H Τράπεζα Θεμάτων στην Β/θμια και ο ρόλος της στην αναβάθμιση της Εκπαίδευσης

Β/θμια
Μοιραστείτε το:

Η  Τράπεζα Θεμάτων είναι ίσως το ποιο κομβικό στοιχείο για την αναβάθμιση της Β/θμιας  εκπαίδευσης στη χώρα μας, που είναι κοινά παραδεκτό ότι βρίσκεται σε ποιοτικά χαοτική πτώση τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια, εάν και εφόσον βέβαια θεσμοθετηθεί  η ουσιαστική εφαρμογή της.

Μπήκε «τύποις» για πρώτη φορά στην ζωή μαθητών και εκπαιδευτικών με τον νόμο του Κ. Αρβανιτόπουλου, προκάλεσε πολύ ισχυρές αντιδράσεις η προγραμματισμένη εφαρμογή της, δεν έλαβε ποτέ σοβαρή μορφή λόγω τις αντιμετώπισης των καθ’ ύλη αρμοδίων στελεχών του ΙΕΠ και σταδιακά αφέθηκε στη λήθη και την αφάνεια, πάλι από τους σοφούς του ΙΕΠ, τους συριζαίους αυτή τη φορά.

Περί τίνος, όμως, πρόκειται και για ποιο λόγο προκάλεσε «τρόμο» τόσο στους εκπαιδευτικούς της Β/θμιας, όσο και στους ηγήτορες του ΙΕΠ;

Ας τα δούμε με την σειρά:

α). Τι είναι η Τράπεζα Θεμάτων και ποιο το περιεχόμενο της

Με απλά λόγια η Τράπεζα Θεμάτων είναι ένα συγκεντρωτικό αρχείο, θεμάτων εξέτασης και αξιολόγησης των μαθητών, σε ότι αφορά την κατανόηση και την εμπέδωση της διδακτέας ύλης ενός διδασκόμενου μαθήματος. Οφείλει να καλύπτει κάθε στοιχείο και σημείο της ύλης του μαθήματος, όπως αυτή προδιαγράφεται και ορίζεται από το αναλυτικό πρόγραμμα του.

Παιδαγωγικά τα θέματα εξέτασης που περιλαμβάνει πρέπει να διαρθρώνονται σε κλίμακα διαβαθμισμένης δυσκολίας, καλύπτοντας το εύρος των διδασκόμενων γνώσεων, από τις ποιο απλές και εύκολες στην μάθησή τους, έως τις ποιο σύνθετες και περίπλοκες, κατά τρόπο που η ύλη τους να αποτελεί την βάση των επόμενων θεμάτων στην κλίμακα δυσκολίας.

α1). Η Κλίμακα δυσκολίας των θεμάτων της Τράπεζας

Η κλιμάκωση του βαθμού δυσκολίας των θεμάτων που θα περιέχονται στο αρχείο της Τράπεζας κάθε μαθήματος, θεωρητικά θα μπορούσε να είναι άπειρη κατά αριθμητική πρόοδο ή να ακολουθεί την καμπύλη του Gaus. Για πρακτικούς, όμως λόγους, που έχουν σχέση με την κατά το δυνατόν αντικειμενική αξιολόγηση και βαθμολόγησή τους, ως θέματα εξέτασης της μαθητικής επίδοσης, θα πρέπει να συνθέτουν μόνο τρία επίπεδα δυσκολίας, -χαμηλής, μέσης και υψηλής δυσκολίας-, με το καθένα να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο ύψος ανώτερης βαθμολόγησης. Με την διαμόρφωση αυτή των τριών βαθμών δυσκολίας είναι πρακτικά δυνατή η αντικειμενική κατά το δυνατόν και δίκαιη αξιολόγηση των εξεταζόμενων μαθητών σε ότι αφορά την μαθητική επίδοσή τους στο εξεταζόμενο μάθημα.

