Η τραγική ιστορία του κου Λί, ως ανθρωπιστικό μάθημα: Του υποσχέθηκαν τον παράδεισο στη Βόρεια Κορέα. Βρήκε όμως την κόλαση…

Περίεργα
Μοιραστείτε το:

Του υποσχέθηκαν τον παράδεισο. Βρήκε την κόλαση στη Βόρεια Κορέα

Ο κ. Λι εγκατέλειψε τη Βόρεια Κορέα, ύστερα από 46 χρόνια, φτάνοντας στη Νότια Κορέα το 2009.Το διαμέρισμά του στη Σεούλ (Woohae Cho for The New York Times).

Σεούλ— Ένα πρωινό το 1960, ύστερα από δύο ημέρες στο πλοίο που είχε φύγει από την Ιαπωνία, εκατοντάδες επιβάτες έτρεξαν στο κατάστρωμα, καθώς κάποιος φώναξε: «Βλέπω την πατρίδα!».

Το πλοίο άραξε στο Τσονγκτζιν, λιμάνι στη βόρεια Κορέα, όπου οι κάτοικοι κουνούσαν χάρτινα λουλούδια. Αλλά ο Λι Τάε-κιουνγκ αισθανόταν ότι κάτι έλειπε από τον «παράδεισο» που του είχαν υποσχεθεί. «Οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί ήταν ανέκφραστοι» θυμάται ο κ. Λι. «Ήμουν ένα παιδί 8 ετών, αλλά ήξερα ότι είμαι στο λάθος μέρος».

Ο κ. Λι και η οικογένειά του ήταν μεταξύ των 93.000 ανθρώπων που μετανάστευσαν από την Ιαπωνία στη Βόρεια Κορέα από το 1959 έως το 1984 στο πλαίσιο ενός προγράμματος επαναπατρισμού που χρηματοδοτήθηκε από τις δύο κυβερνήσεις και τον Ερυθρό Σταυρό. Όταν έφταναν, έβλεπαν τους ανθρώπους να ζουν στη φτώχεια, αλλά αναγκάζονταν να μείνουν. Κάποιοι κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Μας έλεγαν ότι πηγαίνουμε σε έναν παράδεισο επί Γης» λέει ο 68χρονος Λι. «Ανταυτού μας πήγαν στην κόλαση και μας στέρησαν το πιο στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα: την ελευθερία να φύγουμε».

Ο κ. Λι εγκατέλειψε τη Βόρεια Κορέα, ύστερα από 46 χρόνια, φτάνοντας στη Νότια Κορέα το 2009. Έκτοτε έχει αφιερωθεί στο να μοιραστεί την ιστορία των 93.000 μεταναστών, δίνοντας διαλέξεις, μιλώντας σε συνέδρια και γράφοντας τα απομνημονεύματα ενός επώδυνου και εν πολλοίς ξεχασμένου κεφαλαίου στην ιστορία της Ιαπωνίας και της Κορέας.

Το έργο του έρχεται σε μία περίοδο ανανεωμένου ενδιαφέροντος για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κορέα και ενώ οι ηγέτες στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί στο να ανοίξουν παλιές πληγές.

Οι Λι ήταν μεταξύ των 2 εκατομμυρίων Κορεατών που μετανάστευσαν στην Ιαπωνία από το 1910 έως το 1945. Κάποιοι πήγαν αναζητώντας δουλειά και άλλοι χωρίς τη θέλησή τους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χωρίς ιθαγένεια και οικονομικές ευκαιρίες, πολλοί επέστρεψαν στην Κορέα όταν η Ιαπωνία παραδόθηκε. Αλλά εκατοντάδες χιλιάδες, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια του κ. Λι, παρέμειναν εκεί καθώς οι δύο Κορέες βυθίζονταν σε πόλεμο.

Ο κ. Λι γεννήθηκε στην Ιαπωνία το 1952. Η οικογένειά του είχε ένα εστιατόριο στο Σιμονοσέκι, το λιμάνι που είναι πιο κοντά στην Κορέα- σαν υπενθύμιση ότι μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Όταν έληξε ο κορεατικός πόλεμος η κυβέρνηση της Ιαπωνίας ήθελε να απαλλαγεί από τους Κορεάτες. Από τη δική της πλευρά ελπίζοντας να ανοικοδομήσει την οικονομία της η Βόρεια Κορέα εξαπέλυσε μία εκστρατεία προπαγάνδας, παρουσιάζοντας εαυτόν ως έναν «παράδεισο» με δουλειές για όλους, εκπαίδευση και ιατρικές υπηρεσίες.

Η Ιαπωνία ενέκρινε τη μετανάστευση των περισσότερων Κορεατών εκει, αν και οι περισσότεροι κατάγονταν από το νότιο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου. Αν και οι ιαπωνικές αρχές ειπαν ότι οι Κορεάτες είχαν οι ίδιοι επιλέξει να εγκατασταθούν στη Βόρεια Κορέα, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις κατηγορούν ότι συνέβαλαν στην παραπλάνησή τους αποκρύποντας τις συνθήκες που θα αντιμετώπιζαν οι μετανάστες στην κομμουνιστική ώρα.

«Φεύγοντας για τη Βόρεια Κορέα οι Κορεάτες αναγκάζονταν να υπογράψουν ένα έγγραφο αποκλειστικής εξόδου, που τους απαγόρευε ουσιαστικά την επιστροφή στην Ιπαωνία» σύμφωνα με την Συμμαχία Πολιτών για τα Δικαιώματα στη Βόρεια Κορέα. Η οργάνωση παρομοιάζει τη μετεγκατάσταση των Κορεατών με «δουλεμπόριο». Μεταξύ των μεταναστών ήταν και 1800 Ιαπωνέζες που είχαν παντρευτεί Κορεάτες και τα παιδιά τους.

Μόνο το 1960 μετανάστευσαν 49.000 άνθρωποι από την Ιαπωνία στη Βόρεια Κορέα, αλλά στη συνέχεια ο αριθμός μειώθηκε αισθητά καθώς άρχισαν να διαρρέουν οι πληροφορίες για τις πραγματικές συνθήκες στη χώρα. Οι οικογένειες που είχαν πάει εκεί προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να προειδοποιήσουν τους συγγενείς τους. Ένας άνδρας έγραψε ένα μήνυμα στο πίσω μέρος ενός γραμματοσήμου. «Δεν μπορούμε να φύγουμε από το χωριό» έγραψε στον ελάχιστο χώρο που βρήκε, λέγοντας στον αδελφό του «μην έρθετε».

Ο κ. Λι που έγινε γιατρός πέρασε το 2006 στην Κίνα με άλλους πρόσφυγες και τελικά βρέθηκε σε μία φυλακή της Μιανμάρ όπου έμεινε για 2,5 χρόνια καθώς ο ίδιος και ο άνθρωπος που τον βοήθησε να δραπετεύσει καταδικάστηκαν για trafficking. Το 2009 φτάνοντας στη Σεούλ οργάνωσε την έξοδο της συζύγου και της κόρης του από τη Βόρεια Κορέα. Αλλά έχει ακόμη συγγενείς, μεταξύ των οποίων και έναν γιο, παγιδευμένους στη χώρα.

Η σύζυγός του πέθανε το 2013 και τώρα ο Λι μένει μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα στη Σεούλ. «Αλλά έχω ελευθερία. Δεν το θυσίαζα αυτό για τίποτα άλλο» λέει.

Copyright: 2021 The New York Times

Πηγή: moneyreview.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged