Το «φαινόμενο» Γκρέτα Τούνμπεργκ, οι χαχόλοι της κλιματικής αλλαγής και τα εκατ. ευρώ που κερδίζει…

Οικολογία Οικονομικά
Μοιραστείτε το:

Γκρέτα Τούνμπεργκ: Η αληθινή ιστορία της 16χρονης ακτιβίστριας

Ποια είναι η 16χρονη ακτιβίστρια που με «όπλο» τον αυτισμό έγινε σύμβολο στον αγώνα για το περιβάλλον, κέρδισε πιστούς υποστηρικτές και δημιούργησε σφοδρούς επικριτές – Ο γκουρού της επικοινωνίας που την ανακάλυψε δήθεν τυχαία, η ιδιόρρυθμη οικογένεια, το μάρκετινγκ του συνδρόμου Ασπεργκερ, οι Σουηδοί billionaires υποστηρικτές της και τα κέρδη των 25 εκατ. ευρώ.

Εχει πάντα ενδιαφέρον ιχνηλατώντας να εντοπίζει κανείς την κομβική στιγμή στη ζωή ενός ήσσονος σημασίας -μέχρι τότε- χαρακτήρα. Τη στιγμή που ένας ήρωας εν τη γενέσει του βρίσκεται μπροστά στο σταυροδρόμι που του φανερώνει αδιαπραγμάτευτα το σημείο της εσωτερικής του αλλαγής και αυτογνωσίας. Αν το διασχίσει, δεν υπάρχει επιστροφή. Εχει επιτύχει το σημείο της υπέρβασης, του διαχωρισμού του από τους κοινούς θνητούς. Εχει αποδράσει από τον συμβατικό χρόνο, τείνοντας προς την ακινησία.

Κάποιες φορές, μια τέτοια στιγμή κρίνεται αναγκαίο να κατασκευαστεί ώστε να οικοδομηθεί ο ήρωας μέσα από τον δικό του φακό. Με λίγα και απλά λόγια, να πλάσει τον μύθο του.

της Νεφέλης Λυγερού στο protothema.gr

Στην περίπτωση της Γκρέτα Τούνμπεργκ δύο είναι οι στιγμές που έχουν προτάξει οι οικείοι της, αλλά και η ίδια, ως το προσφιλές γι’ αυτούς αφήγημα.

Η πρώτη συνέβη όταν ήταν δεν ήταν 8 ετών. Στο σχολείο της προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ για την υπερθέρμανση του πλανήτη, την κλιματική αλλαγή, τους ρύπους, τα πλαστικά στους ωκεανούς και άλλα παρόμοια που προμήνυαν ένα δυσοίωνο μέλλον για τη μητέρα Γη και τους κατοίκους της. «Υπεραναλύω τα πράγματα. Κάποιοι μπορούν να ξεπερνάνε καταστάσεις και σκέψεις, αλλά όχι εγώ», έχει πει.

Πράγματι, παρότι δεν σταμάτησε να κλαίει κατά τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα και όταν αυτή τελείωσε και οι συμμαθητές της επέστρεψαν στο παιχνίδι. Η ίδια υποστηρίζει ότι μετά από αυτό δεν μπορούσε να επιστρέψει στη ρουτίνα της. Μια ρουτίνα που περιελάβανε πρωινό ξύπνημα στις 6 το πρωί, σχολείο, επιστροφή στο σπίτι και διάβασμα. Οχι όμως φίλους και ανεμελιά που συνήθως χαρακτηρίζει τα παιδιά της ηλικίας της.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των γονιών της, στο κομβικό εκείνο σημείο για τη μετέπειτα εξέλιξη της κόρης τους, η Γκρέτα έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Τρία χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 11 ετών, η ψυχολογική της κατάσταση πήρε μία ακόμα πιο επικίνδυνη τροπή: σταμάτησε να μιλάει και να τρώει. Σε συνεντεύξεις της οικογένειας, τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας της είπαν ότι η κατάπτωση αυτή ήταν απόρροια της απόγνωσης που ένιωθε για το περιβάλλον.

