Βασίλης Λυμπέρης: Ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα – Έκαψε ζωντανούς γυναίκα, παιδιά και πεθερά…

Πολιτισμοί
Μοιραστείτε το:

5 Ιανουαρίου, ήταν η ημέρα που ο Βασίλης Λυμπέρης, σκότωσε τη γυναίκα, την πεθερά και τα δυο του παιδιά, βάζοντας φωτιά στο σπίτι τους και ενώ κοιμόντουσαν.

Είναι από τα χειρότερα εγκλήματα που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα. Είναι, όμως, και ένα ιστορικό έγκλημα καθώς ο δράστης, ο Βασίλης Λυμπέρης, που πυρπόλησε το σπίτι του και έκαψε γυναίκα, πεθερά και τα δύο του παιδιά, ήταν ο τελευταίος βαρυποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά είχαν περάσει, η Ελλάδα προετοιμαζόταν για να γιορτάσει τα Φώτα. Το κλίμα, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε εν μέσω δικτατορίας είναι εορταστικό και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί όλο αυτό που θα ακολουθήσει και θα βυθίσει μια ολόκληρη χώρα στο πένθος και τη φρίκη.

Ο Βασίλης Λυμπέρης θέλησε να κάψει ζωντανή την πεθερά του γιατί πίστευε ότι αυτή έβαζε λόγια στη γυναίκα του με αποτέλεσμα εκείνη να θέλει να τον χωρίσει. Και κάπως έτσι ήρθε η απόλυτη τραγωδία…

5 Ιανουαρίου, ήταν η ημέρα που ο Βασίλης Λυμπέρης, σκότωσε τη γυναίκα, την πεθερά και τα δυο του παιδιά, βάζοντας φωτιά στο σπίτι τους και ενώ κοιμόντουσαν

Το χρονικό της τραγωδίας

Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης τα πέρασε ολομόναχος και βυθισμένος στο αλκοόλ αφού είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με τη γυναίκα του Βασιλική. Για την οικογενειακή του κατάσταση, κατηγορούσε την πεθερά του, Αντιγόνη Μάρκου, ότι έβαζε λόγια στην κόρη της. Έμενε σε μια πανσιόν στο κέντρο της Αθήνας και όταν δεν έπινε, έπαιζε χαρτιά σε διάφορες χαρτοπαικτικές λέσχες.

Σε μια από αυτές γνωρίζει τον Παύλο Αγγελόπουλο στον οποίο εκμυστηρευθείτε πως θέλει να σκοτώσει την πεθερά του, πως θέλει να τη βγάλει από τη μέση. Του ζητάει να γίνει συνεργός του και αν και στην αρχή ο Αγγελόπουλος είναι αρνητικός στη συνέχεια πείθεται αφού ο Λυμπέρης του είπε πως θα του χάριζε ένα αυτοκίνητο.

Οι δυο τους μαζί με τον Θεόδωρο Καπρέτσο, τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου βάζουν στο το πορτ-παγκάζ μπιτόνια γεμάτα βενζίνη και ξεκινάνε. Στο δρόμο ο Αγγελόπουλος εκφράζει για ακόμα μια φορά τις αντιρρήσεις του αλλά και τον φόβο του για την πιθανότητα να βρίσκονται μέσα στο σπίτι η γυναίκα και τα δυο παιδιά του Λυμπέρη. Εκείνος για να τον καθησυχάσει σταματάει σε ένα περίπτερο για να πάρουν σπίρτα και τηλεφωνούν στο σπίτι.«Με πήρε και με πήγε σε ένα περίπτερο και σήκωσε το τηλέφωνο η πεθερά του. Της λέει: “Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου”. Και του απαντάει: “Δεν είναι εδώ. Λείπουνε στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω”», θα πει ο Αγγελόπουλος σε κάποια από τις καταθέσεις του αργότερα.

Οι δράστες φτάνουν στο σπίτι στο Χαλάνδρι. Λυμπέρης και Αγγελόπουλος μπαίνουν μέσα ενώ ο Καπρέτσος μένει έξω για να «κρατάει» τσίλιες. Πρώτα έβαλε φωτιά στο δωμάτιο της πεθεράς του. Η γυναίκα του ξύπνησε και προσπάθησε να αμυνθεί. Την πέταξε στις φλόγες. Τίποτα δεν τον ένοιαζε πλέον. Ούτε ότι στο ίδιο σπίτι κοιμόνταν και δύο μικρά παιδιά. Τα παιδιά του που κάηκαν ζωντανά. Η άτυχη Βασιλική μέσα σε ουρλιαχτά πόνου του φώναζε πως μέσα στο σπίτι ήταν και τα παιδιά τους. Εκείνος δεν έδωσε καμία σημασία. Φεύγοντας κλείδωσε πίσω του την εξώπορτα. Ο Αγγελόπουλος όταν κατάλαβε πως ήταν μέσα τα παιδιά πέταξε βενζίνη στον Λυμπέρη και προσπάθησε να τον κάψει ζωντανό. Εκείνος αντέδρασε γρήγορα και γλίτωσε με μικρά εγκαύματα.

Η Βασιλική αποκάλυψε τον δράστη πριν ξεψυχήσει

Οι γείτονες που άκουσαν τις φλόγες και άκουσαν τις φωνές έσπευσαν στο σπίτι. Για την πεθερά και τα δυο παιδιά του Λυμπέρη ήταν ήδη αργά. Η Βασιλική, ωστόσο, ζούσε ακόμα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και λίγο πριν ξεψυχήσει είπε σε μια θεία της: «Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθεί, γιατί δεν θέλαμε να πωλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας»!