α2). Η αναλογία θεμάτων σύμφωνα με την Κλίμακα δυσκολίας τους και η αντιστοιχία βαθμολόγησής τους

Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο, ΓΕΛ, ΕΠΑΛ) ένας εύλογος αριθμός θεμάτων που μπορούν να τεθούν στις εξετάσεις αξιολόγησης των μαθητών και ορισμού της μαθητικής επίδοσής τους είναι ο αριθμός 10, για πολλούς και διαφόρους λόγους που δεν είναι της παρούσης.

Ένας συνετός ορισμός του βαθμού δυσκολίας αυτών των δέκα θεμάτων που θα θέτονται στους μαθητές, προκειμένου η αξιολόγησή της επίδοσής τους να είναι κατά το μέγιστο αντικειμενική και δίκαιη, είναι  ή αν θέλετε προτείνεται να είναι:

  • Χαμηλής δυσκολίας: 3 θέματα ή 30% του συνόλου των δέκα θεμάτων
  • Μέσης δυσκολίας: 3 θέματα ή 30% του συνόλου των δέκα θεμάτων
  • Υψηλής δυσκολίας: 4 θέματα ή 40% του συνόλου των δέκα θεμάτων

Αντίστοιχη θα πρέπει να είναι και η μέγιστη βαθμολόγηση των σωστών απαντήσεων, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας κάθε θέματος, ώστε να αποτυπώνει την πραγματική επίδοση και μαθησιακή απόδοση κάθε μαθητή, ανάλογα με τον συνδυασμό των εξεταζόμενων θεμάτων που ο ίδιος θα επιλέξει να απαντήσει.

Ειδικότερα, η μέγιστη βαθμολόγηση κάθε απάντησης ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας του θα μπορούσε να ορισθεί στην 20βαθμη κλίμακα βαθμολόγησής τους σε:

  • Θέματα Χαμηλής δυσκολίας: Μέγιστη βαθμολόγηση θέματος: 2  βαθμοί
  • Θέματα Μέσης δυσκολίας: Μέγιστη βαθμολόγηση θέματος: 3  βαθμοί
  • Θέματα Υψηλής δυσκολίας: Μέγιστη βαθμολόγηση θέματος: 4,5 βαθμοί

Οι μαθητές θα έχουν την υποχρέωση να απαντούν σε τέσσερα (4) κατ’ ελάχιστο και έξι (6) κατά μέγιστο θέματα από τα 10 που θα τους έχουν τεθεί.

Γίνεται, εύκολα κατανοητό, ότι οι μαθητές θα έχουν την δυνατότητα ανάλογα με τις «μαθησιακές» δυνάμεις τους:

1) να μπορούν να πετύχουν την «βάση», -απαντήσεις σε τρία (3) θέματα χαμηλής δυσκολίας και ένα (1) μέσης δυσκολίας-,

2) να αριστεύουν, -τέσσερα (4) υψηλής δυσκολίας και δύο χαμηλής δυσκολίας-, ή

3) να επιτυγχάνουν ένα αξιοσέβαστο βαθμό μαθητικής επίδοσης, -τρία (3) θέματα χαμηλής δυσκολίας και τρία (3) θέματα μέσης δυσκολίας-,  κλπ.

Με αυτά τα στοιχεία και αυτή την διαδικασία, θα επιβραβεύονται οι άριστοι, θα αξιολογούνται σωστά οι «μέσης» επίδοσης μαθητές και θα λαμβάνουν δίκαιη κρίση οι αδιάφοροι,  συνθέτοντας έτσι στο απόλυτο την μαθησιακή καμπύλη του  Gaus απόδοσης των μαθητών σε κάθε τάξη και μάθημα.

β). Αριθμός θεμάτων Τράπεζας ανά μάθημα

Στην αρχική πρόταση για την δημιουργία της Τράπεζας θεμάτων, ο αριθμός που αυτή θα περιλάμβανε, δεν ορίσθηκε, αλλά ο ορισμός του μέγιστου αριθμού τους δόθηκε ως προνόμιο  στους «σοφούς» παιδαγωγούς του τότε πανίσχυρου ΙΕΠ, το οποίο ουδέποτε αποφάσισε περί αυτού.