Η οργισμένη ομιλία της 16χρονης ακτιβίστριας στο ξεκίνημα των εργασιών της Συνόδου του ΟΗΕ για το Κλίμα

Κάποιοι δημοσιογράφοι που επέμειναν ζητώντας περαιτέρω εξηγήσεις, ανάγκασαν τη μητέρα της Γκρέτα να παραδεχτεί ότι «οι περιβαλλοντικές ανησυχίες ήταν μόνο ένας από τους παράγοντες που έπληξαν την ψυχολογία της μικρής κοπέλας, όχι όμως ο μοναδικός». Εξάλλου, την περίοδο εκείνη ήταν που διαγνώστηκε ως αυτιστική, ενώ έναν χρόνο μετά ακολούθησε και η αδελφή της.

Η δεύτερη στιγμή που άλλαξε τον ρου της προσωπικής πορείας της Γκρέτα και σηματοδότησε την εκτόξευσή της στη δημοσιότητα έλαβε χώρα τον περασμένο Αύγουστο. Τότε το «αόρατο» κορίτσι μετατράπηκε σε poster child ενός κινήματος που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανακαλύψει ούτε τον βηματισμό του, ούτε τον εμπνευστή του. Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ δεν μπόρεσε να σηκώσει τον ρόλο αυτό.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η Γκρέτα αποφάσισε να αποτινάξει το πέπλο της κατάθλιψης που είχε ήδη σκιάσει εφτά χρόνια της σύντομης ζωής της. Μέχρι εκείνο το σημείο είχε πείσει την οικογένειά της, η οποία αποτελείται από τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή και τον παππού της, να γίνουν χορτοφάγοι και να μην ταξιδεύουν με αεροπλάνο. Για την ακρίβεια, σε κάθε οικογενειακή μάζωξη, ακόμα και στο καθημερινό δείπνο, μονοπωλούσε τη συζήτηση, συχνά επιστρατεύοντας χάρτες και επικυρωμένα στοιχεία που επιβεβαίωναν το συμπέρασμά της: «Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας για να σώσουμε τον πλανήτη». Πράγματι, μετά από αρκετή προσπάθεια όλοι ασπάστηκαν τις διατροφικές της συνήθειες, αποτάσσοντας το κρέας και τα γαλακτοκομικά από τη διατροφή τους.

Η οικογένεια της Γκρέτα ωστόσο θεωρούνταν ανέκαθεν ολίγον τι εκκεντρική. Τα μέλη της εμφανίστηκαν έτοιμα από καιρό να γίνουν αποδέκτες μιας δημόσιας υπερέκθεσης. Η μητέρα της Μαλένα Ερνμαν είναι τραγουδίστρια της όπερας, ενώ έχει επιχειρήσει αρκετές φορές να μεταπηδήσει και στην ποπ σκηνή. Ενδεικτική ήταν η συμμετοχή της το 2009 στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον.

Ο πατέρας της Σβάντε Τούνμπεργκ είναι ηθοποιός, συγγραφέας και παραγωγός, αλλά και μάνατζερ της συζύγου του. Εγινε γνωστός στη χώρα του, από τη συμμετοχή του σε μια σαπουνόπερα που κέρδισε το ενδιαφέρον των τηλεθεατών από το 1997 έως το 2000. Αλλά και ο παππούς της Ολοφ Τούνμπεργκ είναι γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός, ενώ η μικρότερη -κατά τρία χρόνια- αδελφή της Μπέτα έχει ακολουθήσει καριέρα στο τραγούδι με την υποστήριξη της μητέρας της, η οποία εκτελεί και χρέη μάνατζερ.

