Την… αποκαρδιωτική -για τους αντιπάλους του- προοπτική ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο θα βελτιώνεται συνεχώς, καθώς βρίσκεται στην αρχή και όχι στο τέλος της καριέρας του ως πρωταθλητής NBA, παρουσιάζει η βρετανική εφημερίδα «The Guardian», την ώρα που οι πρωταθλητές Μπακς ετοιμάζονται για την καθιερωμένη παρέλαση στους δρόμους του Μιλγουόκι (19:00, ώρα Ελλάδας).
Σε άρθρο του Oliver Connolly, αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους ο Γιάννης θα γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος για τον ανταγωνισμό.
«Σε μια βραδιά κατά την οποίαν κανένας άλλος παίκτης των Bucks δεν κατάφερε να σημειώσει περισσότερους από 17 πόντους, ο Γιάννης φιλοτέχνησε ένα αριστούργημα απέναντι στους Phoenix Suns: 50 πόντοι. 14 ριμπάουντ. 5 (αν είναι δυνατόν) τάπες. 17 εύστοχες ελεύθερες βολές σε 19 προσπάθειες. Κολασμένη άμυνα. Άγριες επελάσεις στην αντίπαλη ρακέτα. Ο Γιάννης ήταν παντού και έκανε τα πάντα για την ομάδα του. Από την άποψη των εμφανίσεων σε τελικό NBA, η απόδοση του Γιάννη ήταν μία από τις καλύτερες όλων των εποχών».
Αυτά γράφει ο Connolly σε ύφος εκστατικό ενώπιον του επιτεύγματος του Γιάννη. Παρ’ όλα αυτά, ο δημοσιογράφος επισημαίνει ότι ο Αντετοκούνμπο υποστηρίχθηκε από μια πολύ έξυπνη στρατηγική εκ μέρους της ομάδας. Η τεχνική ηγεσία των Milwaukee Bucks κατόρθωσε να αξιοποιήσει στο έπακρο τους συμπαίκτες του Γιάννη και ιδιαίτερα τους Khris Middleton και Jrue Holiday.
Το άρθρο του Guardian δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην απόφαση του Γιάννη να παραμείνει στους Bucks (υπογράφοντας το πιο προσοδοφόρο συμβόλαιο στην ιστορία του NBA, έναντι 228 εκατ. δολαρίων για 5 χρόνια). Αντί να ακολουθήσει το ρεύμα της λεγόμενης «Ringz culture» η οποία οδηγεί στη δημιουργία υπερ-ομάδων με σταρ παίκτες οι οποίοι συγκεντρώνονται στους 2-3 κορυφαίους συλλόγους που κάνουν σταθερά πρωταθλητισμό, όπως πχ οι Lakers, ο Αντετοκούνμπο προτίμησε να μεγαλώσει μαζί με τους Bucks.
«Ένα ακριβοπληρωμένο αστέρι που προστίθεται σε μια ομάδα για μερικές σεζόν» παρατηρεί ο Oliver Connolly «μοιάζει να μην αποτελεί κομμάτι μιας πόλης, όπως συνέβη με τον Michael Jordan στο Σικάγο, τον Steph Curry στο Σαν Φρανσίσκο ή τον LeBron James στο Κλίβελαντ. Επομένως, ένας τοπικός σούπερσταρ, ο οποίος πλαισιώνεται από μια σοφά συναρμολογημένη ομάδα, είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόταν το NBA. Χρειαζόταν έναν σόλο σταρ για να ωθήσει την ομάδα ως την κορυφή, για να δώσει διαφορετική γεύση στις νίκες. Οι κατακτήσεις του τύπου ‘μία για μένα και μία για την ομάδα’ κατ’ αυτό τον τρόπο γίνονται πιο ελκυστικές, πιο cool, παρά εάν κάποιος έριχνε στο ‘φούρνο μικροκυμάτων’ 2-3 τίτλους που θα κέρδιζαν μερικοί από τους κορυφαίους παίκτες παίζοντας στην ίδια ομάδα, χωρίς όμως να υπάρχει δεσμός με την εκάστοτε πόλη.
Αλλά ο Γιάννης δεν είναι απλώς ‘εκείνος που έμεινε ενώ άλλοι δραπέτευσαν σε πιο άνετες ατραπούς’. Είναι ο παγκόσμιος σταρ, στην αυγή της εποχής που το NBA παγκοσμιοποιείται. Ενώ οι LeBron James, Steph Curry κ.ά. θα μεγαλώνουν και θα αποχωρούν, το NBA θα γίνει το πρωτάθλημα των Antetokounmpo, των Doncic, Embiid και Jokic, κάπως σαν την αγγλική Premier League, κάτι που το NBA εδώ και χρόνια επιδιώκει να δημιουργήσει. Ο ιδανικός εκφραστής αυτής της τάσης είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Μερικοί από τους προαναφερθέντες παίκτες έχουν ανδρωθεί ως μπασκετμπολίστες στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ. Αλλά ο Γιάννης στα 18 του χρόνια ακόμη έκανε εξάσκηση σε ένα υγρό γυμναστήριο στην Ελλάδα, ντριμπλάροντας καρέκλες και προσπαθώντας να προσελκύσει το ενδιαφέρον παραγόντων του NBA».
Και συνεχίζει: «Τώρα πλέον όμως ο Αντετοκούνμπο είναι δύο φορές MVP, πρωταθλητής και MVP στον τελικό του NBA. Έφτιαξε το παιχνίδι του αργά και μεθοδικά, κτίζοντας πέτρα πέτρα, χρησιμοποιώντας τη μία ικανότητά του για να ξυπνήσει μιαν άλλη. Στη διάρκεια της τελικής φάσης, ο Γιάννης επανεφηύρε τον εαυτό του.
Ενώ τις προηγούμενες τρεις σεζόν έπαιζε κατά κανόνα στη θέση ‘Point Giannis’ -κατά το point guard, κουβαλώντας τη μπάλα πάνω-κάτω και ξεκινώντας τις επιθέσεις, σε κάποιο προχωρημένο στάδιο των πλέι οφ τού ζητήθηκε να αναλάβει το ρόλο ενός φορτηγού τρένου που κινείται χωρίς τη μπάλα:
Σκρινάροντας, τρέχοντας προς την απέναντι ρακέτα και διασπώντας την αντίπαλη άμυνα με τις κινήσεις του (κάτι που κάνει άριστα), παρά να μιμείται το παιχνίδι του LeBron James ή του Kevin Durant. Επί της ουσίας, ο Γιάννης είναι ένας Shaquille O’Neal στο σώμα ενός περιφερειακού παίκτη. Υπάκουσε στις ανάγκες της ομάδας και πέταξε στα σκουπίδια τον δημιουργικό του ρόλο. Έκανε τη βρωμοδουλειά μέσα στα ποστ, παίζοντας σκληρά στη διεκδίκηση της μπάλας παρά να περιφέρεται στη γραμμή του τρίποντου αναζητώντας την ευκαιρία να σκοράρει από μακριά. Αυτή η ευελιξία, η ικανότητα να περνά από το στιλ του εκτελεστή όπως ήταν στην κανονική περίοδο του πρωταθλήματος, σε ένα λιγότερο φαντασμαγορικό στιλ στα πλέι οφ, είναι το στοιχείο που κάνει τόσο ξεχωριστό τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Πολύ λίγοι σούπερ-ντούπερ σταρ διαθέτουν τα κατάλληλα φυσικά προσόντα και την έλλειψη εγωισμού ώστε να κάνουν τέτοιου είδους προσαρμογές από τη μία στιγμή στην άλλη».
Καταλήγει, δε: «Και θα πρέπει να σκεφτεί κάποιος ότι ο Γιάννης είναι μόλις 26 ετών. Σε κάποιο επόμενο στάδιο, θα είναι σε θέση να συνδυάζει όλα αυτά, ακόμη και στη μέση ενός αγώνα. Το μακρινό σουτ του θα βελτιωθεί, όπως και η ικανότητά του να παίρνει τη σωστή απόφαση και το βλέμμα του ως πασέρ. Σύντομα, ο Γιάννης θα μπορεί να αλλάζει από το ένα στιλ παιχνιδιού στο άλλο αναλόγως του τι χρειάζεται κάθε φορά για να φτάνει στη νίκη, από κατοχή σε κατοχή μπάλας, από ματς σε ματς ή από πρωτάθλημα σε πρωτάθλημα. Και καλή τύχη στους υπόλοιπους όταν αυτός ο μηχανισμός τεθεί σε πλήρη λειτουργία».
Πηγή: protothema.gr