Ο Λυμπέρης συλλαμβάνεται. Όταν ερωτήθηκε αρχικά για το συμβάν είπε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του, ενώ για τα εγκαύματα του υποστήριξε ότι έψηνε καφέ και έσκασε το γκαζάκι. Οι αποκαλύψεις, ωστόσο, δεν του άφηναν πολλά περιθώρια και έτσι ομολόγησε.

Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Λυμπέρης και Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία.

Το πρωινό της 7ης Μαΐου, μετά από μόλις 45 λεπτά διάσκεψη, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του: «Τετράκις εις θάνατον» είναι ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρία έτη ο Σταμάτης για απόκρυψη της εγκληματικής δράσης των άλλων τριών.

Ο Λυμπέρης εκτελέστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης την 25η Αυγούστου. Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος έδωσε χάρη στον Αγγελόπουλο αφού τη στιγμή τέλεσης της δολοφονίας δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια. Μετά την πτώση της χούντας, η εσχάτη των ποινών μετατράπηκε σε ισόβια και ο Αγγελόπουλος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αποφυλακίστηκε.

——————

Η περιγραφή στον τότε έντυπο Τύπο του  απεχθούς εγκλήματος

Το ειδεχθέστερον έγκλημα της δεκαετίας

Στις 5 Ιανουαρίου 1971  διαπράττεται ένα από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα στα ελληνικά χρονικά.

Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με την γυναίκα του Βασιλική.

Ο Λυμπέρης θα γνωρίσει τον Παύλο Αγγελόπουλο και θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας γι’ αυτά την πεθερά του.

Ήθελε να «βγάλει από την μέση» την πεθερά του και ζήτησε την βοήθειά του Αγγελόπουλου, που πείσθηκε με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο, επίσης ζήτησε τη βοήθεια του εξαδέλφου του Θεόδωρου Καπρέτσου. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Είχε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα. Ο Παύλος Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε συνέντευξη του πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή».

Έφτασαν στο σπίτι και πάρκαραν σε ένα χωράφι. Ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν μέσα και ο Καπρέτσος έμεινε για να κρατάει τσίλιες… Κινήθηκαν προς το δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Ο Αγγελόπουλος άδειασε τον κουβά με τη βενζίνη. και άναψε φωτιά, που εξαπλώθηκε ακαριαία με έναν έντονο κρότο.

«Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!»

Το «μπαμ» που ακούστηκε στο δωμάτιο της πεθεράς του, ξύπνησε την σύζυγό του και την μικρή κόρη του Λυμπέρη, που άρχισε να κλαίει. Με τα μάτια μισάνοιχτα η σύζυγος είδε τον Λυμπέρη να απλώνει τη βενζίνη στο πάτωμα και να την ανάβει. Όρμησε αμέσως επάνω του, ουρλιάζοντας «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!». Εκείνος τρόμαξε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά στο σπίτι.

Ο Λυμπέρης σπρωξε την γυναίκα του στο κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στη βενζίνη. Μάνα και κόρη έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να βγουν από το δωμάτιο. Ο Λυμπέρης τις έσπρωξε στις φλόγες. Εκείνη τη στιγμή ο Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε ότι ήταν τα παιδιά στο σπίτι, αλλά ήταν αργά. Φεύγοντας οι δυο τους, κλείδωσαν και την εξώπορτα. Το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η σύζυγος του Λυμπέρη, η Βασιλική, ανέπνεε ακόμα. Το άλλοθι των δραστών ήταν προσυμφωνημένο: Έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη.

Μίλησε στη θεία της

Τα ξημερώματα της 5ης Ιανουαρίου, ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης περνώντας έξω από την μονοκατοικία που έμενε η αδελφή της γυναίκας του, θα δει καπνούς να βγαίνουν από το σπίτι. Μαζί με έναν γείτονα έσπρωξαν την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό. Τέσσερα κορμιά κείτονταν στο πάτωμα. Η 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, η 3χρονη Παναγιώτα και ο ενός έτους Γιωργάκης ήταν νεκροί. Όμως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες. Η Βασιλική διακομίστηκε στο νοσοκομείο. Άντεξε μόλις είκοσι ώρες· πριν όμως φύγει από τη ζωή θα μιλήσει σε μια θεία της, που ήταν μοναχή: «Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά». Μετά τις αποκαλύψεις της γυναίκας του, ο Λυμπέρης αναγκάστηκε να ομολογήσει.

Τέσσερις φορές σε θάνατο!

Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στις στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Βασίλης Λυμπέρης και Παύλος Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θεόδωρος Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία. «Τετράκις εις θάνατον» ήταν η ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρια έτη ο Σταμάτης.

Φωτογραφία από την εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη στα Δυο Αοράκια.

Τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου του 1972 ο Λυμπέρης θα επιβιβαστεί στο όχημα που τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στα Δυο Αοράκια.

Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Για την ίδια μέρα είχε ορισθεί και η εκτέλεση του Παύλου Αγγελόπουλου στην Κέρκυρα, όμως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος του έδωσε χάρη λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αφού την στιγμή τέλεσης της δολοφονίας δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια.

Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.

Πηγή: reader.gr, ethnos.gr

Μοιραστείτε το:
Tagged