Με τους γονείς της και τη μικρότερη -κατά τρία χρόνια- αδελφή της Μπέτα, η οποία πλέον ακολουθεί καριέρα τραγουδίστριας

Πλέον, μετά την εκτόξευση της αδελφής της στον ουρανό της παγκόσμιας δημοσιότητας έχει εγκαταλείψει και εκείνη το σχολείο για να αφιερωθεί στην καριέρα της – ετοιμάζεται να βγάλει τον πρώτο προσωπικό της δίσκο. Και οι δύο γονείς, πάντως, έχουν υποστηρίξει ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εργασία τους τόσο για να φροντίζουν τις κόρες τους, λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων που έχει η ασθένειά τους, όσο και εξαιτίας της απαγόρευσης που τους είχε επιβάλει η Γκρέτα ως προς τη χρήση των αεροπλάνων. Αδυνατούσαν -σύμφωνα με τα λεγόμενά τους- να ανταποκριθούν στις επαγγελματικές υποχρεώσεις τους καθώς δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν από τη μία πόλη στην άλλη.

Στα 15 της χρόνια η έφηβη Γκρέτα αποφάσισε ότι μετά τον προσηλυτισμό της οικογένειάς της στον ιερό σκοπό δεν την εμπόδιζε κανείς να επιτύχει το ίδιο και με τον υπόλοιπο κόσμο. «Αφού με άκουσαν αυτοί που στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί και συμβιβαστικοί γιατί να μη συμβεί το ίδιο και με άλλους;», είπε. Μία συνηθισμένη Τετάρτη, λοιπόν, αποφάσισε να μην πάει στο σχολείο. Ετοίμασε ένα πλακάτ με το σύνθημα «Απεργία από το σχολείο για την κλιματική αλλαγή» και πέρασε όλη την ημέρα της στα σκαλιά του Σουηδικού Κοινοβουλίου. Οι γονείς της προσπάθησαν να την αποθαρρύνουν και κανένας από τους συμμαθητές της δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της.

Πράσινο μάρκετινγκ

Στο σημείο αυτό θολώνουν κάπως τα πράγματα. Στις διηγήσεις της οικογένειας Τούνμπεργκ προβάλλεται η εκδοχή ότι μέρα με τη μέρα η επιμονή της μικρής προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κόσμου και των τοπικών μίντια. Οσο όμως η φήμη της μεγάλωνε τόσο στο πλάνο μπήκε ένα πρόσωπο: ο Ινγκμαρ Ρέντζχογκ. Ενας σχετικά νέος επιχειρηματίας, ο οποίος θεωρείται γκουρού της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Πρωτίστως, όμως, είναι ιδρυτής μιας διαδικτυακής πράσινης καινοτόμας εταιρείας, της We don’t have time – σλόγκαν που έχει υιοθετήσει στις δημόσιες ομιλίες της και η ίδια η Γκρέτα.

Η εταιρεία του Ρέντζχογκ ασχολείται με τα θέματα της πράσινης ανάπτυξης, την κυκλική οικονομία, αλλά ως επί το πλείστον με το Greenwashing. Το τελευταίο είναι μια μορφή πράσινου μάρκετινγκ που έχει δεχτεί σφοδρή κριτική, καθώς -σύμφωνα με πολλούς- χρησιμοποιείται απατηλά για την προώθηση της αντίληψης ότι τα προϊόντα ενός οργανισμού και οι πολιτικές του είναι φιλικές προς το περιβάλλον.

Οταν δημοσιογράφοι αποκάλυψαν τη σύνδεσή του με την οικογένεια της Γκρέτα ασχολήθηκαν επιμόνως μαζί του. Εξάλλου, με μια πρόχειρη ματιά στα κοινωνικά δίκτυα συνειδητοποιούσε κανείς την ενεργή συμμετοχή του στην καμπάνια της 16χρονης κοπέλας.

Εκείνος έδωσε τη δική του εκδοχή. Υποστήριξε ότι περνούσε τυχαία από το Κοινοβούλιο πηγαίνοντας στη δουλειά του, όταν πρόσεξε ένα κορίτσι να κάθεται μόνο του με ένα πλακάτ. Την τράβηξε φωτογραφία, την οποία και ανάρτησε στα κοινωνικά δίκτυα με το εξής μήνυμα: «Η σχολική απεργία ξεκινά σήμερα και συνεχίζεται μέχρι την ημέρα των εκλογών. Μπροστά από το Σώμα της Βουλής. Κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήμουν εκεί, μόνο ένας περαστικός ήρθε μπροστά από το κορίτσι και δέχτηκε να πάρει το φυλλάδιο που εκείνο είχε προετοιμάσει. Κανείς, όμως, πέρα από μένα, δεν μίλησε μαζί της».

Αν μη τι άλλο, κίνησε το δικό του ενδιαφέρον. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα, δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνίστρια την Γκρέτα, το οποίο επίσης δημοσιοποίησε στα κοινωνικά δίκτυα – τόσο στα σουηδικά όσο και στα διεθνή. Σε λιγότερο από ένα 24ωρο αυτό είχε αποσπάσει δεκάδες χιλιάδες σχόλια και κοινοποιήσεις.

Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ευαισθητοποιηθούν και τα σουηδικά ΜΜΕ. Από την πρώτη εβδομάδα της απεργίας, τουλάχιστον έξι μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες, τόσο από τη Σουηδία όσο και από τη Δανία, φιλοξένησαν την Γκρέτα. Λίγες ημέρες μετά, στις δεκάδες συνεντεύξεις που έδινε στον Τύπο, σε καθημερινή πλέον βάση, τη συνόδευαν και οι γονείς της, προωθώντας το βιβλίο που μόλις είχαν εκδώσει με πρωταγωνίστρια την κόρη τους και τονίζοντας την παιδική ηλικία της. Εκεί αποκάλυπταν ότι η νεαρή κοπέλα πάσχει από το σύνδρομο Ασπεργκερ, το οποίο η μητέρα της περιέγραφε ως «υπερδύναμη». Σημειωτέον, σήμερα στα σκαριά βρίσκεται και το δεύτερο βιβλίο που θα καλύπτει τη δεύτερη φάση της ζωής της.

Με το αζημίωτο

Ο χρόνος που ο γνωστός επικοινωνιολόγος και επιχειρηματίας «ανακαλύπτει» την Γκρέτα συνέπεσε με την κυκλοφορία του βιβλίου της οικογένειας. Το γεγονός κίνησε την περιέργεια του Σουηδού δημοσιογράφου Αντρέα Ενρικσον. Πόσο μάλλον όταν λίγες ώρες μετά την ανάρτηση του Ενρικσον που εκθείαζε «το άγνωστο αυτό κορίτσι» εμφανίστηκε και ένα εκτενές άρθρο-αφιέρωμα της μεγαλύτερης σουηδικής εφημερίδας «Aftenbladet».

Μετά από σχετική έρευνα, ο δημοσιογράφος υποστήριξε ότι η οικογένεια γνωριζόταν με τον Ρέντζχογκ εδώ και πολλούς μήνες. Επικαλέστηκε μάλιστα και την κοινή τους συμμετοχή σε ένα συνέδριο για να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του. Αμέσως μετά το δημοσίευμα, ο Ρέντζχογκ έδωσε τη δική του απάντηση μέσω των κοινωνικών δικτύων. Παραδέχτηκε ότι πράγματι δεν είχε περάσει τυχαία εκείνη την ημέρα από το Κοινοβούλιο, αλλά ότι κάποιος τον είχε ειδοποιήσει για μια εξελισσόμενη διαμαρτυρία. «Δεν γνώριζα όμως ότι επρόκειτο για μία 15χρονη κοπέλα».

Αλλά και η ίδια η Γκρέτα έδωσε εξηγήσεις. Σε ανάρτησή της εξήγησε ότι οι καθιστικές διαμαρτυρίες δεν είχαν τη σύμφωνη γνώμη των γονιών της και ότι πράγματι από τους πρώτους που έδειξαν ενδιαφέρον για την πρωτοβουλία της ήταν ο Ινγκμαρ Ρέντζχογκ – και αυτό γιατί μοιραζόταν την ανησυχία της για το ζήτημα. «Οι άνθρωποι αγαπούν να διασπείρουν φήμες λέγοντας ότι έχω ανθρώπους από πίσω μου, ότι είμαι “πληρωμένη” ή ότι με χρησιμοποιούν, αλλά η πραγματικότητα είναι δεν υπάρχει κανένας πίσω μου εκτός από τον εαυτό μου».

