και τα οποία ανήκουν σε φορείς που δεν υπάγονται κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, διέπεται από τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Εξαίρεση από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου είναι δυνατή μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του Φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γ.Δ.Ο.Υ.». (…) «16. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του εκάστοτε εποπτεύοντος Υπουργού είναι δυνατή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φορέα της Γενικής Κυβέρνησης με τις διατάξεις των παραγράφων 10, 14 και 15, η καθαίρεση των μελών του Δ.Σ. του φορέα, των εκτελεστικών του οργάνων και του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών. Με την ίδια ή όμοια απόφαση δύναται να μειώνεται το ύψος της ετήσιας επιχορήγησης του φορέα από τον Τακτικό Προϋπολογισμό. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 18» (…) «18. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η οποία εκδίδεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, καθορίζονται η διαδικασία μεταφοράς των πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι κανόνες, η διαδικασία και η συχνότητα υποβολής στοιχείων ταμειακού προγραμματισμού από τους φορείς Γενικής Κυβέρνησης, η διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου της συμμόρφωσης των φορέων από τις εποπτεύουσες Γ.Δ.Ο.Υ. και το Γ.Λ.Κ., η μέθοδος προσδιορισμού του μεγίστου ορίου ρευστότητας και το ποσοστό υπέρβασης των ταμειακών αναγκών του φορέα πέραν του οποίου μπορούν να ενεργοποιηθούν οι κυρώσεις της παραγράφου 16, οι βασικές αρχές προσδιορισμού του ελαχίστου ύψους ρευστών διαθεσίμων του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου, η μέγιστη χρονική διάρκεια προσδιορισμού ειδικών ορίων, απολήψεων βάσει της παραγράφου 17 και κάθε άλλο ζήτημα που σχετίζεται με την εφαρμογή των παραγράφων 9 έως 17 του παρόντος άρθρου και την ομαλή λειτουργία του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 περί της υποχρέωσης υποβολής ταμειακού προγραμματισμού ισχύουν για φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, το ύψος του προϋπολογισμού δαπανών των οποίων υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο το οποίο προσδιορίζεται με την απόφαση της παρούσας παραγράφου»

Σε εκτέλεση των παραπάνω το άρθρο 1 παρ. 1, 3 & 4 της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών προβλέπει ότι «Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014, όπως ισχύει (εφεξής, Φορείς) ανοίγουν υποχρεωτικά λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας. Δεν απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες για τους Φορείς οι οποίοι τηρούν ήδη λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. (…) 3. Εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας, οι Φορείς μεταφέρουν τα πλεονάζοντα ταμειακά τους διαθέσιμα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 της παρούσας, από τους λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου (εφεξής ΣΛΘ) στον λογαριασμό τους ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. 4. Οι Φορείς δύνανται να υποβάλλουν, μέσω της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών (εφεξής ΓΔΟΥ), στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (εφεξής ΓΛΚ) αιτιολογημένη πρόταση με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μεταφοράς των πλεοναζόντων ταμειακών τους διαθεσίμων το οποίο εκτείνεται χρονικά πέραν της προθεσμίας της παραγράφου 3. Το ΓΛΚ, εφόσον εγκρίνει το χρονοδιάγραμμα μεταφοράς, παρακολουθεί τη συμμόρφωση του Φορέα με αυτό».

Περαιτέρω, με το άρθρο 13 παρ. 3 προβλέφθηκε ότι «Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Φορέα με το αρχικό ή το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα μεταφοράς πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων, το ΓΛΚ δύναται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69Α του ν. 4270/2014».

Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού υποχρεούνται αφενός, να μεταφέρουν το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων τους σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος και αφετέρου, μέχρι τούτο να καταστεί εφικτό με την έκδοση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης, να τηρούν το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων τους στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, υποχρέωση που υλοποιείται με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, με την απειλή κυρώσεων (: καθαίρεση μελών ΔΣ, μείωση επιχορήγησης). Η εν λόγω ταμειακή διαχείριση περιλαμβάνεται στο Σύστημα Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου, μέσω του οποίου ο Υπουργός Οικονομικών παρακολουθεί και προγραμματίζει με ενιαίο τρόπο τις ταμειακές ροές από και προς αυτόν αλλά και προσδιορίζει το ύψος των διαθεσίμων, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή διενέργεια των πληρωμών των συμμετεχόντων φορέων (παρ.9 άρθρου 69 Α ν 4270/2014).

Περαιτέρω, η διαχείριση των ανωτέρω κεφαλαίων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, ανατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία τα επενδύει σε συμβάσεις αγοράς ή πώλησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου με σύμφωνα επαναπώλησης/ επαναγοράς με αντισυμβαλλόμενο το Ελληνικό Δημόσιο. Παράλληλα, υποχρεούνται να μην υπερβαίνουν το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ρευστότητας, το οποίο τους επιτρέπεται να το διατηρούν, εκτός του ΣΛΘ, και το οποίο ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για το επόμενο δεκαπενθήμερο ή εναλλακτικά, μπορεί να ορίζεται σε ένα σταθερό ποσό, το οποίο αυτό συμφωνείται κατόπιν πρότασης του φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

  1. Παραβίαση της αρχής της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ

Οι θεσπιζόμενες, με τις προαναφερθείσες διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης και τις εξουσιοδοτικές αυτής διατάξεις, παρεμβάσεις για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, παραβιάζουν την συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική αυτοτέλειά τους και την αντίστοιχη υποχρέωση του Κράτους να την διασφαλίζει. Ειδικότερα, τόσο η υποχρεωτική τήρηση του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος (με την απειλή δρακόντειων κυρώσεων: καθαίρεση μελών ΔΣ, μείωση επιχορήγησης), όσο και η διαχείρισή τους από την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως αυτή προβλέπεται στις παραγράφους 9 και 10 της διάταξης του άρθρου 69 Α του ν. 4270/2014, αντιβαίνει προς την δημοσιονομική αυτοτέλεια, την οποία απολαύουν οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και η οποία συνίσταται στο δικαίωμά τους να διαχειρίζονται και να διαθέτουν κατά δική τους βούληση τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Εξάλλου, με τις νέες διατάξεις, όχι μόνο δεν προβλέπεται η τήρηση και διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως υποχρεωτικά θα έπρεπε, προκειμένου η εν λόγω ρύθμιση να θεωρείται συνάδουσα προς τις συνταγματικές ρυθμίσεις και αρχές που ιδρύονται από αυτές, αλλά επιπλέον δεν προβλέπεται ούτε καν η συμμετοχή του ΟΤΑ στην εν λόγω διαδικασία, την οποία, όφειλε να έχει, καθ’ όσον μόνο ο ίδιος είναι σε θέση να σταθμίσει και να αξιολογήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ανάγκες του. Με άλλα λόγια, ο εκάστοτε οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται και να διαθέτει τα κεφάλαιά του κατά τρόπο καθοριζόμενο από τον ίδιο, τον οποίο, ο ίδιος θεωρεί κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων, κατά το Σύνταγμα, σκοπών του.

Οι προσβαλλόμενες κανονιστικού χαρακτήρα διατάξεις, συνεπώς, κατά το μέρος που επιβάλλουν στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης και διάθεσης των κεφαλαίων τους δεν συνάδουν με την συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική αυτοτέλειά τους.

  1. Διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων για αλλότριους σκοπούς κατά παράβαση της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ

Εκτός αυτού, ως απόρροια της οικονομικής αυτοτέλειάς τους, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης οφείλουν να διαχειρίζονται και να διαθέτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία αποκλειστικά για τον συγκεκριμένο σκοπό, για τον οποίο έχουν προβλεφθεί, ο οποίος συνίσταται στην αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και στην αποτελεσματική διοίκηση των τοπικών τους υποθέσεων. Εν προκειμένω, η διαχείριση των κεφαλαίων τους από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η βούλησή τους, επιδιώκει, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, την αποτελεσματικότερη χρήση της διαθέσιμης ρευστότητας σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, τη δυνατότητα καλύτερων και πιο αξιόπιστων προβλέψεων σχετικά με τις μελλοντικές ταμειακές ροές και τον περιορισμό του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου. Τούτων δοθέντων, κατά τα οριζόμενα με τις νέες και ήδη προσβαλλόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις -και τις αντίστοιχες εξουσιοδοτικές διατάξεις-, αφενός η περιουσία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στην οποία εμπίπτουν και τα ταμειακά διαθέσιμα αυτών, επαφίεται η ίδια όσο και η διαχείρισή της, σύμφωνα με τα αναλυτικώς οριζόμενα στο άρθρο 15 παρ. 11 περιπτ. η’ του ν. 2469/1997, στην Τράπεζα της Ελλάδος, αφετέρου, οι ΟΤΑ δεν αποκτούν λόγο στη συγκεκριμένη διαχείριση, προκειμένου να τη διαμορφώνουν με μέσα και τρόπους που συνδέονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και στοχεύουν στην καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών τους.

Περαιτέρω, λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψιν τα οριζόμενα στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, αναφορικά με τα όσα επιδιώκονται δια της διαχείρισης των κεφαλαίων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης από τη Τράπεζα της Ελλάδος, σκοποί που δεν σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε με την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ούτε και με την αποτελεσματική διοίκηση των τοπικών υποθέσεών τους, καθίσταται σαφές ότι η θεσπισθείσα με το άρθρ. 80 του ν. 4549/2018 και ήδη 69 Α του ν. 4270/2014 καθώς και με την υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφαση του Αν. Υπουργού Οικονομικών ρύθμιση, με την οποία καθορίζεται η διαχείριση και η διάθεση των κεφαλαίων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ά και β’ βαθμού, δεν εκπληρώνει την κατά το άρθρο 102 του Συντάγματος αποστολή τους και δεν συνάδει με την κατά τα ανωτέρω επιτρεπόμενη διαχείριση και διάθεση των κεφαλαίων τους. Συνιστά δε υπέρμετρο περιορισμό τόσο της διοικητικής τους όσο και της οικονομικής (δημοσιονομικής) τους αυτοτέλειας.

Το γεγονός εξάλλου, ότι με τις ως άνω διατάξεις (παρ. 9 άρθρου 69Α ν. 4270/2014) παρέχεται η αρμοδιότητα στον Υπουργό Οικονομικών, σε κρατικό δηλαδή όργανο της κεντρικής εξουσίας, όχι μόνο να παρακολουθεί, αλλά και να προγραμματίζει τις ταμειακές ροές προς και από το ΣΛΘ, και κυρίως να προσδιορίζει με αποφάσεις του, το ύψος των διαθεσίμων αυτών, καθιστά ακόμη πιο έκδηλη την ως άνω αντίθεση, δεδομένου ότι παρέχεται ανεπίτρεπτα η νομοθετική εξουσιοδότηση σε ένα κεντρικό κρατικό όργανο να καθορίσει μονομερώς και κατά τρόπο αποφασιστικό, τα ταμειακά διαθέσιμα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, τα οποία συνιστούν περιουσιακά τους στοιχεία.

Καταλήγουμε, έτσι, στην αντιφατική παραδοχή ένα όργανο, μέλος της Κεντρικής Κυβέρνησης, να αποφασίζει σε άλλες περιπτώσεις άμεσα, σε άλλες περιπτώσεις έμμεσα για τη διαχείριση της περιουσίας ενός αυτοδιοικούμενου οργανισμού, ο οποίος παράλληλα με τη διοικητική του αυτοτέλεια απολαμβάνει και οικονομική, και δη δημοσιονομική αυτοτέλεια, καταλύοντας έτσι κάθε στοιχείο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την έννοια και τη λειτουργία της «αυτοδιοίκησης», θίγοντας τον πυρήνα του θεσμού.

  1. Παραβίαση της υποχρέωσης διασφάλισης επαρκών οικονομικών μέσων στους ΟΤΑ

Παράλληλα, οι ως άνω διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014 και της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, δεν συνάδουν και με την γενική υποχρέωση του Κράτους να εξασφαλίζει όλα τα οικονομικά μέσα στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα οποία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρ. 102 παρ. 5 του Συντάγματος, το Κράτος υποχρεούται να λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα, που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων, που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών. Συνεπώς, το Κράτος υποχρεούται αφενός, να διασφαλίζει την οικονομική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση της αποστολής τους και αφετέρου, να παραλείπει να λαμβάνει αντίστοιχα μέτρα που περιορίζουν την οικονομική αυτοτέλεια και παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Με τις επίμαχες διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4072/2014, και της προσβαλλόμενης απόφασης, και ιδίως με την υποχρεωτική μεταφορά του συνόλου των ταμειακών τους διαθεσίμων σε λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος και τη διαχείρισή τους αποκλειστικά από αυτήν κατά τον καθοριζόμενο από το άρθρ. 15 παρ. 11 περιπτ. η’ του ν. 2469/1997 τρόπο, αλλά και στη συνέχεια την υποχρεωτική μεταφορά τους σε λογαριασμούς υπό τον Ενιαίο Λογαριασμό (παρ. 7 και 9), αποστερούνται οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης την δυνατότητα να διαθέτουν και να διαχειρίζονται τα κεφάλαιά τους κατά τη δική τους κρίση και κατ’ επέκταση αδυνατούν να εκπληρώσουν την συνταγματικά κατοχυρωμένη αποστολή τους η οποία συνίσταται στην άσκηση των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων τους και στην αποτελεσματική διοίκηση των τοπικών τους υποθέσεων. Το Κράτος, δηλαδή, λαμβάνει εν προκειμένω μέτρα, τα οποία όχι μόνο δεν διασφαλίζουν τους αναγκαίους πόρους των ΟΤΑ, για την άσκηση της παρεχόμενης εκ του Συντάγματος αρμοδιότητας τους να διαχειρίζονται τις τοπικές υποθέσεις αλλά περιορίζει υπέρμετρα την οικονομική τους αυτοτέλεια, τόσο υπό την έννοια της περιουσιακής όσο και δημοσιονομικής αυτοτέλειας, αφού αναλαμβάνει πλέον το ίδιο την διαχείριση των ταμειακών τους διαθεσίμων, δηλαδή περιουσιακού τους στοιχείου.

  1. Σωρευτική παραβίαση

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρ. 80 του ν. 4549/2018, και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας υπουργικής απόφασης, κατά το μέρος που προβλέπουν α) την υποχρεωτική μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού στην ταμειακή διαχείριση της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία περιλαμβάνεται στο Σύστημα Λογαριασμών θησαυροφυλακίου, β) τη διαχείριση των ταμειακών τους διαθεσίμων από την Τράπεζα της Ελλάδος και γ) το μέγιστο όριο ρευστότητας που μπορούν να διατηρούν εκτός του ΣΛΘ, το οποίο ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για το επόμενο μόνο δεκαπενθήμερο, δ) τον τρόπο καθορισμού του ορίου αυτού, ο οποίος γίνεται είτε βάσει του στοιχείου γ), είτε βάσει ενός σταθερού ποσού, το οποίο ορίζεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, και όπου και για τις δύο περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψιν ο ταμειακός προγραμματισμός του φορέα, στη διαμόρφωση του οποίου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι ίδιες υπηρεσίες, ε) το γεγονός ότι εισάγεται ως μορφή «κύρωσης» η δυνατότητα καθαίρεσης των μελών του Δ.Σ., χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 102 παρ. 4 Συντ. , αλλά και του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών και η μείωση του ύψους της ετήσιας επιχορήγησης του εκάστοτε οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης α ή β’ βαθμού από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, σε περίπτωση τήρησης λογαριασμών εκ μέρους των φορέων σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στον νέο νόμο, στ) την παροχή εξουσιοδότησης σε κεντρικό κρατικό όργανο να προγραμματίζει και να αποφασίζει στην ουσία για το ύψος των διαθεσίμων, θίγουν την οικονομική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και κωλύουν την εκπλήρωση της συνταγματικά προβλεπόμενης αποστολής τους, η οποία συνίσταται στην αποτελεσματική διοίκηση των τοπικών υποθέσεών τους. Κατά συνέπεια, οι σχετικές ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και του άρθρ. 69Α του ν, 4270/2014, στο μέτρο που δεν εξαιρούν του πεδίου εφαρμογής τους τους ΟΤΑ, δεν συμβιβάζονται προς τις διατάξεις των παρ. 2, 4 και 5 του άρθρ. 102 του Συντάγματος οι οποίες αφενός, κατοχυρώνουν την διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και αφετέρου, θεσπίζουν την υποχρέωση διασφάλισής της από το Κράτος, μέσω της εξασφάλισης όλων των αναγκαίων οικονομικών μέσων για την εκπλήρωση της αποστολής των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

  1. Υπέρβαση ορίων της κρατικής εποπτείας επί των ΟΤΑ

Όπως έχει επισημανθεί προκαταρκτικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 102 του Συντάγματος οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, τα οποία απολαύουν διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και τα οποία τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους. Η εν λόγω κρατική εποπτεία συνίσταται αποκλειστικά στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας επί των πράξεών τους ο οποίος απαγορεύεται να παρακωλύει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους και να θίγει τη διοικητική και την οικονομική αυτοτέλειά τους. Ο έλεγχος αυτός, δεν επιτρέπεται να λαμβάνει και την μορφή της άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας επί των πράξεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δεδομένου ότι τούτο θα αναιρούσε την συνταγματικά κατοχυρωμένη διοικητική και οικονομική αυτοτέλειά τους. Αυτή, άλλωστε, ήταν η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη το 2001, ο οποίος ταυτόχρονα με την ρητή κατοχύρωση της οικονομικής αυτοτέλειας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, περιόρισε την επιτρεπόμενη εποπτεία του Κρότους επί αυτών, στην άσκηση αποκλειστικά ελέγχου νομιμότητας, υπό την επιφύλαξη να μην παρεμποδίζεται η πρωτοβουλία και η ελεύθερη δράση τους.

Σύμφωνα όμως με την παρ. 8 του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014, και το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης ΥΑ, το άνοιγμα σε πιστωτικά ιδρύματα οποιοσδήποτε λογαριασμού από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως οι ΟΤΑ, επιτρέπεται αποκλειστικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του φορέα (σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014, ενώ επιπροσθέτως ελέγχεται και αξιολογείται από το ΓΛΚ και την εποπτεύουσα ΓΔΟΥ (σύμφωνα με το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης ΥΑ).

Οι ρυθμίσεις αυτές δεν συνάδουν προς την συνταγματικώς επιτρεπόμενη κρατική εποπτεία επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτή κατοχυρώνεται από τις παρ. 2 και 4 του άρθρ. 102 του Συντάγματος καθώς η με αυτόν τον τρόπο οι παρεχόμενες στον Υπουργό, το ΓΛΚ και την ΓΔΟΥ, αρμοδιότητες, να αποφασίσουν και να ελέγχουν αντιστοίχως, το εάν κατά την κρίση τους συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για την δημιουργία του λογαριασμού θίγουν την συνταγματικά κατοχυρωμένη περιουσιακή αυτοτέλεια του ΟΤΑ.

Πράγματι με τις προσβαλλόμενες διατάξεις προσνέμεται αρμοδιότητα σε όργανο του Κράτους, δηλαδή στον Υπουργό Οικονομικών, να αποφασίσει, εάν συντρέχουν οι εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις, που δικαιολογούν το άνοιγμα λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα, και αντιστοίχως ελέγχου στο ΓΛΚ και την εποπτεύουσα ΓΔΟΥ διενέργειας σχετικού ελέγχου, υποχρεώνοντας τον εκάστοτε Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης να υπείκει στις υποδείξεις της κεντρικής διοίκησης.

  1. Αυθαίρετες εξαιρέσεις με αποφάσεις κρατικών οργάνων

Η προσβολή της αυτοτέλειας των ΟΤΑ επιτείνεται έτι περαιτέρως διότι, αφενός, παρέχεται η ευχέρεια στον Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει μονομερώς την αόριστη αξιολογική έννοια των «εξαιρετικών περιπτώσεων» κι αφετέρου καθίσταται αυτός, το μόνο όργανο, που έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες επί ζητημάτων, που άπτονται αποκλειστικά της δημοσιονομικής διαχείρισης του ΟΤΑ, όπως το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα για την διαχείριση της περιουσίας του. Το αυτό ισχύει για τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του ΓΛΚ και της ΓΔΟΥ, στο πλαίσιο έγκρισης εξαιρέσεων από την προσβαλλόμενη ΚΥΑ.  

Κατά παράβαση δηλαδή, της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ, όχι μόνο δεν προηγείται απόφαση του αυτοδιοικούμενου οργάνου, επί της οποίας το κρατικό όργανο θα μπορούσε να ασκήσει μόνο κατασταλτικό έλεγχο νομιμότητας, αλλά, το κρατικό όργανο είναι εκείνο που αποφασίζει, υποκειμενικώς και άρα εν δυνάμει αυθαιρέτως, κατόπιν ερμηνείας αόριστων εννοιών, περί της συνδρομής των εξαιρετικών περιπτώσεων, που δικαιολογούν τόσο την εν γένει εξαίρεση συγκεκριμένου ΟΤΑ από την εφαρμογή της προσβαλλομένης, όσο και το άνοιγμα λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα, δηλαδή για ένα ζήτημα συναπτόμενο ευθέως με την διαχειριστική αυτοτέλεια του ΟΤΑ. Ως εκ τούτου, τόσο η ανάθεση, όσο και η άσκηση της ως άνω αποφασιστικής αρμοδιότητας, από όργανο του Κράτους, παρεμποδίζει την ελεύθερη δράση και πρωτοβουλία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάμπτει ανεπίτρεπτα τη διοικητική και οικονομική αυτοτέλειά αυτών, και υπερβαίνει το επιτρεπόμενο κατά το Σύνταγμα πλαίσιο κρατικής εποπτείας.

  1. Κρατικός καθορισμός των ορίων ρευστότητας

Αντίστοιχο πρόβλημα συμφωνίας προς τη διάταξη του άρθρου 102 παρ.4 του Συντάγματος, παρουσιάζει και η παρ.14 της διάταξης του α. 69 Α του ν. 4270/2014, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από τη διάταξη του άρθρου 80 του ν. 4549/2018 καθώς και η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 12 της ΥΑ. Ειδικότερα, με την διάταξη αυτή ορίζεται ότι, το μέγιστο όριο της ρευστότητας, που οι φορείς Γενικής Κυβέρνησης, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι ΟΤΑ, επιτρέπεται να διατηρούν, εκτός του ΣΛΘ  ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για το επόμενο δεκαπενθήμερο. Τα ταμειακά διαθέσιμα των ως άνω φορέων, πέραν του ανωτέρω μεγίστου ορίζονται ως πλεονόζοντα και τηρούνται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του α. 69 Α του ν. 4270/2014. Εναλλακτικά, ορίζεται ότι το μέγιστο όριο ρευστότητας, εκτός του ΣΛΘ μπορεί να ισούται με ένα σταθερό ποσό κατόπιν πρότασης του εκάοτοτε φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Το ως άνω ποσό, καθορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εφόσον κρίνει ότι εξυπηρετεί τις καθαρές ταμειακές ανάγκες του φορέα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Από την ως άνω διάταξη, συνάγεται ότι, κατά παράβαση της δημοσιονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ, ως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, επιβάλλεται περιορισμός, τόσο, ως προς το μέγιστο όριο ρευστότητας, που δύναται να τηρούν οι ΟΤΑ εκτός ΣΛΘ, για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, καθορίζοντας ότι αυτό θα επαρκεί μόνο για ένα δεκαπενθήμερο, όσο και ως προς τα ταμειακά τους διαθέσιμα, άνω του μεγίστου ορίου ρευστότητας, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «πλεονάζοντα» και, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, τηρούνται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδας, αναθέτοντας σε αυτή την διαχείριση τους.

Μόνο εναλλακτικά, δύναται το ως άνω μέγιστο όριο ρευστότητας να διαφοροποιείται και να ισούται με ένα σταθερό ποσό, χωρίς ωστόσο και πάλι αυτό να γίνεται με την απόφαση του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο της δημοσιονομικής του αυτοτέλειας, αλλά μόνο κατόπιν πρότασης αυτού και της σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αφού δηλαδή προηγουμένως διαπιστώσουν, ότι αυτό είναι κατά την κρίση τους αναγκαίο για την ομαλή διενέργεια των συναλλαγών του εκάστοτε συμμετέχοντος οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης.

Σύμφωνα δε με την παρ. 18 της ίδιας διάταξης η μέθοδος προσδιορισμού του μεγίστου ορίου ρευστότητας όπως και το ποσοστό υπέρβασης των ταμειακών αναγκών, για τις οποίες θα δύναται να επιβληθούν οι κυρώσεις της παρ.16, όπως εξάλλου και η διαδικασία μεταφοράς των ταμειακών διαθεσίμων θα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Συνεπώς οι ως άνω διατάξεις στο μέτρο που εντάσσουν στο πεδίο εφαρμογής τους τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως φορείς της Γενικής Κυβέρνησης θίγουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη περιουσιακή και δημοσιονομική τους αυτοτέλεια. Τούτο διότι, στερούν από αυτούς το  δικαίωμα να διαθέτουν οι ίδιοι την περιουσία τους και να διαχειρίζονται τα ταμειακά τους διαθέσιμα, προς επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών τους και πάντως στο πλαίσιο των αρχών της οικονομικής διαχείρισης που ισχύουν για αυτούς, αφού αφενός περιορίζουν το ανώτατο όριο ρευστότητάς τους και μετατρέπουν αυτούς σε γνωμοδοτικά όργανα αντί αποφασιστικά, παρά το γεγονός μάλιστα, ότι το κράτος δύναται να ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας επί των αποφάσεων τους.

Το ως άνω πλέγμα παρεμβάσεων που θεσμοθετείται με τις εισαχθείσες και ήδη προσβαλλόμενες ρυθμίσεις, ιδίως η υποχρέωση μεταφοράς των διαθεσίμων των φορέων της Κεντρικής και Γενικής Κυβέρνησης στον εν λόγω Ενιαίο Λογαριασμό, η υποχρέωση τήρησης του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης «όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε εν ισχύ «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής», συμπεριλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, η θέσπιση μέγιστου ύψους ρευστότητας που επιτρέπεται να διατηρούν οι φορείς σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και ο ορισμός του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως αρμόδιου φορέα παρακολούθησης, τουλάχιστον μηνιαίως, των κινήσεων και των υπολοίπων των λογαριασμών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, οδηγεί συνεπώς σε κάμψη της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ, κατά παράβαση του άρθρου 102 του Συντάγματος και καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση.

2ος Λόγος Ακυρώσεως: Οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018, και της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, έχουν τεθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικής / διαφοροποιητικής ισότητας, κατά το μέρος που εξισώνουν τους Οργανισμούς που απολαύουν κατά το Σύνταγμα αυτοδιοίκησης και αυτοτέλειας, με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που δεν απολαύουν της αυτής συνταγματικής προστασίας.

Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων (φυσικών και νομικών) που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, και αντιστοίχως, την διαφορετική μεταχείριση εκείνων που τελούν, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες (αναλογική ή διαφοροποιητική ισότητα).             
Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και την Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση.

Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ` όψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση με την μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή
συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 2546/2010, 1386/2007, 3404/2006, ΣτΕ 1252-3/2003 Ολομέλεια, ΑΠ 707/2010, 50/2010, βλ. και ΣτΕ 2717/1988, 1087/1989, 3671, 3675/1996, 5094/1996).

Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε εν ισχύ «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγρ. 10 του άρθρου 69Α του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018, και και καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλόμενης ΥΑ υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019),  συμπεριλαμβάνουν δύο ουσιωδώς διαφορετικές, κατά τα ex constitutione χαρακτηριστικά τους, κατηγορίες Δημοσίων Νομικών Προσώπων, εκείνα τα οποία απολαύουν αυτοδιοίκησης και αυτοτέλειας κατά το Σύνταγμα, ιδίως τα Πανεπιστήμια (Συντ. 16 παρ. 5) και τους ΟΤΑ (Συντ. 102 παρ. 1, 2) και τα υπόλοιπα Δημόσια Νομικά Πρόσωπα, που δεν απολαύουν τοιαύτης αυτοτέλειας.

Η αυθαίρετη εξομοίωση των ανωτέρω δημοσίων νομικών προσώπων, ήτοι εκείνων απολαύουν ειδικού προστατευτικού συνταγματικού καθεστώτος αυτοδιοίκησης και αυτοτέλειας κατά το Σύνταγμα (μεταξύ των οποίων οι ΟΤΑ), και εκείνων που δεν απολαύουν, εις ό,τι αφορά την υποχρεωτική μεταφορά των πλεοναζόντων ταμειακών τους διαθεσίμων (άρθρο 1 παρ. 3 ΥΑ), αντίκειται στην προδιαληφθείσα συνταγματική αρχή της αναλογικής ή διαφοροποιητικής ισότητας, και καθιστά τις σχετικές διατάξεις της προσβαλλομένης (άρθρα 1, 3, 4, 13 ΥΑ) ακυρωτέες. 

3ος Λόγος Ακυρώσεως: Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου του άρθρ. 69Α παρ. 10 του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018, σχετικά με την εισαγωγή εξαιρέσεων από την υποχρέωση μεταφοράς των ταμειακών διαθεσίμων στην ΤτΕ πάσχει αοριστίας και ως εκ τούτου αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος.

Για να είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η νομοθετική εξουσιοδότηση κατ’ ά. 43 παρ. 2 Συντ. πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη (ΣτΕ 1466/95). Η νομοθετική εξουσιοδότηση θεωρείται ορισμένη όταν υπάρχουν επαρκή κριτήρια (ΣτΕ 2309/92), γενικές αρχές και κατευθύνσεις που καθορίζουν κατά βάση το πλαίσιο της ρύθμισης των θεμάτων στα οποία αφορά (ΣτΕ 478/1989). Άλλως, η νομοθετική εξουσιοδότηση κρίνεται γενική και αόριστη (ΣτΕ 4203/95, 2309/92) και οι κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει αυτής πάσχουν ακυρότητα.

Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος μόνον κατ΄ εξαίρεση, επιτρέπεται να οριστούν ως φορείς της κατ΄ εξουσιοδότηση ασκούμενης νομοθετικής αρμοδιότητος και άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως εφόσον πρόκειται για ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό (βλ. ΣτΕ Ολομ 1892/2010, ΣτΕ Ολομ. 3973/2009). Ως «ειδικότερα» θέματα, για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοικήσεως, νοούνται μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων που ρυθμίζονται ήδη στο νόμο σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1692/2010, Ολομ. 125/2009, Ολομ. 4025/1998).

Σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρ. 69Α παρ. 10 του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018: 

«Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε εν ισχύ «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, συμπεριλαμβανομένων και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, τηρούν υποχρεωτικά το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων στην ταμειακή τους διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω υποχρέωση δεν ισχύει για τα κεφάλαια που έχουν μεταφερθεί από τους ανωτέρω Φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επί των κεφαλαίων που έχουν ήδη μεταφερθεί ή θα μεταφερθούν στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης η΄ της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Η διαχείριση των κεφαλαίων που τηρούνται στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Κοινό Κεφάλαιο, και τα οποία ανήκουν σε φορείς που δεν υπάγονται κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, διέπεται από τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Εξαίρεση από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου είναι δυνατή μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του Φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γ.Δ.Ο.Υ.».

Με το τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω νομοθετικής εξουσιοδότησης παρέχεται η δυνατότητα εισαγωγής εξαιρέσεων από την υποχρέωση τήρησης του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του Φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γ.Δ.Ο.Υ.

Με το περιεχόμενο αυτό, όμως, η νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών για την εξαίρεση φορέων Γενικής Κυβέρνησης από την υποχρέωση τήρησης του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων στην ΤτΕ πάσχει αοριστίας διότι στερείται κανονιστικού πυρήνα. Τουτέστιν, δεν αναφέρονται ούτε κατ’ ελάχιστον τα κριτήρια που μπορεί και πρέπει να λάβει υπ’ όψιν ο Υπουργός Οικονομικών κατά την εξαίρεση φορέων της Γενικής Κυβέρνησης από την υποχρέωση τήρησης των ταμειακών του διαθεσίμων στην ΤτΕ. Τοιουτοτρόπως, όχι μόνον η νομοθετική εξουσιοδότηση πάσχει (προδήλως) αοριστίας, αλλά επιπροσθέτως παρέχεται η δυνατότητα εκδήλως άνισης μεταχείρισης των επιμέρους φορέων Γενικής Κυβέρνησης από την κεντρική διοίκηση.

Για τους λόγους αυτούς, η εκδοθείσα συμφώνως προς την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη, κανονιστική πράξη καθίσταται ακυρωτέα.

4ος Λόγος Ακυρώσεως: Παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω παράλειψης λήψης και διατύπωσης γνώμης από τους θιγομένους ΟΤΑ, κατά παράβαση των παρ. 2 & 5 του άρθρ. 102 Συντ.

Από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 102 του Συντάγματος και από τις ειδικότερες αρχές της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συνάγεται ότι για την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση, και κατά μείζονα λόγο αντιστρόφως από την τοπική αυτοδιοίκηση σε κρατικά όργανα, απαιτείται, να απευθύνεται προηγουμένως σχετικό ερώτημα προς τους Ο.Τ.Α. προκειμένου να ζητηθεί η γνώμη τους για τη σχεδιαζόμενη μεταβίβαση αρμοδιότητας. Εν περιπτώσει δε μη εκπληρώσεως της προϋπόθεσης αυτής η κανονιστική πράξη περί μεταβιβάσεως των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων παρίσταται μη νόμιμη (ΣτΕ 506/2010).

Εν προκειμένω, δια της προσβαλλόμενης ΥΑ υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19  η αρμοδιότητα των ιδίων των ΟΤΑ να αποφασίζουν δια των οργάνων τους για την τοποθέτηση των ταμειακών τους διαθεσίμων μεταβιβάζεται σε κρατικά όργανα, ήτοι στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (άρθρο 1 παρ. 4 ΥΑ) και στον εποπτεύοντα Υπουργό Οικονομικών (βλ. άρθρο 69 Α παρ. 10 ν.4270/2014).

Η ως άνω αφαίρεση αρμοδιότητας από τους ΟΤΑ και μεταβίβασή της προς την κεντρική κυβέρνηση πραγματοποιείται δια της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή ερωτήματος και η διατύπωση γνώμης από τους θιγόμενους ΟΤΑ, γεγονός που πιστοποιείται από το προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης, όπου ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται. Παραλείπεται κατά τούτο ουσιώδης διαδικαστικός τύπος, αναγνωρισθείς από την νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 506/2010) ως ευθέως συναγόμενος εκ των αρχών της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά παράβαση των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 102 του Συντάγματος.

5ος Λόγος Ακύρωσης: Οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018, και της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που υποχρεώνουν τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να μεταφέρουν τα πλεονάζοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) αντίκεινται στην Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης  Νοεμβρίου 2011 της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών

Ο ν. 4270/2014 με τίτλο «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό» αναμόρφωσε το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τη δημοσιονομική διαχείριση και εστίασε, κυρίως, στους ρόλους και στις αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων που συμμετέχουν στη δημοσιονομική διαχείριση και στους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, καθώς και στην προετοιμασία της κατάρτισης του Κρατικού Προϋπολογισμού και σχεδιασμού του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Με στόχο την απεικόνιση της δημοσιονομικής στρατηγικής της Γενικής Κυβέρνησης, ως ένα ενιαίο σύνολο, επιλέχθηκε η διαμόρφωση ενός νόμου, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2011/85/ΕΕ σχετικά με τις απατήσεις των πλαισίων κατάρτισης και εκτέλεσης των Προϋπολογισμών των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εξάλλου αναφέρει στην αιτιολογική του έκθεση.

Η Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης  Νοεμβρίου 2011 καθορίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα αναγκαία χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών πλαισίων των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη θα συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την αποφυγή υπερβολικών ελλειμμάτων.

Παράλληλα με την ανωτέρω Οδηγία, θεσπίζεται με το ν. 4270/2014 το θεσμικό πλαίσιο για τη στενότερη παρακολούθηση όλων των υποτομέων της Γενικής Κυβέρνησης. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4270/2014, σχετικά με την ανωτέρω Οδηγία, ότι οι ρυθμίσεις του αφορούν κυρίως, α) στη θέσπιση σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων, με σαφώς διατυπωμένο καθορισμό στόχων, καθώς και των κανόνων της πορείας προσαρμογής σε αυτούς, αλλά και διορθωτικών μηχανισμών, σε περιπτώσεις απόκλισης, β) στην παρακολούθηση και ανάλυση της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής και τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων από ανεξάρτητους φορείς, γ) στη σύσταση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου , με τη μορφή διοικητικής αρχής, η οποία απολαμβάνει λειτουργικής ανεξαρτησίας και δ) στον ορισμό συγκεκριμένων ημερομηνιών για τα διάφορα στάδια έκδοσης και δημοσίευσης των δημοσιονομικών αναφορών, ώστε να είναι εναρμονισμένες με το πλαίσιο που θέτει το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό κοινό χρονοδιάγραμμα.

Στο προοίμιο της ανωτέρω Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, οι διατάξεις του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας, που προβλέπεται στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ιδίως το σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ισχύουν για το δημόσιο στο σύνολό του, το οποίο περιλαμβάνει τους υποτομείς «κεντρική διοίκηση», «διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων», «τοπική αυτοδιοίκηση» και «οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης». Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προβεί σε σημαντική δημοσιονομική αποκέντρωση, με τη μεταβίβαση δημοσιονομικών εξουσιών σε υποεθνικό επίπεδο.

Στο πλαίσιο του ως άνω σκοπού κι ενόψει της υφιστάμενης δημοσιονομικής αποκέντρωσης, προβλέπεται, με το άρθρ. 13 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ , ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται αφενός, να δημιουργούν καταλλήλους μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των υποτομέων του δημοσίου, ώστε να εξασφαλίζεται συνολική και συνεκτική κάλυψη όλων των υποτομέων του δημοσίου στο δημοσιονομικό σχεδίασμά και αφετέρου, να προωθούν την υποχρέωση δημοσιονομικής λογοδοσίας, καθορίζοντας κατά τρόπο σαφή τις δημοσιονομικές ευθύνες των δημοσίων αρχών στους διαφόρους υποτομείς του δημοσίου

Από την ερμηνεία των ανωτέρω σκέψεων του προοιμίου της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ και των άρθρ. 13 και 14 αυτής, συνάγεται, ότι στόχος της Οδηγίας είναι η αποφυγή δημιουργίας κρατικών ελλειμμάτων των κρατών μελών, σύμφωνα και με όσα απορρέουν από την ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη το γεγονός, ότι πολλά κράτη μέλη έχουν ήδη προβεί σε δημοσιονομική αποκέντρωση. Ενόψει του γεγονότος αυτού, οι ρυθμίσεις, στις οποίες προβαίνει στο πλαίσιο εξυπηρέτησης του ως άνω σκοπού, συνίστανται στη λήψη μέτρων που σέβονται την αποκέντρωση αυτή και την οικονομική αυτοτέλειά των υποτομέων. Έτσι προβλέπει, μέτρα, όπως η δημιουργία μηχανισμών συντονισμού -και μόνο- μεταξύ των υποτομέων του δημοσίου και περαιτέρω, στην υποχρέωση δημοσιονομικής λογοδοσίας των υποτομέων . Με άλλα λόγια, για την εξυπηρέτηση των ως άνω στόχων η Οδηγία, δεν θεσπίζει μέτρα που συνίστανται στην υποκατάσταση των υποτομέων του δημοσίου από όργανα του, σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική τους διαχείριση.

Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας αυτής αφορούν δηλαδή στην εγκαθίδρυση από τα Κράτη μέλη, του οχήματος συντονισμού και πληροφόρησης για την επαρκέστερη διασφάλιση του δημοσιονομικού ελέγχου και την αποφυγή υπερβολικών ελλειμμάτων. Αντιθέτως προς τις επίμαχες αντισυνταγματικές ρυθμίσεις του άρθρου 69 Α του ν. 4270/2014 και της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, υπογραμμίζουν την ενίσχυση της δημοσιονομικής αποκέντρωσης σε υποεθνικό επίπεδο.

Εν προκειμένω, οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014 και της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, δεν σέβονται ούτε τη δημοσιονομική αποκέντρωση, αλλά ούτε και διασφαλίζουν τον συντονισμό μεταξύ των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Αντιθέτως, όπως έχει αναλυθεί και παραπάνω, προβλέπεται η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διαχείριση των κεφαλαίων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων τους επί των ταμειακών τους διαθεσίμων.

Ως αναλύθηκε ανωτέρω σχετικά με την εν λόγω διάταξη, κατά παράβαση της δημοσιονομικής αποκέντρωσης στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν επιτυγχάνεται, ούτε ο προβλεπόμενος από την Οδηγία, συντονισμός μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης διότι, αφενός ανατίθεται η παρακολούθηση και ο προγραμματισμός των ταμειακών ροών τους στον Υπουργό Οικονομικών και αφετέρου, η διαχείριση των ταμειακών τους διαθεσίμων αποκλειστικά από την Τράπεζα της Ελλάδος, εκ τρίτου δε, παρέχεται η δυνατότητα εισαγωγής εξαιρέσεων με απόφαση του ΓΛΚ και του Υπουργού Οικονομικών.

Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι οι θεσπισθείσες με το άρθρ. 80 του ν. 4549/2018 και την προσβαλλόμενη ΥΑ ρυθμίσεις, δεν είναι συμβατές με την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Νοεμβρίου 2011, διότι δεν διασφαλίζουν την επιτασσόμενη, άλλως προστατευόμενη από την Οδηγία, δημοσιονομική αποκέντρωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ως υποτομέων της Γενικής Κυβέρνησης και υπερβαίνουν το γράμμα και τον σκοπό της Οδηγίας αφαιρώντας από την τοπική αυτοδιοίκηση την αρμοδιότητα διαχείρισης των ταμειακών τους διαθεσίμων δια των οργάνων τους, αντί να περιοριστούν στην δημιουργία μηχανισμού συντονισμού.

6ος Λόγος Ακύρωσης: Οι διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν.4270/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 80 του ν. 4549/2018, και της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που υποχρεώνουν τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να μεταφέρουν τα πλεονάζοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) αντίκεινται το άρθρ. 9 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 1850/1989 και έχει αυξημένη κατά το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας αποτελεί διεθνή σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε και υιοθετήθηκε από τα κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1985. Υπογράφηκε στο Στρασβούργο την 15η Οκτωβρίου 1985 με την επιφύλαξη ότι η Ελλάδα δεν αναλαμβάνει την υποχρέωση να δεσμευθεί από τις διατάξεις των άρθρ. 5, 7 παρ. 2, 8 παρ. 2 και 10 παρ. 2 του Χάρτη. Κυρώθηκε σύμφωνα με το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος με το ν. 1850/1989 και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρ. 9 του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας υπό τον τίτλο «Οικονομικοί πόροι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης», για το οποίο η Ελλάδα δεν έχει διατυπώσει επιφύλαξη, «1. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν δικαίωμα, στα πλαίσια της εθνικής οικονομικής πολιτικής, σε επαρκείς ίδιους πόρους τους οποίους μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

  1. Οι οικονομικοί πόροι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι ανάλογοι με τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα ή το νόμο.
  2. Τουλάχιστον ένα μέρος των οικονομικών πόρων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να προέρχεται από τοπικούς φόρους και τέλη των οποίων το ύψος έχουν το δικαίωμα να ορίζουν, μέσα στα όρια του νόμου.
  3. Τα οικονομικά συστήματα επί των οποίων βασίζονται οι πόροι τους οποίους διαθέτουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένης και εξελικτικής φύσεως ώστε να τους επιτρέπουν να ακολουθούν όσο είναι δυνατόν στην πράξη την πραγματική εξέλιξη του κόστους ασκήσεως των αρμοδιοτήτων τους.
  4. Η προστασία των ασθενέστερων οικονομικά Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης απαιτεί την εφαρμογή διαδικασιών ίσης οικονομικής κατανομής ή ισοδύναμων μέτρων των οποίων σκοπός είναι η διάρθρωση των συνεπειών της άνισης κατανομής των δυνητικών πόρων χρηματοδοτήσεως καθώς και των βαρών τα οποία επωμίζονται. Τέτοιες διαδικασίες ή τέτοια μέτρα δεν πρέπει να περιορίζουν την ελευθερία επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο δικό τους πεδίο αρμοδιότητας.
  5. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να εκφράζουν τη γνώμη τους με κατάλληλο τρόπο, όσον αφορά στους τρόπους παροχής σ’ αυτούς των ανακατανεμόμενων πόρων.
  6. Στο μέτρο του δυνατού, οι επιχορηγήσεις που παρέχονται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν πρέπει να προορίζονται για τη χρηματοδότηση ειδικών σχεδίων. Η παροχή επιχορηγήσεων δεν πρέπει να θίγει τη θεμελιώδη ελευθερία της πολιτικής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο δικό τους πεδίο αρμοδιότητας.
  7. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να έχουν, σύμφωνα με το νόμο, πρόσβαση στην εθνική αγορά κεφαλαίων, ώστε να χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους».

Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων προκύπτει το δικαίωμα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε επαρκείς ίδιους πόρους, τους οποίους μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Αναγνωρίζεται επίσης, η αρχή της αναλογίας μεταξύ αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ και οικονομικών πόρων, διαφυλάσσεται δε η αρχή της αυτοδιοίκησης με την πρόβλεψη της ελεύθερης διάθεσης των πόρων και της προηγούμενης έκφρασης γνώμης από τους ΟΤΑ για τον τρόπο παροχής των επιχορηγήσεων.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρ. 69Α του ν. 4270/2014, και της υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που προβλέπουν α) την υποχρεωτική μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α και β’ βαθμού στην ταμειακή διαχείριση της Τραπέζης της Ελλάδος, β) τη διαχείριση των ταμειακών τους διαθεσίμων από την Τράπεζα της Ελλάδος και Υ) το μέγιστο όριο ρευστότητας που μπορούν να διατηρούν, εκτός του ΣΛΘ, το οποίο ισούται με τις καθαρές ταμειακές τους ανάγκες για το επόμενο δεκαπενθήμερο, θίγουν το δικαίωμα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε επαρκείς ίδιους πόρους και το δικαίωμά τους να τους διαθέτουν ελεύθερα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Συνεπώς, οι ανωτέρω διατάξεις δεν είναι σύμφωνες προς την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος έχει κυρωθεί με το ν. 1850/1999 δυνάμει του άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν δικαίωμα σε επαρκείς ίδιους πόρους, τους οποίους έχουν τη δυνατότητα να τους διαθέτουν ελεύθερα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (οικονομική αυτοτέλεια).

7ος Λόγος Ακύρωσης: Η απειλή ποινής «καθαιρέσεως» των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου και του Δημάρχου αντίκειται στο άρθρο 102 παρ. 4 Συντ.

Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης συνιστά εμπραγμάτωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας σε τοπικό επίπεδο. Συναφώς, οι αρχές των ΟΤΑ (δήμαρχος και δημοτικοί σύμβουλοι) εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία (Συντ. 102 παρ. 2). Για τον λόγο αυτό, σε ό,τι αφορά την καταστατική τους θέση και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, το Σύνταγμα περιβάλλει με αυξημένες εγγυήσεις το πρόσωπο των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τούτο καθίσταται εμφανές στις αυξημένες δικαιοκρατικές εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος των αιρετών. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 102 παρ. 4 Συντ. «Πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις που συνεπάγονται αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία, επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος ορίζει».

Στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 69Α παρ. 16 ν. 4270/2014 προβλέπει τα εξής: «Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του εκάστοτε εποπτεύοντος Υπουργού είναι δυνατή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φορέα της Γενικής Κυβέρνησης με τις διατάξεις των παραγράφων 10, 14 και 15, η καθαίρεση των μελών του Δ.Σ. του φορέα, των εκτελεστικών του οργάνων και του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών. Με την ίδια ή όμοια απόφαση δύναται να μειώνεται το ύψος της ετήσιας επιχορήγησης του φορέα από τον Τακτικό Προϋπολογισμό. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 18».

Στο άρθρο 13 παρ. 3 της προσβαλλομένης ΥΑ προβλέπεται αντιστοίχως ότι: «Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Φορέα με το αρχικό ή το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα μεταφοράς πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων, το ΓΛΚ δύναται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69Α του ν. 4270/2014»

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι εάν δεν τηρηθεί η υποχρέωση μεταφοράς των πλεονασμάτων των ΟΤΑ στην ΤτΕ τα αναφερόμενα κρατικά όργανα μπορούν να επιβάλλουν ποινή «καθαιρέσεως» στα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και τα εκτελεστικά όργανα των ΟΤΑ δηλ. τον Δήμαρχο και τον αρμόδιο Αντιδήμαρχος. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για πειθαρχικό μέτρο καθώς: α) συναρτάται με υπαίτια παράλειψη των αιρετών να συμμορφωθούν με την προσβαλλομένη και β) υπεισέρχεται, για την κατάγνωση του μέτρου, η υποκειμενική κρίση των αναφερομένων κρατικών οργάνων (ΓΛΚ, Υπ.Ες., Υπ.Οικ.). Δεν πρόκειται δηλ. για μέτρο αυτοδικαίως, και άρα υποχρεωτικώς, επιβαλλόμενο, αλλά αντιθέτως για μέτρο επιβαλλόμενο κατά την κρίση του αποφασίζοντος οργάνου. Έπεται ότι η «καθαίρεση» έχει πειθαρχικό χαρακτήρα για τους αιρετούς. Όμως,   η επιβολή πειθαρχικής ποινής «καθαιρέσεως» δι’ αποφάσεως κρατικού οργάνου χωρίς τις εγγυήσεις της παρ. 4 του άρθρου 102 Συντ., που προσαπαιτεί την «σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές», αντίκειται ευθέως στην ως άνω συνταγματική διάταξη.

Πρέπει συνεπώς για τον λόγο αυτό να ακυρωθεί η προσβαλλομένη κατά το μέτρο που προβλέπει διαδικασία «καθαιρέσεως» αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης , χωρίς την τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων. 

Επειδή η παρούσα ασκείται, μετ’ εννόμου συμφέροντος, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς

Επειδή οι λόγοι ακυρώσεως είναι παραδεκτοί και βάσιμοι

Για τους λόγους αυτούς

Και για όσους εν καιρώ προσθέσουμε

ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ

Να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η παρούσα.

Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. οικ.2/6748/ΔΛΓΚ/19 (ΦΕΚ 104 Β/24-01-2019) απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών: «Καθορισμός λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακός προγραμματισμός, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 όπως ισχύει»», κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τους ΟΤΑ Α’ βαθμού, άλλως να ακυρωθούν οι διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4, 6, 7-12 & 13 αυτής.

Να καταδικαστούν οι αντίδικοι στην δικαστική μας δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου μας.

Αθήνα, 14.2.2019

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

———————————

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ  Ή ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ………………

(Κατ’ άρθρ. 72 παρ. 2 και 4 ν. 3852/2010, και άρθρ. 93 Ν. 3463/2006)

Θέμα : «Άσκηση ή μη ενδίκου μέσου αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ κατά της υπ’ αρίθμ. οικ. 2/6748/ΔΑΓΚ/24-01-2019 (ΦΕΚ Β’ 104) αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπ. Οικονομικών που αφορά τον καθορισμό λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και τον ταμειακό προγραμματισμό  των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παρ. 10 άρθρ. 69α ν. 4270/2014 ως ισχύει»

*****

Με τις διατάξεις του ν. 4549/2018 «Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με τις οποίες τροποποιούνται διατάξεις του ν. 4270/2014. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρ. 80 ν.4549/2018 παρ. 10 προβλέφθηκε ότι « Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το εκάστοτε εν ισχύ «Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, συμπεριλαμβανομένων και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α` και β` βαθμού, τηρούν υποχρεωτικά το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων στην ταμειακή τους διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω υποχρέωση δεν ισχύει για τα κεφάλαια που έχουν μεταφερθεί από τους ανωτέρω Φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επί των κεφαλαίων που έχουν ήδη μεταφερθεί ή θα μεταφερθούν στην ταμειακή διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης η` της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Η διαχείριση των κεφαλαίων που τηρούνται στην ταμειακή διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Κοινό Κεφάλαιο, και τα οποία ανήκουν σε φορείς που δεν υπάγονται κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, διέπεται από τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997. Εξαίρεση από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου είναι δυνατή μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του Φορέα και σύμφωνης γνώμης της εποπτεύουσας Γ.Δ.Ο.Υ..»

Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρ. 80 του ανωτέρω νόμου εξεδόθη η υπάρίθμ. 2/6748/ΔΛΓΚ/24-01-2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 104) σύμφωνα με την οποία οι Φορείς Γενικής Κυβέρνησης ανοίγουν υποχρεωτικά λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της ως άνω Υπουργικής Απόφασης.

Η επίμαχη ΥΑ επισυνάπτεται ως εξής με το ακριβές περιεχόμενο της:

( *** Να επισυναφτεί η Υπουργική Απόφαση)

Η ως άνω ΥΑ έχει δυσμενείς συνέπειες για τους Δήμους, οι οποίες μάλιστα έχουν και κυρωτικό χαρακτήρα, όπως τούτο προβλέπεται από το άρθρ. 69Α Ν. 4270/2014. Επίσης με την ανωτέρω ΥΑ προσβάλλεται ο πυρήνας του άρθρ. 102 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι ΟΤΑ απολάβουν διοικητική αυτοτέλεια και οικονομική αυτοδυναμία καθόσον εν συνδυασμώ με την περικοπή των ΚΑΠ κατά 60% από τους θεσμοθετημένους προς αυτούς πόρους περιορίζεται παντελώς η δυνατότητα τους να εκπληρώσουν τους συνταγματικά κατοχυρωμένους σκοπούς τους.

Κατά τη γνώμη μου κρίνεται αναγκαία και επιβεβλημένη τόσο η λήψη απόφασης για άσκηση του ενδίκου μέσου α) της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ κατά της ΥΑ αριθμ. οικ. 2/6748/ΔΑΓΚ/ 24-01-2019 (ΦΕΚ Β’ 104) του Αναπληρωτή Υπ. Οικονομικών, και β) της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και λήψεως προσωρινής διαταγής, ώστε να ανασταλεί η άμεση εκτέλεση της ως άνω ΥΑ και για τους κάτωθι ειδικότερους λόγους:

Αναιρείται ο πυρήνας της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ (Συντ. 102) διότι στερούνται την δυνατότητα ελεύθερης τοποθέτησης των αποθεματικών και των ταμειακών τους διαθεσίμων, με αποφάσεις των οργάνων τους.

Οι ΚΑΠ αποτελούν πόρους της αυτοδιοίκησης και επομένως πρέπει, νομικώς και οικονομικώς, να αντιμετωπίζονται ακριβώς όπως τα ταμειακά διαθέσιμα των ΟΤΑ. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, λοιπόν, παραβιάζεται και ειδικώς ως προς τους ΚΑΠ η οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ.

Η ΥΑ δεν κάνει καμία διάκριση, όπως θα όφειλε, μεταξύ φορέων Γενικής Κυβέρνησης που απολαύουν οικονομικής αυτοτέλειας και φορέων που δεν απολαύουν του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος της αυτοτέλειας.

Η μεταφορά των πόρων δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος καθώς δεν εξυπηρετεί την ειλικρίνεια και ακρίβεια του προϋπολογισμού.

Η προβλεπόμενη δυνατότητα εξαιρέσεως επιμέρους ΟΤΑ από το νέο καθεστώς, με απόφαση της εποπτεύουσας ΓΔΟΥ του ΥΠΕΣ και του ΓΛΚ επιτείνει την προσβολή της οικονομικής τους αυτοτέλειας, καθώς η απόφαση λαμβάνεται από κρατικά όργανα.

Στην ΥΑ δεν αναφέρεται κανένα απολύτως κριτήριο, που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν για την εξαίρεση φορέων της Γενικής Κυβέρνησης από το νέο καθεστώς με αποτέλεσμα να επιτείνεται η αδιαφάνεια και να τίθενται οι προϋποθέσεις άνισης μεταχείρισης των ΟΤΑ, ενόψει και της επικείμενης προεκλογικής περιόδου.

Τέλος με τις διατάξεις της ΥΑ παραβιάζεται το Κοινοτικό Δίκαιο και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας (ο οποίος κυρώθηκε με τον ν.  1850/1989) και ιδιαίτερα το άρθρ. 9 αυτού σύμφωνα με το οποίο « Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν δικαίωμα, στα  πλαίσια της  εθνικής  οικονομικής  πολιτικής,  σε  επαρκείς ίδιους πόρους τους οποίους μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους».

Β.

Τα ανωτέρω πρέπει να αναφέρονται στην γνωμοδότηση Δικηγόρου ενώπιον της Οικονομικής Επιτροπής ή του Δημοτικού Συμβουλίου αντίστοιχα εφ’όσον η Οικονομική Επιτροπή αποφασίσει κατ’ άρθρ. 72 παρ. 4 ν. 3852/2010 να παραπέμψει το θέμα της αρμοδιότητας της (δηλ. της ασκήσεως ενδίκων μέσων της αιτήσεως ακυρώσεως και της αιτήσεως αναστολής) στο Δημοτικό Συμβούλιο για λήψη αποφάσεως διότι κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από την ιδιαίτερη σοβαρότητα του.

Και επειδή αυτό , κατά τη γνώμη μου, επιβάλλεται , τότε, το ως άνω περιεχόμενο της γνωμοδότησης δικηγόρου θα πρέπει να έχει κατατεθεί και να ληφθεί υπόψιν από το Δημοτικό Συμβούλιο στο οποίο θα παραπεμφθεί το ζήτημα.

Η γνωμοδότηση αυτή είναι επιβεβλημένη, καθόσον οιαδήποτε απόφαση που θα ληφθεί χωρίς την ως άνω γνωμοδότηση καθιστά την απόφαση άκυρη.

Τέλος, σας γνωρίζουμε ότι προτιθέμεθα να σας στείλουμε σχέδιο αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως (κατ΄άρθρ. 52 π.δ 18/1989), πλην όμως ο κάθε Δήμος, ανάλογα με την τωρινή οικονομική του κατάσταση και τις οικονομικές υποχρεώσεις, θα πρέπει να προσδιορίζει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναστολής, κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο (με την επίκληση συγκεκριμένων και επίκαιρων οικονομικών στοιχείων), την δυσχερώς επανορθώσιμη ή ανεπανόρθωτη βλάβη που πρόκειται να υποστεί από την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως της οποίας ζητά την ακύρωση.

Μοιραστείτε το:
Tagged