Η αρχική πρόταση της στήλης, όπως αυτή έχει ήδη καταγραφεί στην μελέτη «Το Σχολείο του 21ου Αιώνα», -για να την δείτε κάντε κλικ εδώ-, ήταν ο αριθμός των θεμάτων για κάθε μάθημα να φθάνει στις 2.000. Η ανάγκη, όμως, για πλήρη κάλυψη όλης της διδακτέας ύλης και της ύπαρξης ικανού αριθμού θεμάτων ανά βαθμό δυσκολίας, ώστε να διευρύνεται το τυχαίο της επιλογής τους, δίνει ευλόγως τον αριθμό των 10.000 θεμάτων ανά μάθημα, με αυτά να κατανέμονται ανά κατηγορία δυσκολίας ως εξής:

  1. Θέματα Χαμηλής δυσκολίας: 3.000 (30% του συνολικού αριθμού των 10.000 θεμάτων)
  2. Θέματα Μέσης δυσκολίας: 3.000 (30% του συνολικού αριθμού των 10.000 θεμάτων)
  3. Θέματα Υψηλής δυσκολίας: 4.000 (30% του συνολικού αριθμού των 10.000 θεμάτων)

Όπως αναφέρθηκε ποιο πάνω, οι αριθμοί αυτοί συντελούν στο απρόβλεπτο της τυχαίας επιλογής-ορισμού τους με την διαδικασία της ψηφιακής κληρωτίδας τους (βλέπε ποιο κάτω), γεγονός που αυξάνει τη αξιοπιστία του συστήματος αξιολόγησης των μαθητών.

β1). «Ποιότητα» θεμάτων Τράπεζας

Η σύνταξη και επιλογή των θεμάτων της Τράπεζας κάθε μαθήματος, είναι πολύ κρίσιμος παράγοντας για την ποιότητα και αξιοπιστία  του εκπαιδευτικού συστήματος της Β/θμιας, ίσης σχεδόν βαρύτητας με το αναλυτικό πρόγραμμα διδακτέας ύλης κάθε μαθήματος. Τα θέματα που θα επιλεγούν θα πρέπει να καλύπτουν, όλη την ύλη που ορίζει το κάθε αναλυτικό πρόγραμμα, ακόμη και τα «και» θα μπορούσε να πει κανείς καθ’ υπερβολή, όχι, όμως με βάση την περιεχόμενη ύλη του βιβλίου του μαθήματος. Κι αυτό γιατί, τα τελευταία, για προφανείς παιδαγωγικούς και ψυχοπαιδαγωγικούς λόγους, που άπτονται της ηλικίας των μαθητών, είναι συνήθως συνοπτικά σε ότι αφορά την διδακτέα ύλη που καλούνται να παρουσιάσουν, με τον διδάσκοντα εκπαιδευτικό να είναι αυτός που καλείται να την επεξηγήσει και μεταδώσει ως γνώση στους μαθητές.

Με απλά λόγια, η σύνταξη και επιλογή των θεμάτων της «Τράπεζας Θεμάτων»  κάθε μαθήματος, δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά θα πρέπει να γίνει από συγκροτημένη ομάδα, στην οποία θα έχουν δοθεί απόλυτα σαφείς παιδαγωγικές οδηγίες κι επαρκής χρόνος. Μετά δε την πρώτη εφαρμογή της, θα πρέπει να αξιολογείται από τους εκπαιδευτικούς και να ανανεώνεται ω προς τα θέματά της κάθε νέο διδακτικό έτος, με αντικατάσταση των θεμάτων που η ποιότητά τους θα κρίνετε ως μη επαρκής.

Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιανόητο να επαναληφθεί η πρακτική που ακολούθησε η ηγετική ομάδα του ΙΕΠ κατά την υπουργεία του Κ.Αρβανιτόπουλου, -Γκλαβάς και Σια-, που επέλεξαν την λύση να δέχονται, μετά από δημόσια πρόσκληση, θέματα για την συγκρότησης Τράπεζας Θεμάτων κάθε μαθήματος, έναντι αμοιβής 2,5 ή 4,5 ευρώ ανά θέμα και υπό τον όρο της έγκρισης της αρμόδιας επιτροπής που θα έκρινε την καταλληλότητά τους, επιτροπή που ουδέποτε συγκροτήθηκε ή τουλάχιστον εάν υπήρξε τέτοια, ουδέποτε δημοσιοποιήθηκε και αναρτήθηκε στο Διαύγεια. Να σημειωθεί εδώ ότι ουδέποτε εκδόθηκε εγκύκλιος ή έστω απλές οδηγίες για τον τρόπο σύνταξης των θεμάτων και τον βαθμό δυσκολίας τους. Η σχετική πρακτική βρήκε μικρή ανταπόκριση στους εκπαιδευτικούς της Β/θμιας, ατόνησε σταδιακά έως ότου καταργήθηκε σιωπηλά από την ηγεσία του ΙΕΠ που ορίσθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα πληροφορίες της εποχής, που όμως, δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθούν με κάποιο έγγραφο, ανάφεραν ότι η σχετική δράση είχε ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, με την πρόβλεψη ιδιαίτερα «ικανοποιητικών» αμοιβών για τους συντονιστές – διαχειριστές της σχετικής δράσης.

γ). «Επιλογή» θεμάτων Τράπεζας για τις διαδικασίες αξιολόγησης (εξετάσεις) των μαθητών

Είναι πρόδηλα κατανοητό ότι για λόγους αντικειμενικότητας αλλά και αξιοπιστίας, η επιλογή των θεμάτων από το αρχείο της Τράπεζας πρέπει να γίνεται με κλήρωση. Λαμβάνοντας δε ως δεδομένο ότι το Υπουργείο Παιδείας, έχει εδώ και χρόνια αναπτύξει τις δικές του αποκλειστικές βάσεις δεδομένων και εξειδικευμένα κλειστά δίκτυα ψηφιακής επικοινωνίας με τις υπηρεσίες και τις σχολικές μονάδες του και ειδικά το My Scool, η σχετική κλήρωση είναι εύκολο να γίνεται ψηφιακά. Ειδικότερα προτείνεται η εξής διαδικασία:

  • Όλες οι Τράπεζες θεμάτων, όλων των μαθημάτων, εντάσσονται στην βάση δεδομένων του My Scool, προσβάσιμες απ’ όλες τις σχολικές μονάδες και σε όλους τους εκπαιδευτικούς.
  • Δημιουργείται «ψηφιακή γεννήτρια θεμάτων» με αυτοματοποιημένη δυνατότητα επιλογής 10 θεμάτων κατ’ αναλογία των καθορισμένων ποσοστών του βαθμού δυσκολίας τους.
  • Κλειδί ή αλλιώς ψηφιακό κωδικό πρόσβασης στην  «ψηφιακή γεννήτρια θεμάτων», θα έχει μόνο και αποκλειστικά ο Διευθυντής κάθε σχολικής μονάδας.
  • Σε κάθε σχολική μονάδα, στην αρχή κάθε νέου σχολικού έτους θα συγκροτείται με πράξη του Διευθυντή ή του Συλλόγου διδασκόντων για κάθε μάθημα «Επιτροπή Επιλογής Θεμάτων» με μέλη όλους τους διδάσκοντες του μαθήματος και σε περίπτωση μη ύπαρξης δεύτερου διδάσκοντα του μαθήματος, θα εντάσσεται σ’ αυτή εκπαιδευτικός ίδια ή συγγενούς ειδικότητας. Πρόεδρος κάθε επιτροπής ο Διευθυντής της Σχολικής μονάδας. Η σύνθεση των επιτροπών καταχωρείται υποχρεωτικά στο αρχείο της σχολικής μονάδας που διατηρείται στο My Scool.
  • Κατά την ημέρα των εξετάσεων κάθε μαθήματος και λίγο πριν την έναρξή τους, ο Διευθυντής της Σχολικής μονάδας, παρουσία της «Επιτροπής Επιλογής Θεμάτων» του μαθήματος, χρησιμοποιώντας τον ειδικό κωδικό πρόσβασης ενεργοποιεί την «ψηφιακή γεννήτρια θεμάτων», προκειμένου να επιλεγούν τα δέκα (10) θέματα εξέτασης των μαθητών, που διανέμονται σε αυτούς από τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς σε έγγραφη μορφή μέσα στην τάξη.
  • Μετά το πέρας της εξέτασης των μαθητών ή κατά το πέρας του ημερήσιου διδακτικού ωραρίου του σχολείου, ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας, εξάγει με τον ίδιο τρόπο τα «κλειδιά» ή αν θέλετε τις λύσεις-απαντήσεις των θεμάτων που είχαν επιλεγεί, τις οποίες παραδίδει σε έγγραφη μορφή στους διδάσκοντες που θα αξιολογήσουν τα «γραπτά» των μαθητών. Σε κάθε περίπτωση το λογισμικό της Τράπεζας θεμάτων δεν θα επιτρέπει την λήψη των απαντήσεων για τα 10 θέματα που κληρώθηκαν από την «ψηφιακή γεννήτρια θεμάτων», πριν περάσει εύλογος χρόνος, π.χ. δύο ή τρεις ώρες από την λήψη τους.

δ). Δημοσιοποίηση της Τράπεζας Θεμάτων και ελεύθερη πρόσβαση για όλους ή όχι;

Για το συγκεκριμένο, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτο ερώτημα, υπάρχουν δύο σχολές σκέψης.

Η πρώτη αναφέρει ότι εάν η Τράπεζα Θεμάτων κάθε μαθήματος, δοθεί στην δημοσιότητα, δηλαδή είναι προσβάσιμη από κάθε ενδιαφερόμενο, εκπαιδευτικό, μαθητή ή όχι, υπάρχει ο κίνδυνος να α) αποτελέσει αντικείμενο εξωσχολικών «φροντιστηρίων», β) να εκδοθούν «λυσάρι» για τα θέματά της, γ) να γίνει αποκλειστικό αντικείμενο εκπαίδευσης από εκπαιδευτικούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με ιδιαίτερες αντιλήψεις, που θα παρακάμψουν την θεσμοθετημένη διδασκαλία του μαθήματος, δ) οι καλοί μαθητές, έχοντας γνώση των θεμάτων της θα «στριμώχνουν τους εκπαιδευτικούς στην τάξη. Αυτοί που εκφράζουν αυτή την σκέψη, είναι κατά πλειοψηφία αυτοί που επέβαλαν την διανομή των «λυσαρίων», ως επίσημο εκπαιδευτικό βοήθημα στους μαθητές, πρακτική που ξεκίνησε με την περίφημη «μεταρρύθμιση» Αρσένη και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η δεύτερη θέλει την Τράπεζα Θεμάτων ελεύθερη και προσβάσιμη απ’ όλους, με το σκεπτικό ότι από την στιγμή που το υλικό της αποτελεί επίσημο στοιχείο του εξεταστικού συστήματος των μαθητών, αυτό θα πρέπει να είναι γνωστό σε όλους.

Η απάντηση σε όλα αυτά είναι απλή.

1) Κανείς ιδιώτης, εκδότης ή ΝΠ δεν μπορεί να «βγάλει» στην αγορά «λυσάρια» της Τράπεζας Θεμάτων, χωρίς την έγγραφη συμφωνία και Άδεια του Υπουργείου Παιδείας που θα είναι κάτοχος των αποκλειστικών πνευματικών και συγγραφικών δικαιωμάτων της. Συνεπώς τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, εκτός βέβαια της περίπτωσης που το ΥΠΕΘ, αδιαφορήσει.

2) Το να διδαχθούν «φροντιστηριακά» τα 10.000 θέματα της Τράπεζας, σημαίνει ότι έχει διδαχθεί ταυτόχρονα και η διδακτέα ύλη του αναλυτικού προγράμματος του μαθήματος, που ουσιαστικά είναι και ο στόχος του εκπαιδευτικού συστήματος.

3) Όσο ευφυής και προχωρημένος μαθησιακά στην ύλη της Τράπεζας θεμάτων είναι ένας μαθητής, ο όγκος των διδασκόμενων μαθημάτων δεν θα του επιτρέψει να προηγείται του εκπαιδευτικού που εκ των πραγμάτων δεν διδάσκει κατ’ έτος περισσότερα από δύο γνωστικά αντικείμενα, εκτός βέβαια των περιπτώσεων που είτε είναι «αδιάβαστοι» σ’ αυτά, είτε ακατάλληλοι για εκπαιδευτικοί.

4) Τα «κλειδιά» ή αλλιώς απαντήσεις των θεμάτων για την αξιολόγηση των «γραπτών» των μαθητών, θα παραμένουν στην βάση δεδομένων μη προσβάσημα για όλους, των εκπαιδευτικών περιλαμβανόμενων, που όπως προαναφέρθηκε θα λαμβάνουν γνώση μόνο για τα 10 θέματα κάθε εξέτασης.

ε). Οι αντιδράσεις για την θεσμοθέτηση και χρήση της Τράπεζας Θεμάτων και τα αίτιά τους

Με την δημοσίευση του νόμου με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η Τράπεζα Θεμάτων, υπήρξε θύελλα αντιδράσεων από τους εκπαιδευτικούς της επονομαζόμενης «προοδευτικής σκέψης και κουλτούρας» με το αιτιολογικό της επιβάρυνσης των μαθητών με νέα φροντιστηριακά ύλη, -αυτό ήταν τουλάχιστον το κύριο αίτιο που πρόβαλαν-, με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους τους να ακολουθούν, έως ότου το Τμήμα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και οι «σύντροφοι» που κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις του ΙΕΠ επέβαλαν την αδρανοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού.

Τα πραγματικά αίτια, όμως, για να μην κρύβεται κανένας στο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν και είναι άλλα και πολύ βαθύτερα, αγγίζουν δε την επάρκεια των ίδιων των εκπαιδευτικών και το μπάχαλο που επικρατεί στην πλειοψηφία των σχολικών μονάδων πλέον.

Είναι κοινά γνωστό και καταγεγραμμένο πλέον ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, για πολλούς και διαφόρους λόγους, που δεν είναι της παρούσης, είτε διδάσκει πολύ μικρό τμήμα της ύλης του αναλυτικού προγράμματος του μαθήματος, είτε διδάσκει επιλεκτικά συγκεκριμένες ενότητες και είτε, σε ακραίες περιπτώσεις  διδάσκει πολύ μικρή ύλη και μάλιστα όχι σε όλους τους μαθητές της τάξης.

Αυτό σε συνδυασμό με την πίεση που δέχονται από τους μαθητές για εύκολες λύσεις στη μαθητική ζωή τους, τους έχει οδηγήσει  στην άτυπη «θεσμοθέτηση»  συστήματος γνωστοποίησης εκ των προτέρων στους μαθητές συγκεκριμένων ενοτήτων ύλης για την εξέτασή τους ή ακόμη για πρακτικούς λόγους μικρού αριθμού θεμάτων εξέτασής τους, τα οποία μάλιστα διδάσκουν στην τάξη «φροντιστηριακά» πριν τις εξετάσεις αξιολόγησής τους, ενώ έχουν καταγραφεί και ακραίες περιπτώσεις στις οποίες οι μαθητές απαιτούν και συνήθως το επιτυγχάνουν να τους ανακοινώνεται εκ των προτέρων ο ελάχιστος αριθμός θεμάτων στα οποία καλούνται να εξεταστούν.

Συνολικά, ο «φόβος» των εκπαιδευτικών, που είναι και το βασικό αίτιο των αντιδράσεων κατά της θεσμοθέτησης και χρήσης της Τράπεζας Θεμάτων, είναι το τέρας των πιθανοτήτων να επιλεγούν θέματα αξιολόγησης  των οποίων η αντιστοιχούσα διδακτέα ύλη δεν έχει διδαχθεί από τους ίδιους, κάτι που όπως είναι φυσικό θα ξεσήκωνε θύελλα παραπόνων και αντιδράσεων από τους εξεταζόμενους μαθητές, εκθέτοντας τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς ως ανεπαρκείς.

στ). Η Τράπεζα Θεμάτων ως «εργαλείο» αξιολόγησης Σχολείων, Διευθυντών και Εκπαιδευτικών

Ένας δεύτερος μεγάλος «φόβος» των εκπαιδευτικών που προκαλεί τις αντιδράσεις τους κατά της Τράπεζας Θεμάτων, κάθε μαθήματος,  είναι η δυνατότητα «να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα της χρήσης της στην αξιολόγηση της μαθησιακής επίδοσης των μαθητών» για την αξιολόγηση των Σχολικών Μονάδων και Εκπαιδευτικών.

Τεχνικά έχουν απόλυτα δίκαιο, αφού τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των μαθητών, λόγο της ισονομίας και της αντικειμενικότητάς του, εφόσον γίνει χρήση της Τράπεζας Θεμάτων, θα έχουν την απόλυτη καταγραφή και αποτύπωση της απόδοσης του διδακτικού έργου που συντελείτε σε κάθε σχολική μονάδα συνολικά και σε κάθε τάξη και τμήμα από τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς.

Όπως ανέφερε ο Γκιζάς, καθηγητής στην πάλαι ποτέ ΣΕΛΕΤΕ, η μαθησιακή απόδοση των μαθητών μίας τάξης ή ενός σχολείου, αποτυπώνεται με το καλύτερο τρόπο και σε απόλυτο βαθμό, από το γράφημα της καμπύλης του Gaus, η «κανονικότητα» της οποίας δίνει την παραδεκτή κατανομή:  30% +/-μαθητές χαμηλής επίδοσης, 40%+/- μαθητές μέσης επίδοσης και 30% +/-μαθητές υψηλής επίδοσης.

Οποιαδήποτε άλλη κατανομή της επίδοσης των μαθητών συνιστά ανωμαλία που στην μεν τάξη οφείλεται στην ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού ή στον λάθος τρόπο αξιολόγησης των μαθητών απ’ αυτόν. Ενδεικτικά, όπως έχει καταγραφεί και είναι κοινή αντίληψη στην εκπαιδευτική κοινότητα, οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται υπερβολικά κατά την διδακτική τους, έχουν την τάση να αξιολογούν «σκληρά» τους μαθητές τους, έχοντας ως πολύ δύσκολο την απονομή «αριστείας», ενώ αντίθετα οι εκπαιδευτικοί που το διδακτικό τους έργο είναι χαμηλής ποιοτικής στάθμης έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τον βαθμό απόδοσης των μαθητών, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο την δική τους μειωμένη εκπαιδευτική απόδοση.

Αντίστοιχα, με τα συνολικά στοιχεία κάθε σχολείου αποτυπώνεται πολύ αξιόπιστα η εκπαιδευτική-διδακτική απόδοση όλης της εκπαιδευτικής σχολικής κοινότητας του σχολείου, των οποίων την ευθύνη συντονισμού έχει ο Διευθυντής.

Με βάση τα ποιο πάνω οι ιθύνοντες μπορούν να αξιολογήσουν μεμονωμένα, αλλά και συγκριτικά με άλλες σχολικές μονάδες και εκπαιδευτικούς που διδάσκουν το ίδιο μάθημα στις ίδιες ηλικίες και τάξεις  μαθητών, σε ότι αφορά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε επίπεδο σχολικής μονάδας και την διδακτική επάρκεια και εκπαιδευτική ποιότητα των εκπαιδευτικών μεμονωμένα.

Όλα αυτά, είναι ίσως και ο μεγαλύτερος φόβος των εκπαιδευτικών, φόβος που όπως αναφέρθηκε ποιο πάνω προκαλεί τις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας στην Β/θμια εκπαίδευση και των συνδικαλιστικών φορέων τους, για την θεσμοθέτηση της χρήσης της Τράπεζας Θεμάτων στις διαδικασίες αξιολόγηση των μαθητών.

Η εξαγγελία από την νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας της δημιουργίας και χρήσης Τράπεζας Θεμάτων για κάθε διδασκόμενο μάθημα, είναι μία αρχή για την ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Το ζητούμενο είναι το «αν έχει και την θέληση να σπάσει καρύδια» ή θα καταλήξει σε κάποια υποβαθμισμένη και μειωμένης βαρύτητας και ποιότητας εκδοχής της., όπως η «σοφή ηγεσία» των «Γκλαβά-Αρβανιτόπουλου»;

Ιδού η Ρόδος, ιδού και το «πήδημα».

Εξάλλου, όπως αναφέρουν οι διαχρονικοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, οι ηγέτες δεν «μετρούνται» για τα λόγια που εκφέρουν, αλλά για τα έργα που δημιουργούν και αφήνουν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές…

————-

Υ.Γ.: Λίγη ιστορία για το «δίκαιο» των πραγμάτων: Η εισαγωγή της Τράπεζας Θεμάτων, ως εργαλείο αντικειμενικής αξιολόγησης των μαθητών και ποιοτικής αναβάθμισης της Β/θμιας εκπαίδευσης, τέθηκε πρώτη φορά από τον γράφοντα σε «κλειστή» συνάντηση «ανησυχούντων» εκπαιδευτικών της Δυτικής Αθήνας (Γ΄Αθήνας) το 2006. Επειδή, τίποτα μετά το αυγό του Κολόμβου δεν είναι πρωτότυπο ως μεθοδολογία, έχει τις ρίζες της ως «Εκπαιδευτικό Εργαλείο» στο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών της τελευταίας τάξης της στοιχειώδους εκπαίδευσης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, με το οποίο δημιουργείται η αξιολογική λίστα κατάταξης  των αποφοίτων τους προκειμένου τα δημόσια και ιδιωτικά «Γυμνάσια» της ίδιας Πολιτείας να αντλήσουν τους νέους μαθητές που εγγράφουν στην πρώτη τάξη τους.

Το 2008, ένας από τους συμμετέχοντες στην «ομάδα», ο κος Τ…..  ορίσθηκε Προϊστάμενος Τμήματος της Δ/νσης Β/θμιας Εκπαίδευσης του ΥΠΕΘ. Ο σοφός αυτός κύριος, ας τον πούμε κο ΤΊΠΟΤΑ, σφετεριζόμενος την «ιδέα» αλλά και την δουλειά της ομάδας των εκπαιδευτικών πάνω σ’ αυτή, την παρουσίασε σαν αποκλειστικά δική του στον ηγετικό κύκλο της κας Διαμαντοπούλου που είχε διαδεχθεί, λόγω ανόδου της Κυβέρνησης του Γ.Παππανδρέου στην εξουσία, τον Άρη Σπηλιωτόπουλο, ευελπιστώντας ότι θα αναλάβει υπεύθυνος της σχετικής δράσης, κάτι που δεν συνέβη, αφού όταν εκτιμήθηκαν οι ικανότητές του εξεδιώχθει ως ανεπαρκής.

Η κα Διαμαντοπούλου, δίστασε στην θεσμοθέτησή του συγκεκριμένου θεσμού, φοβούμενη τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών και το αναμενόμενο πολιτικό κόστος, κάτι  που τελικά πραγματοποίησε ο Κ.Αρβανιτόπουλος, αν και η δική του απόφαση και θέληση εκφυλίστηκε τεχνηέντως από το ΙΕΠ και την υπό τον κο Γκλαβά ηγεσία του.

—————

Υ.Γ.2: Για όποιον θέλει να σχολιάσει το παρόν σημείωμα, η στήλη είναι ανοικτή και θα δημοσιοποιήσει κάθε άποψη που θα της σταλεί, υπό τον όρο να μην περιλαμβάνει ύβρεις και χαρακτηρισμούς που εμπίπτουν στον νόμο περί τύπου.

Νίκος Ι. Παρίκος

Sporgilos.com

Μοιραστείτε το:
Tagged