Oπως και να έχει, λίγους μήνες μετά, η εταιρεία του Ρέντζχογκ αναγκάστηκε να δημοσιεύσει μια μακροσκελή δημόσια απολογία, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Αποδείχτηκε ότι η νεαρή Γκρέτα συνεργάστηκε με την εταιρεία του ως αμισθί σύμβουλος για τα ζητήματα της νεολαίας. Μέχρι εδώ όλα καλά. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν καταγγελίες ότι χρησιμοποίησαν καταχρηστικά τόσο το όνομά της όσο και φωτογραφίες της στο ενημερωτικό φυλλάδιο που μοίρασαν στους επίδοξους χρηματοδότες τους.

Τελικά συγκέντρωσαν το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 25 εκατ. ευρώ από συνολικά 500 άτομα. Στην απολογία που αναγκάστηκαν να εκδώσουν μετά τον σάλο, παραδέχτηκαν ότι δεν έπρεπε να εστιάσουν τόσο στο πρόσωπο της Γκρέτα, στηριζόμενοι σ’ αυτό για την προσέλκυση χρημάτων. Η ανακοίνωση τόνιζε ότι επικοινώνησαν με την οικογένεια και την ίδια για να ζητήσουν συγγνώμη.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία που ήρθε προ ημερών στη δημοσιότητα είναι ότι μεγαλομέτοχοι της επίμαχης εταιρείας είναι δύο πανίσχυρες οικογένειες δισεκατομμυριούχων της Σουηδίας. Πρόκειται για τον Ντέιβιντ Ολσεν, ο οποίος συνδέεται με εταιρεία real estate, μία από τις μεγαλύτερες στη Σουηδία, καθώς και με εταιρείες επενδύσεων. Μάλιστα έχει σχέση και με τη σουηδική επενδυτική τράπεζα Naventus Corporate Finance, όπως φαίνεται στο προφίλ του στο LinkedIn.

Αλλά και ο Ρέντζχογκ συνδέεται με κτηματομεσιτικά και επενδυτικά κεφάλαια, καθώς και με περιβαλλοντικούς οργανισμούς, όπως η Global Challenge. Επιπλέον, ηγείται ενός think tank που δημιούργησε η Σουηδή σοσιαλδημοκράτισσα οικονομολόγος και πρώην υπουργός Κριστίνα Πέρσον το 2007, η οποία μεταξύ 2014 και 2016 κατείχε το χαρτοφυλάκιο της Σκανδιναβικής Συνεργασίας και της Στρατηγικής Ανάπτυξης. Εξάλλου, σύμφωνα με έρευνα, στον κύκλο της μικρής Γκρέτα είναι και ο Γκούσταβ Στένμπεκ, ένας εκ των πλουσιότερων Σουηδών, του οποίου η οικογένεια ελέγχει την εταιρεία επενδύσεων Kinnevik AB.

Μετά την αναπάντεχη (;) δημοσιότητα της μεγαλύτερης κόρης της οικογένειας, στον χώρο των επιχειρήσεων έχει μπει και ο πατέρας της Γκρέτα, εγκαταλείποντας τις καλλιτεχνικές δραστηριότητές του. Ο Τούνμπεργκ έγινε διευθυντής της εκστρατείας της κόρης του. Δεν είναι ο μόνος όμως που διαχειρίζεται το βαρύ πλέον πρόγραμμά της. Ο Ντάνιελ Ντόνερ είναι ο επικεφαλής Τύπου της 16χρονης. Παράλληλα, εργάζεται για το λόμπι του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Ιδρύματος, μια ΜΚΟ που χρηματοδοτείται από διάφορα ιδρύματα, όπως το Rockefeller Brothers Fund. Δημοσιεύματα που τη συνέδεαν με τον Τζορτζ Σόρος δεν επιβεβαιώθηκαν, ενώ κάποιες σχετικές φωτογραφίες αποδείχτηκε ότι ήταν προϊόντα φωτομοντάζ.

