Όσοι μεγαλώσαμε σε χωριό έχουμε ακούσει πάρα πολλές από τις πιο κάτω λέξεις και φράσεις, ξέρετε τι σημαίνουν.
- Αποκόβω: απογαλακτίζω.
- Αγγειό (το): δοχείο, σκεύος.
- Ανάρμεγος: το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.
- Απλάδι (το): Κλινοσκέπασμα από προβατίσιο μαλλί….
- Αρβάλι (το): Χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα των ζώων.
- Αρνάδα: Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για «έχει», δηλ. για αναπαραγωγή. Στα γίδια λέγεται κατσικάδα.
- Ασαλά(γ)ητος: αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό.
- Βάκρα: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα της και μαύρες κηλίδες μόνο στο μούτρο της.
- Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.
- Γαλάρια (τα): Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα. Σε αντίθεση με τα στέρφα που δεν έχουν.
- Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.
- Γκιόσα (η): γίδα με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και λευκές ρίγες στο πρόσωπο
- Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι μουνουχισμένο και μεγαλόσωμο, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.
- Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.
- Ζλάπι (το): Η φράση «παρουσιάσκη ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.
- Ζυγούρι (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
- Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.
- Κάδη (η): Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος.
- Κακαράντζα (η): Τα περιττώματα, η κοπριά των ζώων.
- Κάλεσα: Προβατίνα με σώμα άσπρο, αλλά με μάτια, μύτη και αυτιά μαύρα.
- Καπνόγκεσα (η): Κατάμαυρη γίδα με καφέ μούρη.
- Καραμάνικη (η): Προβατίνα άσπρη με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και φαρδιά ουρά.
- Καρδάρα (η): Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.
- Κάτσενα: Άσπρη προβατίνα με κόκκινο πρόσωπο.
- Κλαπάτσα (η): Αρρώστια των προβάτων.
- Κλαρίζω: Κόβω τα κλαδιά δένδρου.
- Κλωτσοτύρι (το): Το τυρόγαλο που μένει από το πήξιμο του τυριού, άμα το βράσουμε κάνουμε το κλωτσοτύρι.
- Κολήγοι: Σμίξιμο δύο – τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία – συνεταιρισμό εξαμηνιαίο.
- Κολλημένα (τα): Πρόβατα με αρρώστια στον πνεύμονα που κολλάει τα παΐδια (πλευρά).
- Κολόκουρος (ο): Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.
- Κονάκι (το): Αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα (είδος καλαμιού). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και το χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.
- Κάπα (η): Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.
- Κορύτος (ο): ξύλινη και μακρόστενη ταΐστρα ή ποτίστρα για ζώα. Σκαφίδα.
- Κορφίγκι (το): βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, το αμέσως μετά τη γέννα.
- Κουδούνα (η): Μεγάλο κουδούνι για πρόβατα.
- Κουδουνάδες: Κατασκευαστές κουδουνιών.
- Κούρος: Το κούρεμα των προβάτων.
- Κουτσοκέρα (η): Προβατίνα ή γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.
- Κρεμανταλάς: Ξερό και διχαλωτό ξύλο μπηγμένο στο χώμα έξω από το κονάκι για να κρεμούν τις καρδάρες με το γάλα και να μην το φθάνουν τα σκυλιά και τα φίδια.
- Κρούτα: Προβατίνα ή γίδα με μικρά και με κοντά τα δύο κέρατα.
- Κύπρος (ο): Μεγάλο κουδούνι από μπρούντζο σαν καμπάνα για γίδια και ειδικότερα για το γκεσέμι.
- Λόγια (Λάγια) γρίβα: Σπάνια προβατίνα με γκριζωπό τρίχωμα.
- Λόγια (Λάγια) μπαλιά: Κατάμαυρη προβατίνα με μια κηλίδα λευκή στο κεφάλι.
- Λειβαδάρικο: Νοικιασμένο χωράφι από τον τσοπάνη που χρησιμοποιεί για βοσκή. Το ενοίκιο το πληρώνει σε είδος και συνήθως είναι τυρί.
- Μαδημένα (τα): Πρόβατα που τους έχει πέσει μερικά ή ολικά το μαλλί.
- Μαντρί: Κατοικία προβάτων.
- Μαντρόσκυλος: Μεγαλόσωμος κατά κανόνα σκύλος. Άγριος μα και άγρυπνος φύλακας του κοπαδιού.
- Μαξούλι: (το): Το εισόδημα από το γάλα ή από τα μαλλιά των αιγοπροβάτων.
- Μαρκάλλος (ο): Η γονιμοποίηση των θηλυκών από τα αρσενικά για την αναπαραγωγή.
- Μαρμαρά: Προβατίνα ή γίδα στέρφα (αυτή που δεν γεννάει).
- Μαυλάω: Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα.
- Μονοβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα που έμεινε με ένα μαστάρι, επειδή την χτύπησε αρρώστια.
- Μπλιόρα (η): Η πρωτογενή γίδα.
- Μπουτσκοκάλεσα: Προβατίνα καστανή ως καστανόμαυρη.
- Ντορός (ο): Τα ίχνη (πατημασιές) των ζώων πάνω στο χιόνι ή πάνω στον κουρνιαχτό (σκόνη).
- Ορμώνω: Κατευθύνω την πορεία ζώου ή κοπαδιού με χειρονομίες και κραυγές.
- Παγάνα (η): Η ομαδική οργανωμένη καταδίωξη άγριων ζώων (κυρίως λύκων).
- Παρμάρα (η): Ασθένεια με συμπτώματα παράλυσης, που εμφανίζεται κυρίως στα αιγοπρόβατα.
- Πρατάρης (ο): Ο βοσκός των προβάτων.
- Πρατίνο: Προβατίνα.
- Πιτιά (η): Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί.
- Ρούσα (η): Προβατίνα ξανθοκόκκινη.
- Ρούτα: Προβατίνα με κοντό μαλλί.
- Σάισμα (το): Κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι από γίδινο μαλλί.
- Σαλαγάω: Κατευθύνω με φωνές τα ζώα.
- Σιούτος (ο): Το αρσενικό πρόβατο ή γίδι χωρίς καθόλου κέρατα.
- Σκάρισμα (το): Καλοκαιριάτικη νυχτερινή έξοδος του κοπαδιού για βοσκή.
- Σκάφη (η): Οι μακρόστενες ξύλινες ή τσίγκινες σκάφες στις οποίες έριχναν τροφή ή νερό για τα ζώα.
- Σκουληκιάρικο (το): Πληγωμένο ζώο που μολύνεται η πληγή του από τη μύγα και πιάνει σκουλήκι.
- Σταλίζω, στάλος (ο): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.
- Στέρφα (η): Η στείρα θηλύκια.
- Στρούγκα (η): Πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.
- Τάλαρος (ο): μεγάλο ξύλινο βαρέλι για την φύλαξη και διατήρηση τυριού.
- Τομάρια (τα): Τα δέρματα των προβάτων ή γιδιών.
- Τροκάνι (το): Μεγάλο κουδούνι με δυνατό ήχο για μεγαλόσωμα ζώα.
- Τσαγκάδι (το): Η γίδα ή προβατίνα που έμεινε χωρίς θηλασμό (κατσικιού ή αρνιού) π.χ. λόγω αποβολής.
- Τσαντίλα (η): Μεγάλα τουλουπάνια για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού.
- Τσαρδί (το): Πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά. Καλύβα.
- Τσάρκος (ο): Ο παιδικός σταθμός της στάνης. Μια καλύβα που βάζουν τα νεογέννητα αρνιά, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή. Αλίμονο σ” όποιον ξένο πλησιάσει τον τσάρκο. Το τσοπανόσκυλο θα τον κομματιάσει.
- Τσαρούχια (τα): Αυτοσχέδια παπούτσια από το δέρμα ζώων με φούντα μπροστά.
- Τσατάλι (το): Σιδερένιος ή ξύλινος γάντζος σαν τσιγκέλι.
- Τσιμπουροβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα με πολύ μικρό μαστό.
- Τσοκάνι (το): Το πλακέ κουδούνι για τα γίδια. Λέγεται και κραμπακίδα.
- Τσούλα (η): Προβατίνα με μικρά αυτιά.
- Τσουράπια (τα): Τσοπάνικες κάλτσες φτιαγμένες από μαλλί προβάτου.
- Τυρόγαλο (το): Το υγρό που μένει από το πήξιμο του τυριού.
- Φλόρα (η): Ολόασπρη γίδα.
(*) Δημοσιεύτηκε στον «Αιτωλοακαρνανικό Τύπο» του Ηλ. Ζαπαντιώτη και αναδημοσιεύτηκε στα «Ευρυτανικά Χρονικά», τ.8, Οκτώβριος – Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2003, απ” όπου το αντλήσαμε
Πηγή: tilestwra.com