Η απήχηση όμως που γνωρίζει η νεαρή ακτιβίστρια την οδήγησε να απέχει και για δεύτερη χρονιά από το σχολείο. Οπως δήλωσε, «θα αφοσιωθώ αποκλειστικά στον αγώνα για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης». Κατά έναν μυστηριώδη τρόπο, όμως, δεν έχει χάσει χρονιά. Αν και ούτε την προηγούμενη χρονιά πάτησε στην τάξη της, αποφοίτησε, και μάλιστα με άριστα!

Στη Σουηδία η είδηση αυτή δίχασε. Κάποιοι γονείς ισχυρίστηκαν ότι όσο πολύτιμος κι αν είναι ο σκοπός της, η απόφαση αυτή δίνει λάθος μήνυμα στα υπόλοιπα παιδιά. Αλλωστε έχει μετατραπεί σε μαζικό παγκόσμιο φαινόμενο. Μαθητές από τη Βρετανία, την Αυστραλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Πολωνία, ακόμα και από την Ουγκάντα, την Ταϊλάνδη και την Κολομβία παρατάνε το σχολείο για να στρατολογηθούν στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.

Για την πλειονότητα των παιδιών αυτών η Γκρέτα είναι κάτι σαν απεσταλμένη του Θεού στη Γη. Αντιθέτως, οι επικριτές της κάνουν λόγο για μια μαριονέτα την οποία χειρίζεται παρασκηνιακά ένα ολόκληρο σύστημα. Υπάρχουν δημοσιεύματα που ισχυρίζονται ότι επικοινωνιολόγοι την προετοίμαζαν έναν χρόνο προτού γίνει ευρέως γνωστή.

Σουηδικά μίντια δε, και μάλιστα έγκριτα, ισχυρίστηκαν ότι η δράση της έφηβης έχει αποφέρει στην οικογένειά της γύρω στα 10 εκατ. σουηδικές κορόνες (περίπου ένα εκατ. ευρώ) και στην εταιρεία του Ινγκμαρ Ρέντζχογκ κέρδη 20 εκατ. (2 εκατ. ευρώ) από πώληση προϊόντων στους οπαδούς, τη διοργάνωση συναυλιών για τη σωτηρία του πλανήτη και ιδιωτικές εισφορές που δέχεται για τον αγώνα της.

«Η Γκρέτα Τούνμπεργκ δεν οδηγεί μόνο ένα περιβαλλοντικό κίνημα, αλλά και ένα οικονομικό», έγραψαν οι «Times». «Πίσω από το περιβαλλοντολογικό κίνημα που προέκυψε κρύβεται ένα λόμπι από εταιρείες ενέργειας με συμφέροντα σε ανανεώσιμες πηγές, επενδυτικά κεφάλαια και αμοιβαία κεφάλαια ακίνητης περιουσίας», σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα. Αλλοι εμμένουν να βλέπουν στην προσπάθειά της τον ιερό αγώνα ενός νέου ατόμου που μετέτρεψε την ασθένειά του σε πλεονέκτημα, δίνοντας κουράγιο σε εκατομμύρια οικογένειες.

Τέλος, κάποιοι βρίσκονται κάπου στη μέση, ισχυριζόμενοι ότι οι προθέσεις της είναι σωστές, ο σκοπός της σημαντικός, αλλά πολλές φορές ο λόγος της αρκετά απλουστευτικός, με αποτέλεσμα να οδηγεί τη νεολαία σε σύγχυση. Οπως και να έχει, το μόνο βέβαιο είναι ότι ένα κορίτσι που μετά βίας μπορούσε να απευθύνει τον λόγο στους συμμαθητές του, έχει ομολογήσει ότι απολαμβάνει μεγάλη ικανοποίηση μιλώντας σε τεράστια πλήθη.

Πηγή: protothema.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged